Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

"Τα χαιρετίσματα" ένα διήγημα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου (1867-`1906)


............................................................

             Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου 
                         (1867-1906)









                       Τα χαιρετίσματα


    Μας έφεραν μια υπηρέτρια Μυτιληνιά· ήτο Πλωμαρίτισσα από το Καμένο Χωριό.
    Όταν έβλεπε από το παράθυρο καράβια να περνούν, πολλές φορές άφηνε τη δουλειά της και έτρεχε στο παράθυρο που έβλεπε τη θάλασσα και κουνούσε το μαντίλι της· πότε έκλαιε και πότε γελούσε. Τότε η θεία μου την εμάλωνε κι εκείνη τραγουδούσε δίστιχα παραπονετικά.
    Εγώ ήμουν ο γραμματικός της. Της έγραφα τα γράμματα και διάβαζα εκείνα που ήρχονταν. Δυο τρία δίστιχα βαμμένα με φαρμάκι της ξενιτιάς και κατόπι τα χαιρετίσματα δύο σελίδες από όλες και όλους, με ονόματα και επίθετα.
    Πολλές φορές μου φαίνονταν αυτό ανυπόφορο μαρτύριο κι έγραφα τα μισά. Δεν ήξευρα ότι κι αυτό ήταν απάτη και ότι μπορούσε να έχει μια τέτοια παράλειψις κανένα κακό αποτέλεσμα. Αλλά ήλθε στιγμή να καταλάβω το σφάλμα μου και πικρά να μετανοήσω.
    Ο θείος μου, καραβοκύρης γνωστός σ’ όλα τα ωραία λιμάνια της Μυτιλήνης, με παρέλαβε το καλοκαίρι να θαυμάσω κι εγώ τα Μοσκονήσια που καθρεπτίζουν τις ελιές στη θάλασσα, τις Κυδωνιές με τον ολοζώντανο ελληνισμό τους και τα μαγικά της Μυτιλήνης περιγιάλια, με τον εργατικό της λαό.
    Η Αμερσούδα (έτσι την έλεγαν την υπηρέτρια) με παρεκάλεσε να της κάμω μια γραφή.
    Μα η ευλογημένη αράδιασε τόσα ονόματα και τόσο βιαστική ήμουν εγώ, ώστε τώρα δεν έγραψα κανένα από τα χαιρετίσματα και μόνον όταν την είδα να φιλεί το γράμμα και να μου λέγει: «να πεις της μανούλας μου πως εδώ το φίλησα· να, σωστά απάνω στα χαιρετίσματα», μετάνιωσα λιγάκι, αλλά έκρυψα το γράμμα, ενώ εκείνη μ’ έλεγε: «Κωσταντέλα, να πας την Κυριακή στον Πλάτανο της Μέραινας να δεις πώς κουνιούνται στην κούνια και τραγουδούνε τα κορίτσια, να πας και στην Παναγιά την Αγιασώτισσα να δεις μορφιά!»

    Έκαμα το πρώτο μου ταξίδι με θαυμάσιο καιρό κι εγνώρισα τα μαγικά ακρογιάλια, μα δε θα περιγράψω το ταξίδι μου· μόνον όταν εφτάσαμε στο Πλωμάρι, εγώ πήρα άδεια από το θείο μου κι ανέβηκα με μουλάρι στο Καμένο Χωριό. Ελιές και πεύκα γλυκοφιλιούνταν κι εσκίαζαν τον περιποιημένο δρόμο που ενώνει τον ποταμό με το Καμένο Χωριό. Βρύσες μαρμαρένιες στο δρόμο με επιγραφή – δεν την έχω τώρα πρόχειρη – «δροσίσου, ξένε, και προσευχήσου διά την ψυχή του δείνα, που έκαμε τη βρύση».
    Ο αγωγιάτης ήξερε την οικογένεια της Αμερσούδας:
    - Καλοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι. Το κορίτσι ξενιτεύθηκε, για να ξεχρεωθούνε και να τελειώσει το σπίτι της, γιατί εδώ πρέπει κάθε κορίτσι να έχει στο σπίτι του και όλο το νοικοκυριό του, ακόμα και τα μαλλίτικα σκεπάσματα για τα μοσχάρια· χωρίς αυτά δεν παντρεύεται.
    Εφθάσαμε στο σπίτι της Αμερσούδας. Η μητέρα της, ωραία ακόμα, μας εδέχθη στο δώμα της μ’ αγάπη και συγκίνηση. Μας επρόσφερεν οπωρικά και ρακή. Κατόπιν άρχισε τας ερωτήσεις για την Αμερσούδα.
    - Τράνεψε; Θυμάται; Την αγαπούμε.
    Έδειξε το γράμμα και μαζεύτηκαν γύρω στον αργαλειό, που ύφαιναν ένα ψηφωτό πολύχρωμο, όλοι οι συγγενείς. Ήρθε κι η γιαγιά με το δεκανίκι της.
    Τότε η Μαργέλα, συγγενικό κορίτσι, διάβασε το γράμμα και τα στιχάκια. Μα όταν η γριά, που την κατέτρωγε με τα θαμπά της μάτια, δεν ήκουσε τ’ όνομά της στα χαιρετίσματα, έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στο μαύρο μαντίλι του κεφαλιού της κι έκλαιγε πικρά. Κι η νουνά της, μια θεόρατη γυναίκα, πικράθηκε κι εκείνη και δεν το κράτησε, μόνο είπε: «ε, στην ξενιτιά ξεχνούνε και το χωριό και το συγγενή και το φίλο». Δύο χοντρά δάκρυα έβρεξαν το χοντρό πρόσωπο της νουνάς και γύρισα και είδα γύρω μου πικραμένα πρόσωπα και μια σιωπηλή κατάρα για την ξενιτιά φτερούγιζε τριγύρω μου.
    Η γριά άρχισε τότε να τραγουδεί παραπονετικά· γιατί εδώ στην πατρίδα της Σαπφούς και του Αλκαίου τραγουδούν τη χαρά και τη λύπη τους.
    Η συνείδησις μ’ έτυπτε. Πού να φαντασθώ πως τα δύο εκείνα φύλλα τα χαιρετίσματα, που παρέλειψα, θα ζωντανέψουν εκεί αντίκρυ μου σε δυο ανθρωποσειρές να με βλέπουν παραπονετικά! Εδάκρυσα, θυμήθηκα το φίλημα που έδωκε η Αμερσούδα στ’ άγραφα χαιρετίσματα επάνω και είπα:
    - Το καράβι έφευγε και δεν πρόφθασα να γράψω τα χαιρετίσματα για όλους σας, που με παρακαλούσε να γράψω η Αμερσούδα. Μα δε ξεχνά εκείνη κανένα· όλους σας θυμάται πάντα.
    Η γριά άνοιξε το κατάμαυρο μαντίλι της και φάνηκε γελαστό τώρα το πρόσωπό της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: