Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

«Σκιές» διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888 - 1944)

.............................................................














Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944)




 







·       «Σκιές»*
           
διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη


   Ήταν τόσο πολύ ευτυχισμένη, τόσο πραγματικά ευτυχισμένη, εκείνην, ίσα-ίσα τη βραδιά… Ξαπλωμένη σ’ έναν καναπέ, με τα πόδια τεντωμένα στο σκαμνάκι, κοίταζε σιωπηλά, τη θάλασσα. Ο ήλιος κόντευε σχεδόν να βασιλέψει. Οι τελευταίες κόκκινες ανταύγειες έβαφαν, τα βουνά και τα νερά, μ’ όλα τα θεία χρώματα της ίριδος. Ένα σωρό χαρούμενα παιδάκια έπαιζαν πέρα στην ακρογιαλιά – και κάθε που τα πρόφταινε το κύμα, έμπηχναν, όλα, ξαφνικές και δυνατές κραυγές, που δονούσαν σύχαρα το βραδινόν αέρα…

   Κι ο ουρανός, μεγάλος, ολοκάθαρος, και βυθισμένος στη βουβή γαλήνη της βραδιάς, θύμιζε, χαρακτηριστικά, με τις μήλινές του αποχρώσεις, τα λεπτά κι εξωτικά εκείνα βάζα, που  έρχονται από την Ανατολή, και φέρνουν κάτι απ’ το διάφανο μυστήριο των μακρινών, χιμαιρικών, χαμένων τους πατρίδων…

   Ήταν ξαπλωμένη στη βεράντα, μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά της – ένα βιβλίο που δεν είχε κατορθώσει, όλο το καλοκαίρι να διαβάσει – βυθισμένη στη γλυκιάν ονειροπόληση, που μας παίρνει, γενικά, τις ώρες που βραδιάζει. Είχαν λείψει, απόν το πρωί, μέχρι σχεδόν τ’ απομεσήμερο, στην πόλη, ψωνίζοντας, εδώ κι εκεί, στα γύρω μαγαζιά.

   Κι είχαν κουβαλήσει πλήθος πράματα – προετοιμασίες του χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι ξεψυχούσε, και το ημερολόγιο έδειχνε πια φθινόπωρο. Εντούτοις, όμως, ο καιρός κρατούσε, πάντα, ήμερος, οι βαρκάδες εξακολουθούσαν, τα μεσημέρια έκαιγαν ακόμα. Ήταν από κείνα τα φθινόπωρα, απ’ τα παράξενα εκείνα καλοκαίρια, που κρατούν όλη τη γλύκα προς το τέλος, και παρατείνουν την εφήμερη ζωή τους, σα να μη θέλουν να παραδοθούν στο παγερό το πένθος του χειμώνα…

    Ήταν κουρασμένη αρκετά – αλλά και τόσο τρυφερά ευτυχισμένη, που δεν ένιωθε την κούραση καθόλου… Ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να μη τέλειωνε ποτέ αυτή η μέρα, να βαστούσε έτσι δα, παντοτινά…

   Η καρδιά της ήταν ανεξάντλητα, και πιο πολύ απ’ όλες τις φορές, πλημμυρισμένη ευτυχία κι έρωτα!

   Εκείνος είχε κατεβεί στον κήπο, και την άφησε για λίγο μοναχή. Κι ίσως-ίσως, θα ‘πρεπε να μείνω λίγο μόνη. Οι εντυπώσεις της χρυσής εκείνης μέρας, έπρεπε κάπως να κατασταλάξουν, να πάρουν όλη τη λεπτή τους σημασία, στην ησυχία και στη μοναξιά…

   Ένας αναστεναγμός, ευτυχισμένος, κι άθελος, της γέμισε τα στήθη.

   Ο ήλιος έσβηνε αργά, βασιλικά, σαν ένας πορφυρός, μεγάλος δίσκος, ξαφνικά μεγαλωμένος, και θεόρατος, στη βραδινή αποθέωσή του. Τα μάτια τον κοιτούσαν, τώρα, άφοβα, χωρίς να παίζουν, μήτε να δακρύζουν.

   Το καπέλο της ήταν πεσμένο δίπλα της, και δεν άπλωνε το χέρι να το πιάσει. Σε λίγο έτριξεν η πόρτα σιγανά – κι εκείνος μπήκε μέσα. Ήρθε γελαστός ως τη βεράντα, και της φίλησε, με πάθος, τα μαλλιά.

   -Ξέρεις τι συλλογίζουμαι; ψιθύρισεν εκείνη.

   - Και πώς μπορώ να ξέρω το τι κρύβει, τις ώρες που δεν είμαι στο πλευρό σου, αυτό το σκοτεινό το κεφαλάκι;…

   - Να τα συλλογίζουμαι, χρυσέ μου· Είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη! Ίσως πιο πολύ απ’ ό,τι πρέπει! Λες αυτό να μου βαστάξει, έτσι πάντα;…

   Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.

   -Γιατί το λες αυτό;… Τι θες να πεις; Έχεις κανένα λόγο ν’ αμφιβάλλεις; Γιατί προεξοφλείς, έτσι, το μέλλον;

   Εκείνη έσκυψε τα μάτια με παράπονο.

   -Θα ‘θελα τόσο να μπορούσα να το κάνω! Δε μου φτάνει πια να χαίρομαι το τώρα… Θα ‘θελα να ‘μια βέβαιη για πάντα!...

   Της πήρε, με χαμόγελο, τα χέρια στα δικά του, και μαλακά της φίλησε τα δάχτυλα.

   -Κουταμάρες!

   Είπε κι εκείνη τότε: - Κουταμάρες!... Κι έσμιξαν παράφορα τα χείλη.

   Ο ήλιος είχε βασιλέψει τώρα. Στην παραλία, πέρα, μακριά, όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Ένα πλήθος κόσμου σεργιανούσε, κι από πέρα, προς τ’ αριστερά, από την άκρη μιας ολόφωτης εξέδρας, έφτανε κάποιος ήχος μουσικής.

   -Άνοιξες τα πράματα που φέραμε; της είπε τότε ξαφνικά εκείνος.

   - Όχι απόψε. Είμαι κουρασμένη. Κι εξ άλλου είμαι τρομερά ευτυχισμένη. Δε θέλω τίποτ’ άλλο να σκεφτώ.

   Του το ξανάπε άλλη μια φορά, όταν ήταν καθισμένοι στο τραπέζι.

   -Είμαι τόσο φοβερά ευτυχισμένη…

   Του το ξανάπε σιγανά, με τόσο πάθος, που κι εκείνος άρχισε σχεδόν ν’ ανησυχεί. Την έβλεπε στο πλάι του, κοντά του, τόσο καλή και συμπαθητική, καθώς ήταν καθισμένοι κι έτρωγαν, που του μετάδωσε κι εκείνου επιτέλους, δεν ξέρω ποιο αόριστο συναίσθημα, το ρίγος μιας κρυφής ανησυχίας…

   Δυο-τρεις φορές, του ήρθε, ξαφνικά, μιαν όρεξη τρελή να τη φιλήσει…

   Κι η βραδιά περνούσε πιο βουβά, νοσταλγική, μοναδική, αλλόκοτη. Ώρες-ώρες έλεγε με το νου του, πως ποτέ, απ’ τον καιρό που ζούσανε μαζί, δεν την είχε δει τόσο αμίλητη.

   Ήταν καθισμένοι πολύ κοντά στη θάλασσα, δίπλα σχεδόν στο πάφλασμα του κύματος, στην πιο απόμερη γωνιά της αμμουδιάς.

   Όταν έφτασαν στα φρούτα, προς το τέλος, θέλησε κάτι να της πει, αλλά μετάνιωσε. Είχε τα μάτια καρφωμένα μακριά, στο λευκό πανί κάποιας βαρκούλας, που γλιστρούσε, γραφικά κι αθόρυβα, σαν ένας κύκνος μακρινός, σαν ένα φάντασμα, στη σκοτεινή γαλήνη των νερών. Όμως και η λευκή βαρκούλα πέρασε, και τα μάτια, δίχως να σαλεύουν, εξακολουθούσαν να κοιτάνε, βυθισμένα στο κενό.

   Κι όταν της είπε πια να φύγουν από κει, γύρισε και τον κοίταξε με τόσην απορία, με τόσο ήσυχο και μυστικό παράπονο, ώστε μετάνιωσε που πρόφερε το λόγο.

   -Αν θέλεις, μένουμε. Σου το ‘πα μόνον επειδή σε βλέπω κουρασμένη…

   - Είμαι κουρασμένη αρκετά. Αλλά θα ‘θελα να μείνουμε λιγάκι.

   Η φωνή της είχε πάρει, τώρα, κάποιον τόνο ασυνήθιστα βαθύ.

   Από την απόμερη εκείνην αμμουδιά, που συνήθιζαν να τρώνε, κάθε βράδυ, μπορούσαν κι έβλεπαν την κίνηση τριγύρω, χωρίς αυτοί να φαίνονται στους άλλους. Την είχαν βρει, σαν ένα είδος άσυλο. Συζητούσαν, εκεί πέρα, πιο ελεύθερα, κι έλεγαν μ’ ησυχία, τα δικά τους, χωρίς η γύρω κίνηση να τους απασχολεί. Όμως, εκείνη τη βραδιά, δεν άνοιγαν το στόμα.

   Ήταν, κι οι δυο τους, απορροφημένοι, από μια σκέψη μακρινή κι απροσδιόριστη.

   Εκείνη, έπειτα, σηκώθηκε μεμιάς, σα να ξυπνούσε, ξαφνικά, από ‘να όνειρο, κι έδειξε πως θέλει να γυρίσει.

   Ανέβηκαν τους βράχους, έναν-έναν, πολύ αργά, πιασμένοι απ’ το χέρι, κι έφτασαν στο δρόμο το μεγάλο.

   Περίμεναν εκεί, δίχως μιλιά, ωσότου να περάσουν τ’ αυτοκίνητα.

   Και πήραν, πάλι, ήσυχα το δρόμο του σπιτιού.

   Κι η νύχτα πέρασε γλυκιά και δίχως όνειρα – μια νύχτα μαγική κι ευλογημένη, που λες κι οι ώρες δεν πατάνε πια στη γη, αλλά περνάνε, μουσικές κι ασύλληπτες, σαν κάποια δάχτυλα νωθρά, που παίζουν άρπα…

   Κι όταν ήρθε το πρωί, γιομάτο φως κι αρώματα, ξύπνησαν, σχεδόν μαζί, μ’ ένα καινούργιο κέφι.

   Εκείνος είχε πρόγραμμα ν’ ανέβει στην Αθήνα. Είχε χίλια πράγματα να κάνει, ν’ ανταμώσει κάποιο δικηγόρο, να ξεμπερδέψει κάποιες υποθέσεις. Ήταν ανάγκη, ως το μεσημέρι, όλ’ αυτά να βρίσκονται σε τάξη.

   Η μέρα ήταν αρκετά προχωρημένη.

   Ο ήλιος χρύσωνε τα τζάμια και τον τοίχο. Η θάλασσα φαινόταν από το άνοιγμα του μισόγερτου παραθυριού. Μόλις είχαν διαλυθεί οι πρωινές ομίχλες, σαν έν’ ατλάζι γαλανό και διάφανο, με τις ανάλαφρες ρυτίδες των κυμάτων, συρμένες απαλά, εδώ κι εκεί, σαν πινελιές, που μόλις ξεχωρίζουν. Το πρωινό, ευτυχισμένο αεράκι, την κόλπωνε σε μαλακές πτυχές, όλο ραθυμία και νωχέλεια, σαν μια μεγάλη απλωτή σημαία…

   Η ώρα ήταν, όμως περασμένη κι αυτός, ακόμα χτενιζόταν στον καθρέφτη.  

   -Μη φεύγεις! άξαφνα του φώναξεν εκείνη.

   Γύρισε και την κοίταξε παράξενα, μ’ ένα χαμόγελο πολύ ειρωνικό, κι εξακολούθησεν, αργά το χτένισμά του.

   Αφού τελείωσε, της είπε μοναχά.

   -Γιατί το λες αυτό;

   Εκείνη δεν του αποκρίθηκεν αμέσως. Του ‘δειξε, μόνο, με το χέρι, μακριά, κάποιο μεγάλο σύννεφο, σαν πούπουλο, που διάβαινε, λευκό, στον ουρανό.

   Έπειτα το χέρι της ξανάπεσε.

   -Έννοια σου, και θα γυρίσω γρήγορα!

   Σούρωσε τα χείλη με παράπονο.

   -Θα προτιμούσα να μη φύγεις! του ξανάπε.

   - Από χτες, είσαι πολύ ρομαντική!

   Είπε, στην τύχη, το επίθετο αυτό, γιατί δε βρήκε κάτι το κατάλληλο. Και πρόσθεσε, μ’ αβέβαιη φωνή:

   -Ας κοιτάξουμε και λίγο τις δουλειές μας…

   Δεν είπαν τίποτ’ άλλο. Τίποτ’ άλλο.

   Εκείνος είχε πια ντυθεί, ολότελα ντυθεί – κι όμως στεκόταν, πάντα στο παράθυρο, σα να καταλάβαινε, στο βάθος της καρδιάς του, πως ίσως να μην έπρεπε, πραγματικά να φύγει…

   Είχε βγάνει το μικρό του το πιστόλι, και το ‘χε βάνει δίπλα, στο τραπέζι.

   Έπειτα πήγε στο γραφείο του, ξεκλείδωσε, έβγαλε διάφορα χαρτιά, κι έπειτα ξαναγύρισε στην κάμαρα.

   Κοίταξε τα χαρτιά του, ένα-ένα, για να δει τι έπρεπε να πάρει. Τα κοίταζε αργά, με προσοχή, έβανε στη μπάντα μερικά, πήρε δυο-τρεις φακέλους, από μέσα – κι άρχισε να τους ταχτοποιεί, πολύ αργά, και σα συλλογισμένα.

   Εκείνη έριξε τα μάτια στο πιστόλι.

   Κι ενώ εκείνος ήταν γυρισμένος, άπλωσε το χέρι, και το πήρε.

   Το κοίταζε απ’ όλες τις μεριές, με την περιέργεια πολύ μικρού παιδιού, έκανε σα να ’θελε να ρίξει, σημαδεύοντας το σύννεφο, το μεγάλο πουπουλένιο άσπρο σύννεφο, που είχε μείνει στον ορίζοντα, μετέωρο, σα χιονισμένη κορφή βουνού, έτσι λαμπρού, που θάμπωνε τα μάτια – κι έπειτα το γύρισε παντού, σαλεύοντας την κάννη του προς όλα τα σημεία, πότε στα πόδια μιας καρέκλας ψάθινης, πότε σ’ ένα μικρό μαξιλαράκι, πότε σε μια κορνίζα κρεμασμένη…

   Το γύρισε προς όλες τις μεριές, και πότε το ‘φερνε πολύ κοντά στο μάτι, πότε το τέντωνε στην άκρη του χεριού, παίζοντας αμέριμνα μαζί του. Κι έπειτα, πάλι παίζοντας, το κάρφωσε στο στήθος.

   -Και να φαντασθεί, ποτέ, κανένας, πως εδώ μέσα κρύβεται ο θάνατος!...

   Το είπε τόσο μελαγχολικά, που εκείνος, παραξενεμένος, γύρισε το κεφάλι, και την είδε.

   -Μη! της φωνάζει, με τρελή βραχνή φωνή.

   Αλλά δεν πρόφτασε ν’ αρθρώσει τίποτ’ άλλο. Ξαφνιασμένη απ’ τον ήχο της φωνής του, καθώς είχε πιασμένη τη σκανδάλη, χωρίς να θέλει, πάτησε το δάχτυλο…

   Κι ώσπου εκείνος να χιμήξει, να προλάβει – μες στο γαλάζιο και χαρούμενο πρωί, και μες στον ήλιο, που πλημμύριζε την κάμαρα – το νεκρό βόλι, ζωντανεύοντας με μιας, μ’ έναν κρότο κούφιο και ξερό, της είχε περασμένη την καρδιά…


*Σημείωση: Από τη συλλογή διηγημάτων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη "Τα Δεκατρία Ντόμινα και άλλες ιστορίες" (εκδ. ΕΡΑΤΩ, 2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια: