.............................................................
Kάρλο Γκολντόνι (1707 - 1793)
Σκηνή Πέμπτη απο τη Δεύτερη Πράξη
του έργου "Οι Αγροίκοι" (μτφ.Τζούλια Τσιακίρη)
Λουνάρντο και Σιμόν
ΣΙΜΟΝ: Παντρέψου μου 'λεγαν και θα βρεις τη χαρά.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Θυμάσαι την πρώτη μου γυναίκα; Εκείνη ήταν ένα αγαθό πλάσμα / τούτη εδώ είναι στραβόξυλο.
ΣΙΜΟΝ: Κι εγώ ο τρελός ο βλάκας που δεν μπορούσα να υποφέρω τις γυναίκες κι όμως πήγα και δέθηκα χειροπόδαρα μ' αυτόν τον ξαμολημένο σατανά.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Τη σήμερον ημέρα δεν μπορείς πια να παντρευτείς. ΣΙΜΟΝ: Αν θέλεις να κρατάς τη γυναίκα πιστή στο καθήκον, σε λένε αγριάνθρωπο / αν την αφήνεις ελεύθερη σε λένε μπούφο.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Αν δεν ήτανε το κορίτσι μου στη μέση, στην τιμή μου σου λέω, για να μιλήσουμε επί της ουσίας δηλαδή, δε θα 'χα μπλέξει εγώ μ' άλλη γυναίκα.
ΣΙΜΟΝ: Μου είπαν ότι την παντρεύετε / είναι αλήθεια;
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Ποιος σου το 'πε; (με αγανάκτηση)
ΣΙΜΟΝ: Η γυναίκα μου
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ, με αγανάκτηση: Εκείνη πού το έμαθε;
ΣΙΜΟΝ: Θαρρώ ότι της το 'χε πει ο ανιψιός της.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Ο Φελιπέτο;
ΣΙΜΟΝ: Ο Φελιπέτο, ναι.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Αχ, το βρωμόπαιδο! Ο φαφλατάς! Η μαϊμού! Του το ξεμυστηρεύτηκε ο πατέρας του και κείνος αμέσως πήγε να το διαλαλήσει; Τώρα βλέπω ότι δεν είναι το παλικάρι που νόμιζα εγώ. Σχεδόν έχω μετανιώσει που την αρραβώνιασα και έτσι μου 'ρχεται, για να μιλήσουμε επί της ουσίας δηλαδή, να το σκίσω το συμβόλαιο.
ΣΙΜΟΝ: Σου κακοφάνηκε γιατί το είπε στη θεία του;
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Μάλιστα. Όποιος δεν ξέρει να σωπαίνει δεν έχει μυαλό, κι όποιος δεν έχει μυαλό δεν κάνει για παντρειά.
ΣΙΜΟΝ: Δίκιο έχεις, παλιέ μου φίλε / αλλά τη σήμερον ημέρα δε βρίσκεις πια νέους όπως στο δικό μας τον καιρό. Θυμάσαι; Εμείς κάναμε μόνο ό,τι ζητούσε ο κύρης μας / ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Εγώ είχα δυο αδερφές παντρεμένες. Είναι ζήτημα αν τις είχα ιδεί πάνω από δέκα φορές στη ζωή μου.
ΣΙΜΟΝ: Εγώ σχεδόν δε μίλαγα ούτε με τη μάνα μου.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Εγώ σήμερα εδώ που βρισκόμαστε, δεν ξέρω τι είναι μια όπερα, τι είναι κωμωδία.
ΣΙΜΟΝ: Εμένα με πήρανε ένα βράδυ με το στανιό στην όπερα και όλη την ώρα κοιμόμουνα.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Ο πατέρας μου, όταν ήμουνα παιδί, μου έλεγε: θέλεις να σε πάω να κοιτάξεις λίγο στο Πανόραμα; Ή θέλεις να σου δώσω τις δυο πεντάρες; Εγώ διάλεγα τις δυο πεντάρες.
ΣΙΜΟΝ: Αμ' εγώ; Με τα δωράκια και με κάτι πενταρούλες που του τσιμπούσα, μάζεψα εκατό δουκάτα και τόκισα με τέσσερα τα εκατό βγάζοντας τέσσερα δουκάτα εισόδημα. Σήμερα όταν κουδουνίζουνε στ' αυτιά μου παίρνω μιαχαρά τόσο μεγάλη που δεν μπορώ να σου την παραστήσω. Όχι δα από φιλαργυρία για τα τέσσερα δουκάτα, αλλά γιατί χαίρομαι που μπορώ να λέω: ορίστε αυτά εδώ τα κέρδισα από μικρό παιδί.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Βρες μου σήμερα έναν που να στοχάζεται έτσι. Τα πετάνε, για να μιλήσουμε επί της ουσίας δηλαδή, με τη σέσουλα.
ΣΙΜΟΝ: Και τα λεφτά καλά, ας τα πετάνε. Έχουνε πάρει όμως τον κατήφορο με χίλιους τρόπους.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και η αιτία για όλα είναι η ελευθερία.
ΣΙΜΟΝ: Μάλιστα. Ακόμα δε μάθανε να ξεχωρίζουνε τα μπατζάκια τους κι αρχίσανε τις συναναστροφές.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και ξέρεις ποιος τους δασκαλεύει, ε; Οι μανάδες.
ΣΙΜΟΝ: Μη μου λες άλλα. Έχω ακούσει πράματα να σου σηκωθεί η τρίχα.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Μάλιστα. Κοίτα τι τους λένε: "Καημένο παιδάκι! Να διασκεδάσει λίγο, το καημενάκι. Θέλετε να μου πεθάνει από μελαγχολία;" Μόλις έρχεται κόσμος τα φωνάζουν: "Έλα δω, γιόκα μου. Δέστε κυρία Λουκρητία το χρυσό μου, δεν είναι χάρμα; Εάν ξέρατε τι έξυπνο που είναι! Τραγούδα μας το τραγουδάκι εκείνο/ απάγγειλέ μας εκείνη την ωραία σκηνή του Τρουφαλντίνου. Όχι να το παινευτώ, αλλά τα ξέρει όλα: χορεύει, παίζει χαρτιά, ταιριάζει σονέτα / έχει και φιλεναδούλα, ξέρετε, λέει πως θέλει να την παντρευτεί. Είναι λίγο άταχτος, αλλά τι να γίνει, υπομονή, παιδάκι είναι ακόμα, Θα βάλει μυαλό. Χρυαουλάκι μου! Έλα δω, ζωή μου, δώσε ένα φιλάκι στην κυρά Λουκρητία..." Αίσχος, αίσχος, ντροπή τους! Γυναίκες άμυαλες.
ΣΙΜΟΝ: Και τι δε θα 'δινα να 'τανε εδώ και να σ' ακούγανε δυο τρεις γυναίκες που γνωρίζω.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Που να μην έσωναν! Θα μου βγάζανε τα μάτια.
ΣΙΜΟΝ: Πολύ το φοβάμαι. Λοιπόν για πές μου, το 'καμες το συμβόλαιο με τον κυρ-Μαουρίτσιο;
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Έλα στο γραφείο μου και θα σ' τα διηγηθώ όλα.
ΣΙΜΟΝ: Η γυναίκα μου θα είναι μέσα μαζί με τη δικιά σου.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Σε πειράζει;
ΣΙΜΟΝ: Δεν φαντάζομαι να είναι και κανένας άλλος.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Στο σπίτι το δικό μου κανείς δεν έρχεται χωρίς να το ξέρω εγώ.
ΣΙΜΟΝ: Πού να'ξερες Στο σπίτι μου σήμερα το πρωί... αρκεί ας μη συνεχίσω.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Όχι πες μου... τι συνέβηκε;
ΣΙΜΟΝ: Πάμε πάμε. Θα σου πω. Γυναίκες , γυναίκες και πάλι γυναίκες.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Γυναίκα, για να μιλήσουμε επί της ουσίας δηλαδή, ίσον καταδίκη.
ΣΙΜΟΝ, γελάει και αγκαλιάζει το Λουνάρντο: Εύγε άρχοντά μου!
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Ωστόσο η αλήθεια να λέγεται, όχι ότι δεν μ' αρέσουνε.
ΣΙΜΟΝ: Αληθινά, κι εγώ δε θα 'λεγα...
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Αλλά μέσα στο σπίτι.
ΣΙΜΟΝ: Και μονάχοι μας.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και με τις πόρτες κλειδαμπαρωμένες.
ΣΙΜΟΝ: Και με τα μπαλκόνια καρφωμένα.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και με σκυμμένο το κεφάλι.
ΣΙΜΟΝ: Και να κάνουν το δικό μας.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και όποιοι είναι άντρες, έτσι χρειάζεται να κάνουν. (Βγαίνει)
ΣΙΜΟΝ: Και όποιοι δεν κάνουν έτσι, δεν είναι άντρες (Βγαίνει)
*: Μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο ιταλό συγγραφέα και στον Λευτέρη Βογιατζή που σκηνοθέτησε τους "Αγροίκους" έξοχα το 1983 στη "Νέα Σκηνή" της Οδού Κυκλάδων και έπαιξε το ρόλο του Λουνάρντο αλησμόνητα, όπως κι ο Γιώργος Κέντρος τον Σιμόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου