..............................................................
* καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
«Ιδανικά»
Για τέταρτη φορά σε δυόμισι
μήνες αισθάνομαι την ανάγκη να ασχοληθώ στην αρθρογραφία μου με το
Μακεδονικό. Το ενδιαφέρον μου δεν συνίσταται σε κάποια εμμονή. Οσο οι
ελληνοτουρκικές σχέσεις βαίνουν από το κακό στο χειρότερο τόσο πιο πολύ
επείγει η επίλυση του προβλήματος των σχέσεων της Ελλάδας με την Πρώην
Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Μπορεί να λέμε –για λόγους ίσως «εφαρμογής της θεωρίας των παιγνίων
στο πεδίο της διπλωματίας»– πως «η Ελλάδα δεν βιάζεται», στην
πραγματικότητα όμως θα έπρεπε να βιάζεται. Δεν συμφέρει τη χώρα μας να
παραμένει μια εκκρεμότητα στη γειτονιά της, για την οποία η αδυναμία
εξεύρεσης λύσης θα αποδίδεται –δικαιολογημένα, εν μέρει έστω– και σε
δική της αδιαλλαξία.
Εχω ασχοληθεί αρκετά με το ζήτημα του (μη) «αλυτρωτισμού» (πέρα από την ονομασία) στο Σύνταγμα της γείτονος (βλ. και το προηγούμενο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.», «Περί “αλυτρωτισμού”», 13/3/2018).
Σήμερα επανέρχομαι στο «ονοματολογικό». Ο αναπληρωτής υπουργός
Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ 1,
άρχισε την επιχειρηματολογία του υπέρ της αποδοχής της σύνθετης
ονομασίας, υποστηρίζοντας ότι «ιδανικά», για την ελληνική πλευρά, θα
έπρεπε να βρεθεί μια λύση που να μην περιέχει καθόλου τον όρο
«Μακεδονία».
Είναι κάποιες διατυπώσεις που, χωρίς να το επιδιώκει το υποκείμενο
που τις εκφέρει, λειτουργούν εξαιρετικά αποκαλυπτικά ως προς κάποια
καίρια ιδεολογικά ζητήματα. Διευκρινίζω εξαρχής πως δεν σχολιάζω τη
γενικότερη στάση του συγκεκριμένου στελέχους της κυβέρνησης της
Αριστεράς επί του ζητήματος. Μπορεί, άλλωστε, ο άνθρωπος να μην το
εννοούσε ακριβώς έτσι, οπότε του ζητώ συγγνώμη κιόλας προκαταβολικά.
Ανεξάρτητα –επαναλαμβάνω– από τις αληθινές απόψεις του εν λόγω
υπουργού, φαίνεται πως αυτό είναι κάτι που πιστεύουν πάρα πολλοί από
όσους δέχονται πως η επιδιωκόμενη λύση πρέπει να είναι η σύνθετη
ονομασία. Οτι δηλαδή «ιδανικά» δεν θα έπρεπε, αλλά –τι να κάνουμε;–
λόγοι «ρεαλισμού» μάς αναγκάζουν να την αποδεχτούμε.
Ισως δεν θα ήταν υπερβολικό κιόλας να πούμε πως αυτό –η μη αποδοχή
της σύνθετης ονομασίας παρά μόνον ως «ρεαλιστικά αναγκαίας υποχώρησης»–
συγκροτεί ένα είδος σιωπηλής συναίνεσης: συναίνεσης όχι βέβαια
απαραίτητα υπό την έννοια ότι όλοι όντως συμφωνούν, αλλά υπό την έννοια
πως όλοι θα έπρεπε να συμφωνούν. Δηλώνω λοιπόν εδώ, ελπίζοντας πως έτσι
«σπάω την πορσελάνη» της συγκεκριμένης συναίνεσης, ότι εγώ (τουλάχιστον)
δεν συμφωνώ καθόλου.
Και δεν συμφωνώ, διότι στην «ιδανική» περίπτωση που θα καταλήγαμε σε
«συμφωνία» που δεν θα περιείχε καθόλου τον όρο «Μακεδονία», θα
αισθανόμουν ντροπή ως Ελληνας πολίτης, ως δημοκράτης και ως αριστερός.
Δεν υπερβάλλω, ούτε ηθικολογώ. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα σήμαινε
πως θα είχαμε εξαναγκάσει έναν ολόκληρο λαό να απαρνηθεί τη μοναδική
εθνική του ταυτότητα, αποδεχόμενος ως όνομα της χώρας του μια ονομασία
(«Σκόπια», «Βαρντάσκα», «Παιονία» ή όπως αλλιώς) που ποτέ δεν είχε –
ούτε ως ανεξάρτητο έθνος-κράτος, ούτε ως ομόσπονδη δημοκρατία της
Γιουγκοσλαβίας, ούτε σε οποιαδήποτε προγενέστερη περίοδο στην οποία
πιθανόν να είχε αποκτήσει κάποια εθνική συνείδηση.
Μήπως να σκεφτούμε και άλλες πιθανές παραλλαγές τούτης της λογικής
περί «ιδανικής» κατάστασης που «δυστυχώς» δεν μπορούμε να επιδιώκουμε
για λόγους «ρεαλισμού»; «Ιδανικά» όλοι οι Ελληνες θα έπρεπε να είναι
χριστιανοί ορθόδοξοι, για να μην υπάρχει πρόβλημα ούτε με την ερμηνεία
του Συντάγματος ούτε με τη διδασκαλία των θρησκευτικών. «Ιδανικά» όλοι
οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών θα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκής καταγωγής,
για να μην υπάρχει πρόβλημα ρατσισμού. Και ούτω καθ' εξής.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο θεσμός του έθνους-κράτους και οι συναφείς με
αυτό αρχές του δικαίου, από κάποια ιστορική στιγμή κι έπειτα,
τουλάχιστον στον δυτικό πολιτισμό, άρχισαν να συνυπάρχουν με κάποιες
αξιακές και δικαιικές αρχές που είναι οικουμενικές: που τοποθετούνται
δηλαδή υπεράνω των επιμέρους συμφερόντων των μεμονωμένων εθνών-κρατών.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα, που δεν τη δεχόμαστε «με βαριά καρδιά»
επειδή είμαστε «ρεαλιστές», αλλά επειδή είναι αυτό ακριβώς που μας
διακρίνει από τον εθνικισμό, τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και τον
ρατσισμό. Το ότι συχνά η συγκεκριμένη αξιακή προτεραιότητα των
οικουμενικών ιδεών παραβιάζεται δεν αποτελεί παρά ένα επιπλέον κίνητρο
για την Αριστερά να αποδεικνύει στην πράξη το περίφημο –και πολλαχώς
αμφισβητούμενο– ηθικό της πλεονέκτημα, παλεύοντας ενάντια σε αυτήν
ακριβώς την παραβίαση.
Αλλά για να μιλήσουμε και στο επίπεδο του –αληθινού, αυτή τη φορά–
ρεαλισμού: Ποιος στη διεθνή κοινότητα θα μας πάρει στα σοβαρά αν
προβάλουμε ως «παραχώρηση» που έχουμε ήδη κάνει την παραίτηση από την
απαίτηση η γειτονική χώρα να λέγεται «Παιονία»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου