................................................................
Την Μεγάλη Πέμπτη, 2 Μαΐου 2013, πέθανε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης
Λευτέρης Βογιατζής. Για όλους εμάς που παρακολουθούσαμε με θαυμασμό και
ευλάβεια τις παραστάσεις του, για όλους εμάς που αγαπούσαμε τη δουλειά
του και το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων ήταν καταφύγιο ψυχής, ο Λευτέρης
Βογιατζής δεν έφυγε και δεν θα φύγει ποτέ. Θα κατοικεί σε ένα αιώνιο
ενεστώτα. Οι παραστάσεις του είναι μέτρο σύγκρισης, η ματιά μας στο
θέατρο βαθιά επηρεασμένη από τις δουλειές του.
Δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτόν, θα αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει για τον εαυτό του και τη δουλειά του, σταχυολογώντας θέματα και απόψεις μέσα από μερικές σχετικά πρόσφατες συνεντεύξεις του.
«Η Εποχή»
Δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτόν, θα αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει για τον εαυτό του και τη δουλειά του, σταχυολογώντας θέματα και απόψεις μέσα από μερικές σχετικά πρόσφατες συνεντεύξεις του.
«Η Εποχή»
«Οι λέξεις με απασχολούν πάρα πολύ. Ως πραγματικότητα ψυχοσωματική. Ώστε
να μην επεκτείνω τις αναζητήσεις σε ψευδή πράγματα όπως η
«σωματικότητα» στο θέατρο κ.λπ. Με την έννοια ότι υπάρχει έτσι κι
αλλιώς. Όπως και το «θέατρο του λόγου». Αλλά θα μου πείτε εκεί που είχε
καταντήσει... Όταν έπαιζα στον «Ερωτόκριτο», εκείνη την ιστορική
παράσταση του Σπύρου (σ.σ. Ευαγγελάτου), μου είπε κάποιος «τι εξαιρετική
δουλειά έχετε κάνει με το λόγο». Τον είχα διαλύσει από την ανάγκη μου
να ανακαλύψω τι υπάρχει από πίσω. Κάποια στιγμή λοιπόν ανάβλυσε.
(...)
Ο ηθοποιός, όπως τον εννοώ εγώ, πάει στην πρόβα στις 10.30 το πρωί και είναι έτοιμος να πηδήξει από το παράθυρο. Δεν κάθεται να «τού ’ρθει». Κι εγώ το έχω κάνει αυτό και έχω καταλάβει τι λάθος είναι, καθόλου δημιουργικό. Όμως οι λέξεις... ο διαχωρισμός ανάμεσα στη γραπτή εικόνα και στον προφορικό λόγο... Είναι άλλο πράγμα. Τι κάνουμε στο θέατρο; Αναπαράγουμε ή αναπαριστούμε αυτήν την επιφανειακή πραγματικότητα που είναι η σειρά των ανθρώπων που μιλάνε. Δεν υπάρχει αυτό στον προφορικό λόγο. Δηλαδή μπορεί να περιμένεις την απάντηση κάποιου, αλλά παράλληλα σκέφτεσαι ένα σωρό πράγματα. Πρέπει, λοιπόν, και οι ηθοποιοί να δουν τη διαφορά. Ενα δευτερεύον που γίνεται πρωτεύον. Όπως λέγαμε και την εποχή της «Σκηνής»: «Jεκινάμε από το λόγο, φεύγουμε από το λόγο και επιστρέφουμε σε αυτόν». Δηλαδή διαλύουμε το σύμπαν και ξαναγυρνάμε σε αυτό, αλλά έχουμε άλλη γνώμη όταν επιστρέφουμε».
***
«Eχω τεράστια ανάγκη την επαλήθευση για να προχωρήσω. Μην το εκλάβεις ως κάτι ορθολογικό. Η επαλήθευση είναι απαραίτητη τόσο στην επιστήμη όσο και στην τέχνη. Μιλάω καθαρά για την καλλιτεχνική δημιουργία. Επαληθεύεις ότι σωστά ανταποκρίνεται μέσα σου αυτό που κάνεις. Δεν μου αρέσουν οι μέθοδοι και η διδασκαλία. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να σε μάθω κάτι. Μπορώ μόνο με πλάγιο τρόπο να δω αν εσύ σκαμπάζεις. Παλιότερα δεν το ήξερα, ήμουν πολύ επίμονος και μανιακός. Τότε, από την ανάγκη ν’ αποκτούν οι παραστάσεις μια ροή, μια αισθητική και μια υπόγεια μουσικότητα, μπορούσα να σου πω «κάνε αυτό ακριβώς».
(...)
Μου αρέσουν περισσότερο οι πρόβες από την παράσταση. Όλη αυτή η διαδικασία της ανακάλυψης. Σε ενδιαφέρει να δεις πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, τι κάνουν οι άλλοι. Να αποκτήσεις αυτή την ευχαρίστηση που είναι μια πολύ μυστήρια έννοια, εφόσον μπορεί να τη νιώθουν και οι ατάλαντοι. Τι σημαίνει, όμως, ευχαρίστηση; Το ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε; Όμως όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε -και τότε ακριβώς είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Αλλιώς, είμαστε ασύδοτοι».
***
«Είναι συνηθισμένος ο πυρήνας των ανθρώπων σε λειτουργίες συμφεροντολογικές. Είναι διχασμένοι οι άνθρωποι. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί ένας κριτικός θεάτρου να γράψει τα καλύτερα για τους φίλους του, χωρίς να το πιστεύει. Να το υποστηρίζει, χωρίς να το πιστεύει. Με την ίδια ευκολία που απογειώνει μετριότητες, καταβαραθρώνει αυτούς που αξίζουν. Έτσι οι άνθρωποι χάνουν το γούστο τους. Δεν έχουν πια γούστο κι αυτό γίνεται συνήθεια. Αποκτάς μια σιγουριά και γίνεσαι πρόχειρος. Δεν μπορείς να γράφεις ψέματα ότι σου αρέσει κάτι που στην πραγματικότητα δεν αξίζει. Για να μπορέσω να σε πείσω για κάτι που δεν αξίζει, μπαίνω στην ίδια διαδικασία που μπαίνει ένας ηθοποιός. Άμα το κάνω εκατό φορές, γίνομαι στο τέλος αυτό που παριστάνω. Έτσι, εγώ μεν πιστεύω αυτό που γράφεις, αλλά η τιμωρία σου είναι ότι γίνεσαι κακόγουστος.
(...)
Η χώρα μας περιέχει στοιχεία τρόπου ζωής που σε κάνουν να ντρέπεσαι. Μου είναι δυσάρεστο να μιλώ έτσι. Όμως βλέπω ανθρώπους να τρέφονται μέσα από σκουπιδοτενεκέδες. Έχει γίνει το φυσικότερο πράγμα του κόσμο η ανέχεια. Κι από την άλλη, έχουν αυξηθεί δραματικά τα πολυτελή αμάξια - νεκροφόρες στους δρόμους, σε μια άνευ προηγουμένου επίδειξη θρασύτητας ως προς τα δεδομένα της σημερινής ζωής. Κι όλα αυτά προκειμένου να πάει αυτός ο τύπος στα σκυλάδικα και να παρκάρει τη χλιδάτη νεκροφόρα του έξω στην είσοδο του μαγαζιού. Μα, πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο κακόγουστοι οι πλούσιοι σε επίπεδο συμπεριφοράς;».
***
«Το έργο αρκετών από εμάς δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς υποστήριξη. Το υπουργείο Πολιτισμού σήμερα είναι απρόσωπο, χωρίς γνώση των προβλημάτων και χωρίς διάθεση να τα μάθει. Έχουμε στείλει αγωνιώδεις επιστολές επί επιστολών. Η δημόσια διαβούλευση για το πρόβλημα των επιχορηγήσεων είναι από τα άγραφα. Για ποιο λόγο να μη γίνεται το ίδιο και για τις τόσο σοβαρές αποφάσεις που λαμβάνει η κυβέρνηση για το μέλλον του τόπου, ενώ για την τέχνη πρέπει να λέει τη γνώμη του ο κάθε άσχετος; Είναι παιδαριώδες να αποφασίζει κάποιος που δεν γνωρίζει τα προβλήματα για το μέλλον του ελεύθερου θεάτρου, εκτός αν τα περί διαβούλευσης είναι εκ του πονηρού, ένα έξυπνο τρικ ακριβώς για να καταργήσουν τα πάντα.
(...)
Όλοι σε ένα καζάνι, μόνο που εμείς είμαστε στον πάτο επί χρόνια και κάνουμε ότι δεν το ξέραμε, όπως οι Γερμανοί που δεν ξέρανε ότι καίγανε τους Εβραίους. Αναρωτιέμαι συχνά γιατί οι πολιτικοί που τα έβλεπαν και τα ήξεραν όλα αυτά δεν έκαναν το καθήκον τους λέγοντας την αλήθεια στον κόσμο, ή αν δεν μπορούσαν, παραιτούμενοι ο ένας μετά τον άλλον. Αλλά βλέπεις, θέλανε υπουργιλίκια, χρήματα, μεγαλεία. Όλοι έκαναν τα στραβά μάτια, ιδίως αυτοί που παρίσταναν τους ηθικούς. Συνεχώς μου έρχονται στο νου ονόματα ανθρώπων του πλούτου που συνδέονται με στοιχεία κακοποιά. Συνεχώς μου έρχονται στο νου ακόμα και ακαδημαϊκοί -η υποτιθέμενη αφρόκρεμα του πνεύματος- που προσπαθούν τόσο πολύ να εκλεγούν και αναρωτιέμαι πώς καταδέχονται όλοι αυτοί να θέλουν με το ζόρι να γίνουν ακαδημαϊκοί, κινούμενοι ανάλογα με τα συμφέροντα. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να είσαι κάτι που υποτίθεται ότι πολεμάς. Ο Πίντερ ποτέ δεν δέχτηκε να γίνει ούτε ακαδημαϊκός, ούτε σερ αλλά πολεμούσε το σύστημα ως το τέλος της ζωής του. Ήταν έντιμος.
(...)
Εντιμότητα είναι το ταλέντο που δεν σκιάζεται από κάτι. Να ακολουθεί κάποιος αυτό που πιστεύει και να μην παρεκκλίνει, να μην είναι υποχείριο σε τίποτα και κανέναν παρά μόνο σε ό,τι του αποκαλύπτει η ζωή ότι είναι ο ίδιος. Η φθορά βρίσκεται μέσα μας, όπως τα μαμούνια στο χαλασμένο αλεύρι, και όλος ο αγώνας είναι να αναχαιτίσουμε αυτή τη φθορά».
***
«Σιγά σιγά παύω να είμαι βαθιά εγωιστής, τουλάχιστον απέναντι σε αυτό που θα εμπόδιζε την οποιαδήποτε γνώση και την απρόσκοπτη λειτουργία μου. Όταν δουλεύω, θέλω η δουλειά μου να είναι πέρα και πάνω από μένα.
(...)
Όταν πετυχαίνω να βγει στην επιφάνεια αυτό που είναι κρυμμένο ανάμεσα στους συνδυασμούς των λέξεων και των καταστάσεων. Ο Πίντερ έλεγε ότι μιλάμε για να κρύψουμε αυτό που σκεπτόμαστε. Η γλώσσα είναι μέσον, δεν είναι αυτοσκοπός. Στο θέατρο μπορούμε να οδηγηθούμε κάπου με τέχνη, χωρίς να πούμε λέξη.
(...)
Γιατί να μην το πούμε; Εγώ το σκέφτομαι πάρα πολύ συχνά, με την έννοια ότι ο θάνατος είναι ο σκοπός της ζωής τελικά. Και τα δύο είσαι υποχρεωμένος να τα δεχτείς χωρίς εξήγηση και, με αυτή τη σκέψη, να αντιλαμβάνεσαι τον ρυθμό των πραγμάτων.
(...)
Τώρα είμαι... Τώρα δεν είμαι. Δεν είναι η γέννηση πιο σημαντική από το θάνατο, αφού καταργείται από αυτόν. Αν συλλάβει κανείς αυτό το πέρασμα σαν σκοτάδι και φως, σαν φως και σκοτάδι, θα διαπιστώσει ότι είναι στην ίδια πλευρά. Ο θάνατος αρχίζει μέσα στη ζωή και η ζωή μέσα στον θάνατο. Ξέρετε πόσοι άνθρωποι δεν πρόκειται να γεννηθούν ποτέ, για πολλούς και διάφορους λόγους;».
Τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Λευτέρη Βογιατζή είναι από τα έντυπα: «Καθημερινή» (8.04.2012), «Lifo» (21.03.2012), «Athens voice» (22.10.2009), «Το ποντίκι» (4.04.2011), «Βηmagazino» (12.02.2013).
(...)
Ο ηθοποιός, όπως τον εννοώ εγώ, πάει στην πρόβα στις 10.30 το πρωί και είναι έτοιμος να πηδήξει από το παράθυρο. Δεν κάθεται να «τού ’ρθει». Κι εγώ το έχω κάνει αυτό και έχω καταλάβει τι λάθος είναι, καθόλου δημιουργικό. Όμως οι λέξεις... ο διαχωρισμός ανάμεσα στη γραπτή εικόνα και στον προφορικό λόγο... Είναι άλλο πράγμα. Τι κάνουμε στο θέατρο; Αναπαράγουμε ή αναπαριστούμε αυτήν την επιφανειακή πραγματικότητα που είναι η σειρά των ανθρώπων που μιλάνε. Δεν υπάρχει αυτό στον προφορικό λόγο. Δηλαδή μπορεί να περιμένεις την απάντηση κάποιου, αλλά παράλληλα σκέφτεσαι ένα σωρό πράγματα. Πρέπει, λοιπόν, και οι ηθοποιοί να δουν τη διαφορά. Ενα δευτερεύον που γίνεται πρωτεύον. Όπως λέγαμε και την εποχή της «Σκηνής»: «Jεκινάμε από το λόγο, φεύγουμε από το λόγο και επιστρέφουμε σε αυτόν». Δηλαδή διαλύουμε το σύμπαν και ξαναγυρνάμε σε αυτό, αλλά έχουμε άλλη γνώμη όταν επιστρέφουμε».
***
«Eχω τεράστια ανάγκη την επαλήθευση για να προχωρήσω. Μην το εκλάβεις ως κάτι ορθολογικό. Η επαλήθευση είναι απαραίτητη τόσο στην επιστήμη όσο και στην τέχνη. Μιλάω καθαρά για την καλλιτεχνική δημιουργία. Επαληθεύεις ότι σωστά ανταποκρίνεται μέσα σου αυτό που κάνεις. Δεν μου αρέσουν οι μέθοδοι και η διδασκαλία. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να σε μάθω κάτι. Μπορώ μόνο με πλάγιο τρόπο να δω αν εσύ σκαμπάζεις. Παλιότερα δεν το ήξερα, ήμουν πολύ επίμονος και μανιακός. Τότε, από την ανάγκη ν’ αποκτούν οι παραστάσεις μια ροή, μια αισθητική και μια υπόγεια μουσικότητα, μπορούσα να σου πω «κάνε αυτό ακριβώς».
(...)
Μου αρέσουν περισσότερο οι πρόβες από την παράσταση. Όλη αυτή η διαδικασία της ανακάλυψης. Σε ενδιαφέρει να δεις πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, τι κάνουν οι άλλοι. Να αποκτήσεις αυτή την ευχαρίστηση που είναι μια πολύ μυστήρια έννοια, εφόσον μπορεί να τη νιώθουν και οι ατάλαντοι. Τι σημαίνει, όμως, ευχαρίστηση; Το ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε; Όμως όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε -και τότε ακριβώς είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Αλλιώς, είμαστε ασύδοτοι».
***
«Είναι συνηθισμένος ο πυρήνας των ανθρώπων σε λειτουργίες συμφεροντολογικές. Είναι διχασμένοι οι άνθρωποι. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί ένας κριτικός θεάτρου να γράψει τα καλύτερα για τους φίλους του, χωρίς να το πιστεύει. Να το υποστηρίζει, χωρίς να το πιστεύει. Με την ίδια ευκολία που απογειώνει μετριότητες, καταβαραθρώνει αυτούς που αξίζουν. Έτσι οι άνθρωποι χάνουν το γούστο τους. Δεν έχουν πια γούστο κι αυτό γίνεται συνήθεια. Αποκτάς μια σιγουριά και γίνεσαι πρόχειρος. Δεν μπορείς να γράφεις ψέματα ότι σου αρέσει κάτι που στην πραγματικότητα δεν αξίζει. Για να μπορέσω να σε πείσω για κάτι που δεν αξίζει, μπαίνω στην ίδια διαδικασία που μπαίνει ένας ηθοποιός. Άμα το κάνω εκατό φορές, γίνομαι στο τέλος αυτό που παριστάνω. Έτσι, εγώ μεν πιστεύω αυτό που γράφεις, αλλά η τιμωρία σου είναι ότι γίνεσαι κακόγουστος.
(...)
Η χώρα μας περιέχει στοιχεία τρόπου ζωής που σε κάνουν να ντρέπεσαι. Μου είναι δυσάρεστο να μιλώ έτσι. Όμως βλέπω ανθρώπους να τρέφονται μέσα από σκουπιδοτενεκέδες. Έχει γίνει το φυσικότερο πράγμα του κόσμο η ανέχεια. Κι από την άλλη, έχουν αυξηθεί δραματικά τα πολυτελή αμάξια - νεκροφόρες στους δρόμους, σε μια άνευ προηγουμένου επίδειξη θρασύτητας ως προς τα δεδομένα της σημερινής ζωής. Κι όλα αυτά προκειμένου να πάει αυτός ο τύπος στα σκυλάδικα και να παρκάρει τη χλιδάτη νεκροφόρα του έξω στην είσοδο του μαγαζιού. Μα, πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο κακόγουστοι οι πλούσιοι σε επίπεδο συμπεριφοράς;».
***
«Το έργο αρκετών από εμάς δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς υποστήριξη. Το υπουργείο Πολιτισμού σήμερα είναι απρόσωπο, χωρίς γνώση των προβλημάτων και χωρίς διάθεση να τα μάθει. Έχουμε στείλει αγωνιώδεις επιστολές επί επιστολών. Η δημόσια διαβούλευση για το πρόβλημα των επιχορηγήσεων είναι από τα άγραφα. Για ποιο λόγο να μη γίνεται το ίδιο και για τις τόσο σοβαρές αποφάσεις που λαμβάνει η κυβέρνηση για το μέλλον του τόπου, ενώ για την τέχνη πρέπει να λέει τη γνώμη του ο κάθε άσχετος; Είναι παιδαριώδες να αποφασίζει κάποιος που δεν γνωρίζει τα προβλήματα για το μέλλον του ελεύθερου θεάτρου, εκτός αν τα περί διαβούλευσης είναι εκ του πονηρού, ένα έξυπνο τρικ ακριβώς για να καταργήσουν τα πάντα.
(...)
Όλοι σε ένα καζάνι, μόνο που εμείς είμαστε στον πάτο επί χρόνια και κάνουμε ότι δεν το ξέραμε, όπως οι Γερμανοί που δεν ξέρανε ότι καίγανε τους Εβραίους. Αναρωτιέμαι συχνά γιατί οι πολιτικοί που τα έβλεπαν και τα ήξεραν όλα αυτά δεν έκαναν το καθήκον τους λέγοντας την αλήθεια στον κόσμο, ή αν δεν μπορούσαν, παραιτούμενοι ο ένας μετά τον άλλον. Αλλά βλέπεις, θέλανε υπουργιλίκια, χρήματα, μεγαλεία. Όλοι έκαναν τα στραβά μάτια, ιδίως αυτοί που παρίσταναν τους ηθικούς. Συνεχώς μου έρχονται στο νου ονόματα ανθρώπων του πλούτου που συνδέονται με στοιχεία κακοποιά. Συνεχώς μου έρχονται στο νου ακόμα και ακαδημαϊκοί -η υποτιθέμενη αφρόκρεμα του πνεύματος- που προσπαθούν τόσο πολύ να εκλεγούν και αναρωτιέμαι πώς καταδέχονται όλοι αυτοί να θέλουν με το ζόρι να γίνουν ακαδημαϊκοί, κινούμενοι ανάλογα με τα συμφέροντα. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να είσαι κάτι που υποτίθεται ότι πολεμάς. Ο Πίντερ ποτέ δεν δέχτηκε να γίνει ούτε ακαδημαϊκός, ούτε σερ αλλά πολεμούσε το σύστημα ως το τέλος της ζωής του. Ήταν έντιμος.
(...)
Εντιμότητα είναι το ταλέντο που δεν σκιάζεται από κάτι. Να ακολουθεί κάποιος αυτό που πιστεύει και να μην παρεκκλίνει, να μην είναι υποχείριο σε τίποτα και κανέναν παρά μόνο σε ό,τι του αποκαλύπτει η ζωή ότι είναι ο ίδιος. Η φθορά βρίσκεται μέσα μας, όπως τα μαμούνια στο χαλασμένο αλεύρι, και όλος ο αγώνας είναι να αναχαιτίσουμε αυτή τη φθορά».
***
«Σιγά σιγά παύω να είμαι βαθιά εγωιστής, τουλάχιστον απέναντι σε αυτό που θα εμπόδιζε την οποιαδήποτε γνώση και την απρόσκοπτη λειτουργία μου. Όταν δουλεύω, θέλω η δουλειά μου να είναι πέρα και πάνω από μένα.
(...)
Όταν πετυχαίνω να βγει στην επιφάνεια αυτό που είναι κρυμμένο ανάμεσα στους συνδυασμούς των λέξεων και των καταστάσεων. Ο Πίντερ έλεγε ότι μιλάμε για να κρύψουμε αυτό που σκεπτόμαστε. Η γλώσσα είναι μέσον, δεν είναι αυτοσκοπός. Στο θέατρο μπορούμε να οδηγηθούμε κάπου με τέχνη, χωρίς να πούμε λέξη.
(...)
Γιατί να μην το πούμε; Εγώ το σκέφτομαι πάρα πολύ συχνά, με την έννοια ότι ο θάνατος είναι ο σκοπός της ζωής τελικά. Και τα δύο είσαι υποχρεωμένος να τα δεχτείς χωρίς εξήγηση και, με αυτή τη σκέψη, να αντιλαμβάνεσαι τον ρυθμό των πραγμάτων.
(...)
Τώρα είμαι... Τώρα δεν είμαι. Δεν είναι η γέννηση πιο σημαντική από το θάνατο, αφού καταργείται από αυτόν. Αν συλλάβει κανείς αυτό το πέρασμα σαν σκοτάδι και φως, σαν φως και σκοτάδι, θα διαπιστώσει ότι είναι στην ίδια πλευρά. Ο θάνατος αρχίζει μέσα στη ζωή και η ζωή μέσα στον θάνατο. Ξέρετε πόσοι άνθρωποι δεν πρόκειται να γεννηθούν ποτέ, για πολλούς και διάφορους λόγους;».
Τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Λευτέρη Βογιατζή είναι από τα έντυπα: «Καθημερινή» (8.04.2012), «Lifo» (21.03.2012), «Athens voice» (22.10.2009), «Το ποντίκι» (4.04.2011), «Βηmagazino» (12.02.2013).