.............................................................
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944)
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944)
· «Ο ταγματάρχης»
διήγημα του Ναπολέοντα
Λαπαθιώτη από τη συλλογή «Ο
Μυστηριώδης Φίλος και άλλες ιστορίες» (επιμ.
Ν. Σαραντάκος, εκδ. ΕΡΑΤΩ, 2013)
Δε
θα ξεχάσω ποτέ το θριαμβευτικό ύφος, με το οποίον
είχε κάνει την εμφάνισή του, εκείνη τη βραδιά, με το κοκκινωπό του το μουστάκι,
με τα μικρά και πονηρά του μάτια, που θύμιζαν πειραχτικά ζωύφια, αλύγιστος,
βαρύς και κορδωμένος, καθώς βροντούσε τα σπιρούνια του στο πάτωμα, και
χαιρετούσε μόλις, με μια κίνηση απλή του κεφαλιού, τον κόσμο που ήταν
συναγμένος μέσ’ τη σάλα. Θα ‘λεγε κανένας πως βάδιζε επί κεφαλής στρατού, μια
μέρα παρελάσεως – ή ότι γύριζε από μια μάχη, που την είχε με τα ίδια του τα
χέρια κερδισμένη… Δεν ξέρω τι ύφος ακριβώς έμπαινε ο Ναπολέων στις δεξιώσεις
του Κεραμικού – αλλά δεν πιστεύω να ήταν και πολύ διαφορετικό απ’ το ύφος του
κυρίου ταγματάρχη, καθώς μπήκε τη βραδιά εκείνη, επίσημος και φρεσκοξυρισμένος,
με τις γυαλιστερές του μαύρες μπότες, σαν ένας θρυλικός κατακτητής!
Έβλεπα
τις κυρίες που τον κοίταζαν, κι ένιωθα, απ’ τ’ ανεβοκατεβάσματα του στήθους
των, τα αισθήματα που τις πλημμυρούσαν. Τα αισθήματα αυτά ήταν ανάμικτα φόβου
και θαυμασμού. Όπως όλοι οι βάναυσοι και ρωμαλέοι άνθρωποι, φαίνεται ν’ ασκούσε
μεγάλη γοητεία στις γυναίκες…
Ένιωθα όμως, επίσης, ότι κι οι άντρες ήταν
κάπως στενοχωρημένοι απ’ την παρουσία του, σα να τους απειλούσε κάποιος
κίνδυνος, που δε μπορούσαν ακριβώς να καταλάβουν.
Εγώ έτυχε να στέκομαι λίγο παράμερα, κοντά
στην πόρτα που οδηγούσε προς το σαλονάκι, κι έτσι απέφυγα να κάμω την προσωπική
του γνωριμία. Αυτό, άλλωστε, δεν το πρόσεξε κανένας, και επιπλέον, δεν ήμουν
καθόλου δυσαρεστημένος. Το άτομο του κυρίου ταγματάρχη δε ενέπνεε καμιά
εμπιστοσύνη. Με την ιδιαίτερη εκείνη όσφρηση που έχω, ένιωθα απ’ όλη εκείνη την
υποβλητική εμφάνισή του, τον τιποτένιο και κοινό παλιανθρωπάκο. Κι αυτό το
προαίσθημά μου δε διεψεύσθη αργότερα απ’ τα γεγονότα.
Παρακολουθούσα τη σκηνή, μ’ ένα χαμόγελο –
αν όχι ακριβώς στα χείλη, αλλά μέσ’ τα βάθη της ψυχής.
Ο κύριος ταγματάρχης επρόκειτο, την άλλη μέρα, να φύγει για το
μέτωπο – κι εκείνη η συγκέντρωση είχε οργανωθεί προς
τιμήν του, από ένα συγγενή – έναν ανώτερον υπάλληλο του υπουργείου Οικονομικών
– που τον θεωρούσε το καύχημα της οικογενείας του, όπως συμβαίνει μ’ όλους τους
μικροαστούς, που δεν έχουν ατομική προσωπικότητα, και ζουν γύρω στη φήμη των
άλλων. Ο συγγενής αυτός έτυχε να είναι γνωστός μου και με είχε καλέσει και
μένα.
Η αλήθεια είναι πως ο ταγματάρχης είχε λάβει
μέρος σε αρκετές επιχειρήσεις, και είχε δείξει, από στρατιωτικής απόψεως,
αρκετά καλή διαγωγή. Αυτή, όμως, η υπόθεση δε μ’ ενδιέφερε καθόλου. Εμένα δε μ’
ενδιαφέρει τι κάνουν οι άνθρωποι – αλλά τι είναι πραγματικά. Γι’ αυτό δε
μπορούσα να συμμερισθώ το γενικό θαυμασμό προς αυτό το υποκείμενο. Κι αν
απέφυγα να σχετιστώ μαζί του, αυτό συνέβη, πρώτα επειδή δεν είχα καμιά επιθυμία
– και δεύτερον, για να μπορέσω να τον παρακολουθήσω, αθέατος και με την ησυχία
μου – και να τον παρακολουθήσω πιο καλά.
Όταν καθίσαμε στο τραπέζι να φάμε, εκείνος
πήρε, φυσικά, την τιμητική θέση. Δεξιά κι αριστερά, του είχαν τοποθετήσει δυο
κυρίες, προφανώς της αρεσκείας του. Έδειχνε να τους έλεγε αστεία – επειδή, κάθε
λίγο και λιγάκι, τον έβλεπα να χαϊδεύει φιλάρεσκα το μούσι του.
Έπειτα, όμως, απ’ το τέταρτο ποτήρι της
σαμπάνιας, φαίνεται να ήρθε κάπως στο κέφι. Τα μικροσκοπικά του μάτια, με τις
τσέπες από κάτω, έγιναν πιο θολά και κόκκινα, και οι σφιγμένες στην αρχή
κινήσεις του χαλάρωσαν, και πήραν κάποιο τόνο φυσικότερο.
Ήρθε τότε, μαζί με τα φρούτα, η ώρα των
διηγήσεων. Οι κυρίες τον παρακαλούσαν, με λιγωμένες ικεσίες στη φωνή, να μας
πει κάτι απ’ τις πολεμικές του αναμνήσεις.
Εκείνος, στην αρχή, μασούσε τα λόγια του. Αν
και ήταν σε αρκετή διάθεση, και παρ’ όλη τη στενή του την αντίληψη, καταλάβαινε
πως αν αποφάσιζε να πει κάτι, αυτό το κάτι θα βρισκόταν σε τόση δυσαρμονία με
το περιβάλλον, ώστε θα καταντούσε κάπως άτοπο. Όλες οι αναμνήσεις του διατηρούσαν
ένα χαρακτήρα τραχύ και αποκρουστικό, που δε θα ταίριαζε καθόλου σε κυρίες.
Τόσο ήξερε το γυναικείο φύλο…
Στο τέλος όμως, συνεργούντος και του κρασιού
που είχε πιει, αποφάσισε να λύσει τη σιωπή, και να μας διηγηθεί το επεισόδιο
εκείνο που του συνέβη όταν ήταν ακόμα λοχαγός, και που υπήρξε αφορμή της
παρασημοφορίας του, και του τελευταίου προβιβασμού του επ’ ανδραγαθία.
(Απλοποιώ τις εκφράσεις, επειδή η αφήγηση του κυρίου ταγματάρχη έγινε, καθώς
ήταν επόμενο, απ’ αρχής μέχρι τέλους, σε μια αφόρητη πομπώδη καθαρεύουσα):
Η αναγγελία της ανακωχής, άρχισε να διηγείται, μας είχε έρθει απ’
τις τέσσερες τ’ απόγεμα. Ένας έφιππος μού
είχε φέρει, εμπιστευτικά, τη διαταγή του σώματος, να παύσουν αμέσως οι
εχθροπραξίες, σ’ όλη την έκταση του μετώπου, και να υψωθεί η λευκή σημαία.
Έτυχε, τότε, να είναι η πιο κρίσιμη φάσις του αγώνος. Επρόκειτο να καταληφθεί
το τελευταίο ύψωμα, όπου είχε καταφύγει ένα τμήμα εχθρικού στρατού, που είχε
αποκοπεί από το κύριό του σώμα, έπειτ’ από την οπισθοχώρηση. Ο εχθρός ήταν
κυκλωμένος απ’ όλες τις μεριές, τα πυρομαχικά του είχαν εξαντληθεί. Παρ’ όλα τα
πλεονεκτήματα της θέσεώς του – το ύψωμα που είχε καταφύγει, εδέσποζε όλης της
τοποθεσίας, γύρω – είχαμε κατορθώσει να του αποκόψουμε τον ανεφοδιασμό του, και
περιμέναμε, από μέρα σε μέρα, να μας παραδοθεί. Η είδηση της ανακωχής ερχόταν
την πλέον ακατάλληλη στιγμή! Η κατάληψη εκείνου του υψώματος, για το οποίον
πολεμούσαμε μια βδομάδα συνεχώς, είχε γίνει ζήτημα φιλοτιμίας, όχι μόνο για
μένα, αλλά και για όλους τους αξιωματικούς του τάγματος (εκτελούσα χρέη
ταγματάρχου, επειδή ο ταγματάρχης είχε πληγωθεί δυο μέρες πιο μπροστά). Δεν
έπρεπε ν’ αφήσουμε την ευκαιρία να χαθεί. Τότε μού ήρθε η ιδέα να κρύψω την
είδηση. Κάλεσα μόνο τους αξιωματικούς του τάγματος, και τους ανεκοίνωσα το
σχέδιό μου. Το σχέδιό μου ήταν να κάνουμε ότι δε λάβαμε εγκαίρως τη διαταγή –
ότι ο έφιππος είχε χάσει το δρόμο, και δεν κατόρθωσε να μας συναντήσει μέχρι τα
χαράματα. Και τα χαράματα, θα επιχειρούσαμε μια γενική έφοδο, και θα
καταλαμβάναμε το ύψωμα, δίχως τη βοήθεια των άλλων. Η έφοδος αυτή θα μας
στοίχιζε, βέβαια, μερικές θυσίες ακόμα – αλλά τι σημασία μπορούσαν να έχουν οι
θυσίες αυτές, απέναντι στο ηρωικό αυτό πραξικόπημα, που ικανοποιούσε τις
φιλοδοξίες όλων μας – σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί έμειναν αμέσως σύμφωνοι. Ένας
κοντούλης, όμως, ανθυπολοχαγός, ένα παλιοτόμαρο, έφερε αντιρρήσεις. Ήταν ένας
τιποτένιος, ένας έφεδρος, μια γυναίκα, που δάκρυζε από λύπη, όταν έβλεπε τους
σκοτωμένους… Δεν άξιζε δεκάρα! Είχε καταφύγει στο τάγμα μου προ δύο ημερών,
επειδή ο δικός του λόχος είχε διασκορπιστεί. Ποιος ξέρει σε ποια βράχια να
ήτανε κρυμμένος, απ’ το φόβο του… Και είχε το θράσος να θελήσει ν’ αντισταθεί
στο σχέδιό μου: Είχε την αναίδεια να μου πει: «Δεν βρίσκετε, ότι αυτή η
παραπανίσια, η περιττή ανθρωποθυσία αποτελεί ένα καθαρό έγκλημα;…» Ακούς εκεί,
το κτήνος! Τον ενδιέφερε η ανθρωποθυσία! Μου ερχόταν, εκείνη τη στιγμή, να του
τινάξω, ο ίδιος, τα μυαλά στον αέρα!... Η επιμονή του μπορούσε να μου
δημιουργήσει αργότερα φασαρίες. Ήταν ικανός να καταγγείλει στο σώμα την αντιπειθαρχική
εκείνη ενέργεια, και να με μπλέξει μαζί του. Σας είπα και παραπάνω, ότι η
κατάληψη εκείνου του υψώματος αποτελούσε ζήτημα φιλοτιμίας για το τάγμα. Αν ο
πόλεμος εξακολουθούσε, δεν είχαμε ανάγκη να κάνουμε καμιά έκτακτη ενέργεια. Δεν
είχαμε παρά να περιμένουμε, δυο τρεις μέρες το πολύ, και ο εχθρός θα έπεφτε
μονάχος του στα χέρια μας. Τώρα όμως, με τη σύναψη της ανακωχής, τα πράματα
άλλαζαν. Ο εχθρός, έτσι καθώς ήταν απομονωμένος, δεν μπορούσε να μάθει την
είδηση της ανακωχής, παρά μόνον από μας. Κι επί πλέον, έτσι, θα μας γλίτωνε…
Έπρεπε, ως το άλλο μεσημέρι, το ύψωμα να πέσει – επειδή, το μεσημέρι, δε θα
μπορούσαμε πλέον να υποκριθούμε ότι αγνοούσαμε την είδηση της συνάψεως της
ανακωχής. Έπρεπε, τα χαράματα, να επιχειρήσουμε μια γενική έφοδο, και να το
κερδίσουμε, στήθος με στήθος, με τη λόγχη!... Εξωφρενών απ’ την αντίσταση του
ανθυπολοχαγού, είχα, ξαφνικά, μιαν έμπνευση: Έκαμα ότι δέχομαι την άποψή του,
ότι κρίνω και γω ότι αυτή η ανθρωποθυσία είναι περιττή, και ότι, μόλις
ξημέρωνε, θα ύψωνα λευκή σημαία. Είχε το θράσος ακόμα να μου πει: «Γιατί δεν
την υψώνετε από τώρα; Σ’ όλο το μέτωπο, ασφαλώς, την έχουν υψωμένη…». Το
εξήγησα ότι είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει, και ότι ο εχθρός δεν θα μπορούσε
να τη διακρίνει, δεν υπήρχε, άλλωστε, καμιά βία, ούτε επρόκειτο να γίνει καμιά
άλλη επιχείρηση, τη νύχτα. Τον παρακάλεσα μόνο, να μην ανακοινώσει τίποτε σε
κανένα – επειδή η αναγγελία της ανακωχής στους άνδρες έπρεπε να γίνει από με
τον ίδιον, και θα γινόταν, ασφαλώς, μόλις ξημέρωνε. Φαίνεται ότι τα λόγια μου
ήταν πειστικά, και τον ησύχασαν.
Είχα σκεφθεί, τη νύχτα, να τον ξεκάνω.
Δε μπορούσα να το κάνω έτσι φανερά, μπροστά στους άνδρες, επειδή αυτό θα
προκαλούσε σχόλια. Μόλις το κτήνος εκείνο απομακρύνθηκε, τα ξανασυζητήσαμε με
τους αξιωματικούς – και μείναμε σύμφωνοι να διατάξω την έφοδο πρωί πρωί, προτού
φέξει. Όσον αφορά τον ανθυπολοχαγό, είχα δώσει διαταγή σ’ έναν έμπιστό μου
λοχία – ένα παλικάρι Κρητικό, ίσαμ’ εκεί πάνω – να ξεκαθαρίσει την υπόθεση τη
νύχτα. Για μας τους στρατιωτικούς, εν καιρώ πολέμου – ένας λιγότερο, ή ένας
παραπάνω, δεν έχει σημασία… Είχαμε κάνει, αποβραδίς, όλες τις προετοιμασίες –
και το πρωί, κατά τις πέντε, μόλις χάραξε, δόθηκε το σύνθημα της εφόδου. Το
τάγμα είχε προειδοποιηθεί, και είχε καταλάβει, εγκαίρως, όλα τα επίκαιρα
σημεία. Ο εχθρός, μην περιμένοντας την αιφνιδιαστική εκείνη ενέργεια, άρχισε
άμυνα λυσσώδη. Οι στρατιώτες μου πολέμησαν ηρωικά! Χιμούσαν σα λιοντάρια,
αψηφώντας το θάνατο, όπως μονάχα οι Έλληνες ξέρουν να πολεμούν! Σε λίγο είχαν
κατορθώσει, παρά τις σημαντικές απώλειες που είχαμε, να καταλάβουν τα κυριότερα
σημεία του υψώματος. Ο εχθρός, εξαντλημένος από τρόφιμα και πυρομαχικά,
απέναντι της απεγνωσμένης εκείνης επιθέσεως, άρχισε να κλονίζεται, και να
δείχνει σημεία αποθαρρύνσεως. Έξαφνα, στο πρώτο φως του ήλιου, που είχε
προβάλει εν τω μεταξύ, στο κρισιμότερο σημείο της επιθέσεως, διακρίνω – ποιον
νομίζετε; - τον ανθυπολοχαγό, είκοσι βήματα πιο πέρα, έξαλλο, ξεσκισμένο,
ματωμένο, να φωνάζει: «Σταματήστε! Σταματήστε!...» Είχε δέσει ένα μαντίλι στο
σπαθί του, και το κουνούσε, σαν τρελός, απάνω σ’ ένα βράχο! Και φώναζε σα
διάβολος, με τη βραχνιασμένη φωνή του… Πώς είχε καταφέρει να γλιτώσει, δε
μπόρεσα να μάθω – επειδή κι ο λοχίας, το γενναίο παλικάρι, που του είχα
αναθέσει να τον ξεπαστρέψει, σκοτώθηκε στην έφοδο… Για μια στιγμή, είδα
καμπόσους στρατιώτες που δειλιάζανε. Δεν είχα καιρό να χάνω. Γύρισα το πιστόλι
μου, και τράβηξα! Η σφαίρα μου τον πέτυχε στο στόμα – δηλαδή, επιτυχία πρώτης
τάξεως!... Δεν πρόφτασε να κάμει ούτε κιχ!... Όρμησα τότε, με το σπαθί στο
χέρι. Σε λίγη ώρα το ύψωμα είχε καταληφθεί απ’ τους δικούς μας. Η σημαία μας
κυμάτιζε και πάλι δοξασμένη1 Κρίνω περιττό να σας πω, ότι ξεκαθαρίσαμε το
έδαφος τελείως. Δεν είχαμε καιρό να σέρνουμε μαζί μας αιχμαλώτους!
Κοίταξα τον ταγματάρχη μεσ’ στα μάτια, καθ’ όλη τη διάρκεια της
διηγήσεώς του. Δεν ξέρω τι ένιωθαν οι άλλοι, εγώ
όμως αισθανόμουν τη διάθεση να του σπάσω το ποτήρι στο κεφάλι… Με κόπο
συγκρατήθηκα, εκείνη τη στιγμή! Και μέσ’ από τα βάθη της ψυχής μου τυφλωμένος
απ’ την αγανάκτηση, του ευχήθηκα να μην ξαναγυρίσει! Ναι, το εξομολογούμαι
σήμερα, χωρίς να ντρέπομαι καθόλου, για τη σκέψη μου, χωρίς να νιώθω καμιά
τύψη, μήτε, τώρα, που πέρασαν, δεν ξέρω, πόσα χρόνια…
***
Την άλλη μέρα, το πρωί, ο ταγματάρχης έφυγε για το μέτωπο. Πού και
πού, έβλεπα τ’ όνομά του στις εφημερίδες. Κι
έπειτα, ξαφνικά, ήρθε η καταστροφή. Χάθηκε τότε, μέσ’ στην υποχώρηση, καθώς το
είχα ευχηθεί, το βράδυ εκείνο. Χάθηκε μ’ όλα τα παράσημά του, μ’ όλα τα
δοξασμένα του γαλόνια – απαλλάσσοντας για πάντα τους ανθρώπους απ’ την ηρωική
του παρουσία, που την είχαν τόσο καμαρώσει, αλλά και τόσο ακριβά πληρώσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου