Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1809 - 1849) - Από την «Πτώση του Οίκου των Άσερ» (απόσπασμα) (μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999) + Nikita Koshkin - Usher Waltz, Op. 29 / Guitar: John Williams (YOUTUBE, 21 Ιαν 2010)

..............................................................











Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe, 19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849) 



















·       Από την «Πτώση του Οίκου των Άσερ» (απόσπασμα)

(μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999)

…Μολαταύτα, σκόπευα να μείνω σ’ αυτό το θλιβερό αρχοντικό για κάποιες εβδομάδες. Ο ιδιοκτήτης του, ο Ρόντρικ Άσερ, ήταν παιδικός μου φίλος, αλλά είχαμε πολλά χρόνια να ιδωθούμε. Ένα παράφορο γράμμα, ωστόσο, που μου είχε στείλει πρόσφατα, ενώ βρισκόμουν πολύ μακριά, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για κανενός άλλου είδους απάντηση εκτός από την προσωπική μου επίσκεψη. Ο τρόπος που ήταν γραμμένο πρόδιδε  ταραχή. Ο φίλος μου μιλούσε για κάποια σοβαρή σωματική ασθένεια, που συνοδευόταν από μια διανοητική διαταραχή, και για το διακαή του πόθο να με δει – μιας και ήμουν ο καλύτερος και μάλλον ο μοναδικός στενός του φίλος -, ελπίζοντας πως με την ευχάριστη συντροφιά μου θα ξεπερνούσε κάπως την αρρώστια του. Ο τρόπος που μου έλεγε αυτά και πολλά άλλα – η τόσο θερμή παράκλησή του – δε μου άφησε περιθώριο για δισταγμούς. Έτσι, υπάκουσα αμέσως σ’ αυτή την παράξενη – όπως τη θεωρούσα ακόμη – επίκληση.
   Παρόλο που όταν ήμασταν παιδιά κάναμε στενή παρέα, στην πραγματικότητα, δε γνώριζα πολλά πράγματα για το φίλο μου, γιατί ήταν ανέκαθεν υπερβολικά εσωστρεφής. Γνώριζα, πάντως, ότι η οικογένειά του, που είχε πολύ παλιές ρίζες, φημιζόταν ανέκαθεν για κάποιες πολύ ιδιαίτερες ευαισθησίες, οι οποίες εκδηλώνονταν, χρόνια και χρόνια, με έργα τέχνης γεμάτα πάθος και, πιο πρόσφατα, με διακριτικές αλλά γενναιόδωρες φιλανθρωπίες, αλλά και με μια παθιασμένη αφοσίωση στους όποιους νεωτερισμούς της μουσικής τέχνης. Ακόμα, είχα μάθει κάτι πολύ ασυνήθιστο για το γενεαλογικό δέντρο των Άσερ: ότι, παρά το τιμημένο τους όνομα, δεν είχαν καταφέρει να στεριώσουν κάποιο παρακλάδι πέρα από την ευθεία γραμμή καταγωγής, που έφτανε μέχρι τον πατριάρχη της οικογένειας. Με άλλα λόγια, ολόκληρη η οικογένεια σχηματίζει μια ευθεία γραμμή απογόνων, πράγμα που, εκτός από ελάχιστες και ασήμαντες εξαιρέσεις, συνέβαινε ανέκαθεν. Συλλογιζόμουν πως εξαιτίας αυτού του μειονεκτήματος η οικογενειακή κληρονομιά μεταβιβαζόταν απαρέγκλιτα από πατέρα σε γιο, σε σημείο που ο χαρακτήρας του οικήματος συμβάδιζε με το χαρακτήρα των ανθρώπων στο πέρασμα των αιώνων, μέχρι που με την ονομασία «Οίκος των Άσερ» ήταν ταυτισμένο και το σπίτι και οι άνθρωποι. Ενδεικτικό ήταν το γεγονός ότι οι χωρικοί, χρησιμοποιώντας αυτή την ονομασία, εννοούσαν τόσο την οικογένεια όσο και τα αρχοντικό της.
   Ανέφερα ήδη το αποτέλεσμα του μάλλον παιδαριώδους πειράματός μου – να κοιτάξω το αρχοντικό μέσα απ’ το νερό της λίμνης – ήταν να γίνει ακόμα πιο έντονη η πρώτη μου, αλλόκοτη εντύπωση. Δίχως αμφιβολία, όταν συνειδητοποίησα ότι οι απροσδιόριστοι φόβοι μου – γιατί πώς αλλιώς να τους πω – ολοένα και δυνάμωναν, άρχισα να φοβάμαι ακόμα περισσότερο. Απ’ αυτό τον παράδοξο νόμο διέπονται, όπως γνωρίζω πολύ καλά, όλα τα συναισθήματα που έχουν σαν βάση τους τον τρόμο. Κι έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, όταν σήκωσα τα μάτια μου απ’ τη λίμνη και κοίταξα το ίδιο το σπίτι, είχα μια παράξενη παραίσθηση, μια παραίσθηση τόσο γελοία, που πρέπει να την αναφέρω, για να δείξω πόσο πολύ είχα επηρεαστεί απ’ αυτό το συναίσθημα που με βάραινε. Η φαντασία μου είχε δουλέψει τόσο, ώστε να πιστέψω ότι ολόκληρη η έπαυλη και η περιοχή γύρω της τυλιγόταν σ’ ένα σύννεφο που δεν είχε καμιά σχέση με τον ουρανό, αλλά που αναδυόταν απ’ τα σαπισμένα δέντρα, απ’ τον γκρίζο τοίχο που περιέβαλλε το σπίτι κι απ’ τη σιωπηλή λιμνούλα – ένας ατμός νοσηρός, βαρύς και μυστηριώδης, που μόλις και διακρινόταν από το μολυβένιο του χρώμα.
   Αποδιώχνοντας απ’ το μυαλό μου αυτή την εικόνα που σίγουρα πρέπει να την είχα ονειρευτεί, περιεργάστηκα από πιο κοντά την πραγματική όψη του κτιρίου. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η υπερβολική παλαιότητά του. Ο χρόνος είχε ξεθωριάσει σημαντικά τα χρώματά του. Βρύα κάλυπταν τους εξωτερικούς τοίχους και κρέμονταν απ’ τα κεραμίδια της στέγης σαν αραχνοΰφαντος ιστός. Εκτός απ’ αυτά, όμως, το σπίτι δεν είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από το χρόνο. Κανένα μέρος του δεν είχε γκρεμιστεί· μάλιστα, η τέλεια συναρμογή των διαφόρων τμημάτων ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση αποσύνθεσης της κάθε πέτρας της κάθε πέτρας ξεχωριστά. Αυτό μου θύμισε τη σαπισμένη από το χρόνο ξύλινη επένδυση δε κάποια ξεχασμένη κρύπτη, που μένει ανέπαφη όσο δεν έρχεται σ’ επαφή με τον εξωτερικό αέρα. Πέρα όμως απ’ αυτές τις ενδείξεις εκτεταμένης φθοράς, το οικοδόμημα δεν έδειχνε διόλου ετοιμόρροπο. Πιθανόν το μάτι ενός προσεκτικού παρατηρητή να είχε ανακαλύψει στην πρόσοψη του κτιρίου μια δυσδιάκριτη ρωγμή που, ξεκινώντας απ’ την οροφή διέτρεχε τον τοίχο σε τεθλασμένη γραμμή, μέχρι που χανόταν στα σκοτεινά νερά της λίμνης.
   Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, προχώρησα με το άλογό μου στο δρομάκι που οδηγούσε στην πόρτα του σπιτιού. Ένας υπηρέτης επί της υποδοχής πήρε το άλογό μου και εγώ πέρασα στο χολ με τα γοτθική αψίδα. Ένας καμαριέρης, περπατώντας αθόρυβα, με οδήγησε σιωπηλά, μέσα από διάφορους σκοτεινούς, μυστηριώδεις διαδρόμους, στο γραφείο του κυρίου του. Πολλά απ’ αυτά που συνάντησα στο δρόμο συνέβαλαν – άγνωστο πώς – στο να εντείνουν τα αδιόρατα συναισθήματα για τα οποία μίλησα πριν. Μόλο που τα αντικείμενα γύρω μου – τα σκαλίσματα των οροφών, οι σκουρόχρωμες ταπισερί των τοίχων, τα εβένινα μαύρα πατώματα, τα εντυπωσιακά τρόπαια και οι πανοπλίες που κροτάλιζαν δίπλα μου καθώς περπατούσα – μού ήταν οικεία απ’ τα παιδικά μου χρόνια κι ενώ παραδεχόμουν πως όλα ήταν γνωστά, ωστόσο δεν έπαυα να; Διαπιστώνω πόσο ξένες ήταν οι εντυπώσεις που μού προκαλούσαν αυτές οι συνηθισμένες εικόνες. Σε μια από τις σκάλες του σπιτιού συνάντησα τον οικογενειακό γιατρό. Στο πρόσωπό του, σκέφτηκα, ήταν ζωγραφισμένη μια ανάμικτη έκφραση πανουργίας και αμηχανίας. Με χαιρέτησε νευρικά και προσπέρασε. Εκείνη τη στιγμή, ο καμαριέρης άνοιξε μια πόρτα και με παρουσίασε στον κύριό του.
   Βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο ευρύχωρο και ψηλοτάβανο. Τα παράθυρα ήταν μακρόστενα με μυτερή κορυφή και απείχαν τόσο πολύ απ’ το μαύρο δρύινο πάτωμα, που ήταν αδύνατο να τα φτάσει κανείς από μέσα. Οι αδύναμες πορφυρές αχτίνες του σούρουπου τρύπωναν απ’ τις γρίλιες και φώτιζαν αρκετά τα πιο εμφανή αντικείμενα του χώρου· όμως, το μάτι δεν μπορούσε να διακρίνει τις πιο μακρινές γωνιές του δωματίου ή τις εσοχές της θολωτής, ξεθωριασμένης οροφής. Στους τοίχους κρέμονταν σκούρες κουρτίνες. Τα έπιπλα ήταν βαριά, άβολα, πολυκαιρισμένα και ξεφτισμένα. Τριγύρω ήταν σκορπισμένα πολλά βιβλία και μουσικά όργανα, που, όμως, δεν πρόσθεταν καμιά ζωντάνια στο σκηνικό. Ένιωθα σαν ν’ ανέπνεα έναν αέρα θλίψης. Όλο το δωμάτιο ήταν φορτισμένο με μια βαριά ατμόσφαιρα βαθιάς και αγιάτρευτης μελαγχολίας.
   Μόλις μπήκα, ο Άσερ σηκώθηκε από έναν καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένος και με χαιρέτησε ζωηρά και θερμά, με μια υπερβολική εγκαρδιότητα που στην αρχή μού φάνηκε προσποιητή. Κοιτάζοντας, όμως, το πρόσωπό του, πείστηκα ότι ήταν απόλυτα ειλικρινής. Καθίσαμε και, για κάποια λεπτά, καθώς έμενε σιωπηλός, τον κοιτούσα με ανάμικτα συναισθήματα οίκτου και δέους. Σίγουρα, κανένας άνθρωπος δεν είχε αλλάξει ποτέ τόσο πολύ, σε τόσο μικρό διάστημα, όσο ο Ρόντρικ Άσερ! Μόλις και μετά βίας κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνη η κάτωχρη σκιά που αντίκριζα ήταν ο σύντροφος των παιδικών μου χρόνων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν πάντα αξιοπρόσεκτα. Μια χλομάδα νεκρική· μάτια μεγάλα, υγρά και ασύγκριτα φωτεινά· χείλη λεπτά, ωχρά, αλλά εξαιρετικά καλοσχηματισμένα· μύτη λεπτή, κατά την εβραϊκή κατατομή, αλλά με ασυνήθιστα φαρδιά ρουθούνια· λεπτοκαμωμένο πηγούνι, που μαρτυρούσε την έλλειψη θεληματικότητας στο χαρακτήρα του· μαλλιά απαλά και λεπτά σαν μετάξι. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το ασυνήθιστα πλατύ μέτωπό του, συνέθεταν μια φυσιογνωμία που δεν μπορόύσες να ξεχάσεις εύκολα. Και τώρα, σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά που παρέμεναν επιφανειακά αναλλοίωτα, όπως και η συνηθισμένη τους έκφρασή τους, διέκρινα μια τόσο βαθιά αλλαγή, που δεν ήμουν σίγουρος σε ποιον ακριβώς μιλούσα. Αυτό που τώρα με τρόμαζε περισσότερο από κάθετί και μού προκαλούσε δέος ήταν η φοβερή χλομάδα του προσώπου του και η θαυμαστή λάμψη των ματιών του. Τα μεταξένια μαλλιά του είχαν μακρύνει πολύ κι όπως ήταν λεπτά και μπερδεμένα ανέμιζαν, αντί να πέφτουν γύρω απ’ το πρόσωπό του. Όσο κι αν προσπαθούσα, ήταν αδύνατο να συνδέσω αυτή την ανεξιχνίαστη έκφραση με οτιδήποτε ανθρώπινο…    




Nikita Koshkin - Usher Waltz, Op. 29

Guitar: John Williams

(YOUTUBE, 21 Ιαν 2010)


Δεν υπάρχουν σχόλια: