Κυριακή 12 Μαΐου 2013

«Ο δε Θωμάς ουκ επείθετο...» Του Παντελή Μπουκάλα (Καθημερινή", 12/5/2013)

...............................................................



«Ο δε Θωμάς ουκ επείθετο...»

Του Παντελή Μπουκάλα


Θα βιάζαμε τα πράγματα αν, σε έναν κόσμο παράλληλο με τον θρησκευτικό, ανακηρύσσαμε τον Θωμά άγιο της αμφιβολίας και απόστολο της αμφισβήτησης. Το όνομά του συνδέθηκε εξαρχής με τη δυσπιστία και την απαίτηση απτών αποδείξεων, εντούτοις ούτε ολιγόπιστος ήταν ούτε άπιστος. Απιστος, άλλωστε, δεν ήταν καν ο Ιούδας. Και δεν ξέρω αν ακόμα και ο χαρακτηρισμός του ως προδότη ισχύει· ούτε κρυβόταν ο Ιησούς όσο όδευε προς το εκούσιον πάθος, ώστε να απαιτείται η κατάδοσή του, ούτε ήταν άγνωστη η μορφή του στις ρωμαϊκές πολιτικές αρχές και στις ιουδαϊκές θρησκευτικές, αφού δρούσε στο φως της ημέρας. Ιούδας, πάντως, λεγόταν και ο Θωμάς. Ετσι αναφέρεται στις Γραφές, κανονικές και απόκρυφες. Θωμάς ο λεγόμενος Ιούδας, Ιούδας Θωμάς αλλά και Θωμάς ο Δίδυμος, όνομα διπλασιασμένο, αφού το αραμαϊκό Tauma σημαίνει Θωμάς. Η άποψη πάντως που «τον θέλει δίδυμο του ίδιου του Ιησού, κινείται στον χώρο της μυθοπλασίας και έχει την αρχή της σε απόκρυφα κείμενα», όπως γράφουν ο Σταύρος Γκιργκένης και ο Ευάγγελος Αδάμος στην κατατοπιστική εισαγωγή τους στο «Κατά Θωμάν απόκρυφο Ευαγγέλιο» που μετέφρασαν και σχολίασαν (εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2006).
Η συλλογική μνήμη διασώζει τη μία μόνο από τις εκδηλώσεις δυσπιστίας του Θωμά, την κορυφαία. Εκείνη που συνδέεται με τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανισμού: την ανάσταση, που, όπως και ο τριήμερος θάνατος του Ιησού, τον διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες θρησκείες. Δεν χρειαζόταν να είναι προφήτες οι μαθητές, οι της αρχικής ομάδας και όσοι προστέθηκαν τον πρώτο καιρό (ιδιαίτερα ο Παύλος, ο πολιτικός-στρατηγός του χριστιανισμού), ώστε να προβλέψουν πως η ανάσταση δεν θα γινόταν αναντίρρητα και μαζικώς πιστευτή. Πριν ο Κέλσος κατειρωνευτεί και την ανάσταση στον «Αληθή λόγο» του, η αμφισβήτηση είχε ήδη εκδηλωθεί από τους Εβραίους και τους Ρωμαίους, που υπέθεταν ή διέδιδαν πως οι οπαδοί του Ναζωραίου έκλεψαν το σώμα του, ώστε να ισχυριστούν ότι αναστήθηκε. Για να αποστομωθούν αυτοί, και σε δεύτερο πλάνο όσοι αρνητές θα εμφανίζονταν στους επόμενους αιώνες, συμπεριελήφθη στην ευαγγελική αφήγηση το επεισόδιο της δακτυλικής επισκόπησης. Ελεγαν λοιπόν στον Θωμά οι υπόλοιποι μαθητές πως είχαν δει τον Κύριο αναστημένο, αυτός όμως δίσταζε να το πιστέψει, όπως θα δίσταζε κάθε θνητός που η λογική του αντλεί από την προσωπική εμπειρία του. Καταγράφει ο Ιωάννης τις επιφυλάξεις του Θωμά: «Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω».
Οχτώ μέρες αργότερα, ο Ιησούς εισέρχεται (δίχως ν’ ανοίξουν οι πόρτες) στο σπίτι όπου βρίσκονται οι μαθητές και ζητάει από τον Θωμά να εξετάσει τα σημάδια των πληγών του: «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείράς μου, και φέρε την χείράν σου και βάλε εις την πλευράν μου και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». Λίγες ημέρες νωρίτερα όμως είχε απαγορεύσει στη Μαρία τη Μαγδαληνή να τον αγγίξει: «Λέγει αυτή ο Ιησούς· μη μου άπτου· ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου. Ο λόγος για τον οποίο το επιχείρημα της «μη αναβάσεως» ισχύει μόνο για τη Μαγδαληνή και όχι για τον Θωμά λίγες μέρες αργότερα, όταν το «ούπω γαρ αναβέβηκα» εξακολουθούσε να ισχύει, με υπερβαίνει. Είναι κι αυτό πάντως ένα από τα σημεία που ερεθίζουν τη φαντασία όσων μυθιστοριογράφων διαβάζουν την ιστορία της ανθρωπότητας σαν μια τεράστια συνωμοσία με τη Μαγδαληνή στο κέντρο της, σαν άλλη Ελένη.
Στην αναστάσιμη περίσταση η δυσπιστία του Θωμά εκδηλώθηκε για δεύτερη φορά. Νωρίτερα, πριν από τη σταύρωση, όταν ο Ιησούς προέλεγε την τριπλή άρνηση του Πέτρου, ζήτησε από τους μαθητές του να μην ταράζονται που ο ίδιος θα φύγει προς «την οικίαν του πατρός του», όπου «θα ετοιμάσει τόπο» και γι’ αυτούς. «Και όπου εγώ υπάγω οίδατε, και την οδόν οίδατε» τους διαβεβαιώνει. Ενας όμως εξ όλων, και πάλι ο Θωμάς, δεν πείθεται και, σαν εκπρόσωπος της απλής ανθρώπινης λογικής που δεν εγκαταλείπεται στην άνευ όρων πίστη, καταθέτει ευθαρσώς την απορία του: «Κύριε, ουκ οίδαμεν πού υπάγεις· και πώς δυνάμεθα την οδόν ειδέναι;» Στη μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας: «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις· πώς λοιπόν μπορούμε να ξέρουμε την οδό που οδηγεί εκεί;» Πώς να ξέρει ο ταπεινός Θωμάς αν ο διδάσκαλός του συνεχίζει να μιλάει αλληγορικά και με παραβολές ή πλέον κυριολεκτεί; Και πώς να συμφωνήσει ότι ξέρει κάτι, που όμως με την απλή ανθρώπινη σκέψη και αίσθησή του γνωρίζει ότι δεν το ξέρει;
Τριπλή η άρνηση του Πέτρου, τριπλή και η δυσπιστία του Θωμά. H τρίτη φορά εξιστορείται από τον συγγραφέα των «Πράξεων», ψευδεπίγραφου κειμένου του πρώιμου 3ου αιώνα, όπου περιγράφεται η εκχριστιανιστική πολιτεία του αποστόλου στην Ινδία, οι φυλακίσεις, τα κηρύγματα, τα θαύματα και το μαρτυρικό του τέλος. «Κατ’ εκείνον τον καιρόν», αρχίζουν λοιπόν οι «Πράξεις» (αντλώ το κείμενο από το TLG, τον ηλεκτρονικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας), όλοι οι απόστολοι βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα και μοίραζαν διά κληρώσεως τα μέρη της οικουμένης, πού θα πορευόταν ο καθένας. «Κατά κλήρον ουν έλαχεν η Ινδία Ιούδα Θωμά τω και Διδύμω· ουκ εβούλετο δε απελθείν, λέγων μη δύνασθαι μήτε χωρείν διά την ασθένειαν της σαρκός, και ότι Ανθρωπος ων Εβραίος πώς δύναμαι πορευθήναι εν τοις Ινδοίς κηρύξαι την αλήθειαν; Και ταύτα αυτού διαλογιζομένου και λέγοντος ώφθη αυτώ ο σωτήρ διά της νυκτός, και λέγει αυτώ· Μη φοβού, Θωμά· άπελθε εις την Ινδίαν και κήρυξον εκεί τον λόγον· η γαρ χάρις μού εστιν μετά σού. Ο δε ουκ επείθετο λέγων· Οπου βούλει με αποστείλαι απόστειλον αλλαχού· εις Ινδούς γαρ ουκ απέρχομαι». Πεισματάρης ο Θωμάς, ζητούσε να σταλεί οπουδήποτε αλλού πλην των Ινδιών, επικαλούμενος την ασθενική σάρκα του και την εβραϊκή του εθνικότητα. Στο τέλος όμως πείστηκε. Ο Ιησούς, με μορφή ανθρώπου, τον πούλησε έναντι «τριών λιτρών ασήμου» ως μαραγκό (τέκτονα) σε κάποιον Ινδό έμπορο, έγραψε μάλιστα ο ίδιος το συμφωνητικό: «Εγώ Ιησούς υιός Ιωσήφ του τέκτονος ομολογώ πεπρακέναι εμόν δούλον Ιούδαν ονόματι σοί τω Αββάνη εμπόρω Γουνδαφόρου του βασιλέως των Ινδών». Στα απόκρυφα κείμενα δηλαδή ο Χριστός γράφει, ενώ στα κανονικά, στον Ιωάννη, γράφει μόνο στο χώμα («ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην») και ουδείς διαβάζει όσα γράφει. Η κορυφαία αλληγορία ίσως: Ο Ιησούς δεν μπορεί παρά να γνώριζε ότι ο λόγος του θα παραμείνει στους αιώνες γράμμα ανεπίδοτο και αδιάβαστο, ή έστω ακυρωτικά νοθευμένο και βολικά παρερμηνευμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: