...........................................................
Οι φάρισσες και τα ορνίθια
8 του Μάρτη, Παγκόσμια Ημέρα
της Γυναίκας. Θυμόμαστε και τιμούμε τις γυναίκες που γκρέμισαν τείχη και
άνοιξαν καινούριους δρόμους ή αυτές που έπεσαν θύματα στους πολέμους
και τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, τις αφανείς ηρωίδες της ζωής.
Τις τιμούμε και καλά κάνουμε.
Ας μου επιτραπεί να θυμηθώ δύο γυναίκες του χάρτινου κόσμου της
λογοτεχνίας, τις δίδυμες κόρες της χήρας της Λαμπρινής που γνώρισαν τον
έρωτα στα άφεγγα, στα σκοτεινά. Ήταν οι νεαρές δίδυμες «μαντιτούτες», οι
ερωμένες του Βασίλη του Αρβανίτη στην ομώνυμη νουβέλα του Στράτη
Μυριβήλη.
Δυο φτωχά αγράμματα κορίτσια ήταν οι «Λαμπρινές», σε ένα μικρό ορεινό
χωριό της τουρκοκρατούμενης Λέσβου στις αρχές του περασμένου αιώνα,
όμως η μάνα τους είχε μεγάλα όνειρα γι’ αυτές:
«Εγώ, κυρά μου, τις κόρες μου δεν τις μεγαλώνω φοράδες για το φόρτωμα
και για το στυλιάρι! Φάρισσες τις μεγαλώνω εγώ, για τα χρυσά τα φάλαρα.
Φάρισσες για το στολίδι μοναχά και για την καβάλα!»
Στα παραμύθια του Αιγαίου, οι φάρισσες είναι οι μαγικές φοράδες που
πετούν πάνω από στεριές κα θάλασσες με τα βασιλόπουλα καβάλα.
Στην πραγματική ζωή, ελάχιστες γυναίκες γίνονται φάρισσες ή μάλλον σε
κάθε φάρισσα αντιστοιχούν χιλιάδες, εκατομμύρια γυναίκες-υποζύγια, όμως
στην ιστορία μας τα δύο ορφανά δεκαοκτάχρονα κορίτσια, που έμοιαζαν
«σαν δυο κεράσια», είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον έρωτα στο πρόσωπο του
Βασίλη, του «αρχάγγελου της λεβεντιάς», του θρυλικού λεβέντη του
νησιού. Έρωτα παράνομο, μια που ο αγαπητικός τους ήταν επικηρυγμένος
και γι’ αυτό τις επισκεπτόταν στο σπίτι τους μόνο τρεις τέσσερις φορές
το μήνα, τις νύχτες που δεν είχε φεγγάρι. Ο συγγραφέας δεν δίνει καμία
λεπτομέρεια αυτών των συναντήσεων. Στέκει μακριά, πολύ μακριά, και βάζει
τις γειτόνισσες να μιλούν για μια γριά πολύ παράξενη που έμπαινε στις
Λαμπρινές. Ήταν ψηλή ως εκεί πάνω, μαντιλοδεμένη κι ασουλούπωτη».
΄Εβλεπαν και τις κοπέλες νυχτιάτικα «να ξεπουπουλιάζουν με το λυχνάρι
ορνίθια στην αυλή. Όμως πού να μιλήσει κανείς!» Προφανώς τα ορνίθια θα
βράζονταν στο τσουκάλι για να χορτάσει και να ευφρανθεί ο πολεμιστής.
Το ξεπουπούλιασμα (αλλά και το σφάξιμο) των ορνίθων είναι το μόνο
σημάδι της ερωτικής νύχτας. Οι φάρισσες, οι μαντιτούτες θα πετάξουν πάνω
από το Αιγαίο, αλλά σε κανέναν δεν θα καυχηθούν και κανείς δεν θα τις
δει με «τα χρυσά τα φάλαρα και τα στολίδια».
Οι δύο ορφανές θα θρηνήσουν το θάνατο του Βασίλη του Αρβανίτη, που
δεν ήταν μόνο εραστής, αλλά και πατέρας, προστάτης και αδελφός. Δεν
έγιναν κυράδες και αρχόντισσες, στα μαύρα ντύθηκαν παντοτινά, στο
επιτάφιο θρήνο τους τις βλέπουμε για τελευταία φορά. Δεν είναι τα
κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας, όμως δάγκωσαν το γλυκόπικρο μήλο της ζωής
και, σαν μονοιασμένες αδελφές, μοιράστηκαν μια αγάπη καταδικασμένη.
Πόσες όμως γυναίκες, τότε και σήμερα, καταδικάζονται σε μια ζωή
άνοστη και συναισθηματικά στερημένη, πόσες γυναίκες δεν θα ζήλευαν τις
νύχτες με τον Βασίλη και τα ορνίθια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου