Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

"e-mail στο νησί" από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο (www.lifo.gr, 27/6/2012)


............................................................

www.lifo, 27.6.2012

e-mail στο νησί

Από έναν κάτοικο της πόλης, ψιλογονατισμένο. 

του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου

e-mail στο νησί


Φίλε μου, πώς πάει; Καιρό έχω να σου μιλήσω. Κολυμπάω κάθε μέρα σ’ ένα λευκό ζελέ, κάθε κίνηση αργή σαν σε εφιάλτη. Ζω σε μια πόλη ακυβέρνητη, οι άνθρωποι στέκονται στα φανάρια σαν ζόμπι, το μόνο που τους σώζει είναι τα σορτσάκια τους: η σάρκα, καμένη και σέξι, μου υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει μόνο άγχος και παραίτηση. Αργά το βράδυ ίσως αυτοί οι άνθρωποι ζουν λίγο παραπάνω, χαϊδεύονται, κάνουν έρωτα.
Δεν έχω ζήσει σε πιο παρακμιακή πόλη. Οι τριτοκοσμικές που μου αρέσουν δεν έχουν, παραδοσιακά, αυτήν τη διάλυση. Βράζουν, είναι συμφιλιωμένες με τη φτώχια τους, η εξίσωσή τους είναι απλή και απαράλλαχτη. Εδώ, η άλγεβρα έγινε πολύπλοκη. Γίναμε όλοι εξπέρ στους οικονομικούς όρους. Το κατασκεύασμα έπεσε βαρύ πάνω στην εύθραυστη καθημερινότητα και την έχει κάνει συντρίμμια. Μέχρι να κατέβω από το σπίτι μου (τον τελευταίο θύλακα γαλήνης που μου έχει απομείνει) στο γραφείο, έχω γίνει κουρέλι. Κλειστά μαγαζιά, δεκάδες ζητιάνοι, άνθρωποι που υπνοβατούν και παραμιλάνε, επιθετικότητα ποταμηδόν.
Έφυγα από το νησί μας εν μέρει για να κρυφτώ κι εν μέρει για να φανώ στη μεγάλη πόλη. Μου άρεσε η δουλειά μου, η δράση της, η λόξα της. Μου άρεσε η μανούρα της, το χάσιμο στις συνοικίες, οι περιπέτειες στα μπαρ, η έξαψη των νέων γνωριμιών. Υπήρχε κάτι ανεξάντλητο. Η βία με την οποία χτυπάει η καρδιά, το μπιτ, ο χτύπος, ο ρυθμός του ποταμιού που χύνεται στην Πανεπιστημίου. Εδώ ζήσαμε! Ήταν μια πόλη ανομολόγητα ελευθεριάζουσα, κρυφά παράφορη, όπου όλα ήταν πιθανά, κι όλα μ’ ένα απαλό σπρώξιμο πήγαιναν παρακάτω.
Τώρα, όλα κωλώσανε. Μαράθηκαν. Και ένα πρωτόγνωρο μίσος πήρε μορφή: για τους ξένους, για τους δίπλα, για τους πάνω, για τους κάτω. Τρώγονται όλοι με τα ρούχα τους. Και, φυσικά, το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι. Το πολιτικό σύστημα αρρώστησε θανάσιμα και μας τραβάει στον τάφο του -μαζί του.
Δεν νοσταλγώ σχεδόν ποτέ, τίποτα. Αλλά τώρα που σε σκέφτομαι, ζηλεύω. Πιθανόν πήρες αυτό το e-mail κάτω από την καρυδιά. Ή στο πηγάδι, με τις μουριές: μια άσπρη, μια μαύρη. Χαμογελάς και η δροσιά σού δίνει φως (συμβαίνει!). Ήσουν το ούφο της παρέας - που παράτησε τη σχολή, έκανε οικογένεια στο χωριό, άρχισε να δουλεύει με τη γη. Εγώ διαπορούσα: πώς και δεν σε τρέλαινε η έλλειψη δημιουργίας, η έλλειψη επικοινωνίας με το δαιμόνιον της πόλεως.
Βέβαια, κάθε φορά που κατέβαινα στο νησί, επέστρεφα αταβιστικά σε μια αλήθεια αδιατάρακτη. Σε λίγη ώρα γινόμουν άλλος άνθρωπος, πιο απλός, πιο ολιγαρκής, πιο ήσυχος. Το χώμα, η ίριδα που γίνεται ο αφρός στα κύματα καθώς εξαερώνεται στην άχνα του Αυγούστου, οι γριές στη γειτονιά μου, το ζυμωτό ψωμί, η κελαηδιστή γλώσσα μας, ο σουρεαλισμός της σκέψης μας, ο κισσός που σκέπασε το χάλασμα της Αναφωνήτρας, ο αδερφός μου, εσύ - με ταπεινώνανε με την ευγενέστερη έννοια, κοινώς με φέρνανε στα ίσα μου και όλα ήταν εύκολα ξανά.
Αλλά δεν γύρναγα. Είχα επιλέξει τη δράση και την πόλη. Την ωραία, γυάλινη μοναξιά της, πάνω στην οποία θέλησα κι εγώ να αφήσω τη δημιουργική μου κουτσουλιά. Έφτιαξα φίλους, δεσμούς, έξεις, σπίτια. Γέμισα ψυγεία και τα άδειασα. Έφαγα και ήπια. Αισθηματοποίησα το περιβάλλον μου - την πράσινη κουρτίνα στο υπνοδωμάτιο που πάει πίσω μπρος στο αεράκι του αποπνικτικού καταμεσήμερου, τα πουλιά που με ξυπνάνε στον κυανό ακάλυπτο κάθε αυγή, θροΐσματα, τη στάλα του καφέ, την ουρά της γάτας στον αστράγαλο. Τέτοια πράγματα. Κι επίσης, το θέατρο σκιών της πιάτσας μου, την ψευτοδράση του ανταγωνισμού, τους στόχους και τις νίκες, την ηδονή της επιβίωσης, τα νέα πράγματα, τα νέα κοσκινάκια, το μπίρι-μπίρι της δημοσιογραφίας, κάποιες ωραίες μορφές, κάποια ωραία έργα τέχνης.
Μα, τι παράξενο! Πάντα οι δικές σου εικόνες με ξεπερνάνε. Η δική σου ακίνητη πραγματικότητα. Τα ίδια χωράφια, οι ίδιες ντίσκο, τα ίδια βράχια, τα ίδια μακροβούτια - όπως τότε που νομίζαμε ότι ζούμε μέσα στο «Tennessee» των Αrrested Development. Είναι σαν όλα όσα έζησα εδώ να μην αξίζουν τίποτα - ιδωμένα κάτω από το φως της τελικής κατάρρευσης αυτής της πόλης. Πράγμα άδικο: γιατί κάθε ζωή έχει ένα είδος χάρης - είναι δώρο από το πουθενά.
Όχι, δεν έχω κατάθλιψη, ούτε ακριβώς άγχος. Αντίθετα, οι ραγδαίες αλλαγές μου έχουν εξάψει την περιέργεια, μου έχουν ανοίξει το «λιμασμένο μάτι». Παρακολουθώ φερμάροντας όσο πιο πολλά μπορώ, τους νέους φασίστες, τους νέους ρατσισμούς, τις άπειρες παρενδυσίες του νέου μίσους. Θέλω να δω πού πάει αυτή η πόλη, αυτή η αρρώστια, αυτές οι ιστορικές στιγμές που ζω υπόκωφα, σχεδόν νωθρά. Θέλω να δω πού θα εκβάλει τόση ματαίωση και να ‘μαι έτοιμος, ποια μεριά θα πάρω.
Σε σκέφτομαι, όμως, σαν έναν παλιό φίλο που δεν έζησε το σκαμπανέβασμα των εθνικών φιλοδοξιών κι έμεινε καθαρός στα ωραία μετόπισθεν, τώρα που εμείς, οι γονατισμένοι του άστεως, ετοιμαζόμαστε για την τελική μάχη: τη μάχη των ενστίκτων.
Να ‘σαι καλά. Κράτα το φως όσο εμείς χανόμαστε, φτιάξε καλό κρασί, καλό ψωμί, μάθε στο πιτσιρίκι σου τον Μότσαρτ, φύτεψε κι άλλα δέντρα, πες γεια σε όσους επέζησαν, κολύμπα στα σμαράγδινα νερά της δυτικής πλευράς. Είναι μια κάποια παρηγοριά ότι υπάρχεις.
Όσο για μας, δεν μου αρέσει ούτε η κλάψα, ούτε η ήττα. Θα κοιμηθούμε όπως στρώσαμε. Θα σκυλιάσουμε. Θα επιτεθούμε. 
Κάποια στιγμή, θα ξημερώσει.
Ο φίλος σου

Δεν υπάρχουν σχόλια: