Tου Hλια Mαγκλινη
Το 1968 η Γερμανοεβραία φιλόσοφος
Χάνα Αρεντ συνέγραψε ένα δοκίμιο
με αφορμή τη φοιτητική
εξέγερση στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Τίτλος του,
«Περί βίας» (εισαγωγή -
μετάφραση της Βάνας Νικολαΐδου-
Κυριανίδου, εκδ.
Αλεξάνδρεια). Σε αυτό,
η Αρεντ ανέτρεξε στα συμβάντα εκείνης
της εποχής,
«ρίχνοντας το βάρος στις
αντιλήψεις και τους τρόπους δράσης που
υιοθετεί η Νέα Αριστερά. Η τελευταία,
οδηγώντας στα άκρα τη φιλοσοφική
και ιστορική παράδοση στην οποία ανήκει,
καταλήγει στην αποθέωση της
βίας
και της αναγκαιότητας χρήσης της»
(Β. Νικολαΐδου-Κυριανίδου).
Η
Αρεντ εξετάζει το ζήτημα της έξαρσης
της βίας εκείνη την εποχή και υπό
το
πρίσμα της σκέψης του πρόωρα χαμένου
Φρανς Φανόν, συγγραφέα του «Της
γης
οι κολασμένοι» (1961), όπου και σχετικό
κεφάλαιο περί βίας, το οποίο
διαβάστηκε
πολύ από τη νέα γενιά της δεκαετίας του
’60. Σε αυτό, ο
Φανόν, μάχιμος ο ίδιος
στις τάξεις των Αλγερινών κατά των Γάλλων,
εξέφρασε την άποψη ότι η βία ήταν
επιβεβλημένη για τους λαούς που
επιθυμούν να απαλλαγούν από τους
αποικιοκράτες.
«Η νέα
αναμφισβήτητη εξύμνηση της
βίας από το φοιτητικό κίνημα», γράφει η
Αρεντ,
«έχει μια περίεργη ιδιαιτερότητα. Ενώ η ρητορική
των νέων
αγωνιστών είναι σαφώς εμπνευσμένη
από τον Φανόν, τα θεωρητικά τους
επιχειρήματα συνήθως δεν περιέχουν
παρά ένα συνονθύλευμα κάθε είδους
μαρξιστικών υπολειμμάτων. Αυτό φέρνει
πράγματι σε μεγάλη αμηχανία
οποιονδήποτε
έχει ποτέ διαβάσει Μαρξ ή Ενγκελς».
Γιατί άραγε; Διότι
«χωρίς αμφιβολία, ο
Μαρξ είχε επίγνωση του ρόλου της βίας
στην Ιστορία,
αλλά γι’ αυτόν τούτος
ο ρόλος ήταν δευτερεύων· δεν ήταν η βία
που
επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας,
αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της.
Τα ξεσπάσματα βίας προηγούνταν της ανάδυσης
μιας νέας κοινωνίας, αλλά
δεν την προκαλούσαν».
Για τον Σαρτρ πάλι, χάρη στον οποίο
διαδόθηκε
τόσο το βιβλίο του Φανόν, «η ασυγκράτητη βία...
είναι ο
άνθρωπος που αναδημιουργεί τον εαυτό
του», ενώ μέσω της «μανιασμένης
παραφοράς “οι κολασμένοι της γης” μπορούν
να γίνουν άνθρωποι». Οπως
σημειώνει η Αρεντ,
η ιδέα του ανθρώπου που δημιουργεί τον εαυτό του
έχει
ρίζες στη σκέψη του Χέγκελ και του
Μαρξ, αποτελώντας «την ίδια τη βάση
όλου του αριστερού ουμανισμού». Πού κολλάει
όμως ο οποιοσδήποτε
ουμανισμός με τη βία;
Μα για τον Χέγκελ, «ο άνθρωπος παράγει/εμ-
φανίζει
τον εαυτό του μέσω της σκέψης»,
ενώ για τον Μαρξ «ήταν η εργασία, η
ανθρώ-
πινη μορφή μεταβολισμού με τη φύση, που
εκπλήρωνε αυτή τη
λειτουργία». Για την
Αρεντ είναι σαφές: «Ενα χάσμα χωρίζει
τις
ουσιαστικά ειρηνικές δραστηριότητες της
σκέψης και της εργασίας από όλες
τις πράξεις
βίας. “Οταν σκοτώνεις έναν Ευρωπαίο,
σκοτώνεις μ’ ένα
σμπάρο δυο τρυγόνια...
απομένουν ένας νεκρός και ένας ελεύθερος
άνθρωπος”, λέει ο Σαρτρ στον πρόλογό του
(σ.σ. στην έκδοση του βιβλίου
του Φανόν).
Αυτή είναι μια φράση που ο Μαρξ ποτέ δεν
θα μπορούσε να είχε
γράψει».
Ολες αυτές οι δάνειες, κατά κύριο
λόγο, σκέψεις
προέκυψαν φυσικά μετά τα
πρόσφατα, νέα κρούσματα βίας που σημειώθηκαν
επί της οθόνης, αλλά κυρίως εκτός.
Πολύ πριν έρθει η κρίση, στη χώρα μας
επικρατούσε μια εξωφρενική ανοχή
απέναντι στη βία, που σε πολλές
περιπτώσεις μετατρεπόταν σε υπόγεια
υποστήριξή της - όταν είχε
αριστερό
ή/και αντιεξουσιαστικό
χρώμα. Για να μιλήσουμε με την
ονοματολογία που
ίσως χρησιμοποιούσε
και η μεγάλη Αρεντ, η μεταπολιτευτική
Αριστερά
δείχνει περισσότερο
γοητευμένη από τις αρλούμπες του
Σαρτρ παρά από τον
νηφάλιο, στοχα-
στικό, διεισδυτικό, ουσιαστικά ουμανι-
στικό λόγο ενός Καμί.
Η Βάνα Νικολαΐδου
-Κυριανίδου έθεσε με ακρίβεια το σκεπτι-
κό της Αρεντ:
«Οσο η βία συνιστά
ένα τρομακτικά ανεξέλεγκτο μέσον
στο πεδίο των
διεθνών σχέσεων τόσο
εμφανίζεται ως ένα εξαιρετικά
γοητευτικό και
αποτελεσματικό μέσον
στο πεδίο των εσωτερικών υποθέσεων
και κυρίως στο
θέμα της επανάστασης».
Φρίττουμε με τα πτώματα της Συρίας
φυσικά, αλλά
(ορισμένοι εξ ημών) δεν
οργιζόμαστε και τόσο όταν καίγονται
τρεις
άνθρωποι μέσα σε μια τράπεζα.
Η υποκρισία δεν έχει χρώμα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου