..............................................................
"Σαν γιορτή και σαν παιχνίδι..."
από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 23/3/2018)
"Σαν γιορτή και σαν παιχνίδι..."
από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 23/3/2018)
«Γράφω για να καταστήσω όλους τους άλλους δυσανάγνωστους», αυτή ήταν η απάντηση που είχε δώσει ο τεράστιος Σελίν, όταν τον είχαν ρωτήσει σχετικά με τον σκοπό της συγγραφικής του δραστηριότητας (και το πέτυχε απόλυτα ο άτιμος! Αν συγκριθούν με τον Σελίν -και την υπέροχα ρευστή, ανεπιτήδευτα ποιητική, διαυγή, τέλεια δουλεμένη στις λεπτομέρειες, ρυθμικά ευφάνταστη, μελωδική πρόζα του -, οι περισσότεροι συγγραφείς, ακόμα και κάποιοι πολύ μεγάλοι, διαβάζονται με βαριά καρδιά, προκαλούν χασμουρητά στις βιβλιοθήκες του κόσμου, όπως έλεγε κι ο Μπουκόφσκι). Η ίδια απάντηση θα μπορούσε να είχε δοθεί κι από τον Μισέλ Ουελμπέκ, σε αντίστοιχη ερώτηση. Τελειώνοντας ένα απ’ τα ωραιότερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει ποτέ στη ζωή μου, την εκπληκτική «Δυνατότητα ενός νησιού», συνειδητοποιώ ότι δεν ένιωσα σε κανένα σημείο, την παραμικρή πλήξη, δεν διέτρεξα ούτε μια σελίδα με την επιθυμία «να τελειώνω». Και μιλάμε για ένα έργο ασύλληπτα πυκνό σε επίπεδα, νοηματικές διαστρωματώσεις, πρωτότυπες ιδέες, κοινωνικοπολιτικές αιχμές και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Είναι πολύ σπουδαία υπόθεση να παράγεις μεγάλη, μέγιστη τέχνη και να το κάνεις να φαίνεται τόσο αβίαστο, ευχάριστο και πηγαίο. Να μην φανερώνεις πουθενά την σκληρή προσπάθεια, τον δημιουργικό κάματο που κρύβεται πίσω απ’ την τέλεια κατασκευή σου (πρέπει να τονιστεί ότι αναφέρομαι στην υψηλή τέχνη και μόνο, όχι στις εκατοντάδες ανοησίες που γράφονται στο πόδι, προορισμένες να καταναλωθούν πρόχειρα και βιαστικά, έτσι όπως παράχθηκαν, για να διασκεδάσουν την πλήξη ανθρώπων που επιδιώκουν απλώς να πλήττουν ευχάριστα με ό,τι καταπιάνονται). Έτσι έβλεπε ο Νίτσε και τον βαθύ, αποκαλυπτικό στοχασμό: σαν γιορτή και χαρούμενο παιχνίδι. Όταν η μεγάλη δημιουργία, δίνει αυτή την αίσθηση του παιχνιδιού και της απόλαυσης, προκαλεί ευφορία - αντίθετα, οπουδήποτε γίνεται αντιληπτός ο τεράστιος κόπος κι η υπέρμετρη προσπάθεια, ένα αίσθημα βαρύ και δυσάρεστο καταλαμβάνει και τον αποδέκτη της.
Υπάρχουν ιλιγγιώδεις –από την άποψη της πολυπλοκότητας και του αισθητικού εκτοπίσματος- καλλιτεχνικές παραγωγές, που όσο θαυμασμό ή δέος κι αν προκαλούν, μεταδίδουν αυτούσιο το αίσθημα της κούρασης που υπήρξε προϋπόθεση της δημιουργίας τους. Μυθιστορήματα που λυγίζουν κάτω απ’ το βάρος της επιτηδευμένης λογοτεχνικότητάς τους (υπερβολικά πολλές λέξεις, διεσπαρμένες αφειδώς στις παραγράφους ώστε να χτυπούν στο μάτι, ανοικονόμητη διαπλοκή φράσεων, εξαντλητικός υφολογικός πλουραλισμός), μουσικές συνθέσεις που φορτώνουν το αυτί με έναν πληθωρισμό από νότες, κινηματογραφικές ταινίες που οι εικόνες τους δεν διανοίγουν δρόμους στο βλέμμα αλλά «μπουκώνουν» τα μάτια με την εξαντλητική τους οπτική συμφόρηση. Η μεγαλεπήβολη προσπάθεια των δημιουργών, ο ματαιόδοξος χαρακτήρας των υπέρμετρα φιλόδοξων εγχειρημάτων τους, είναι στοιχεία που βρίσκουμε ελαφρώς τροποποιημένα στην καπιταλιστική οικονομοτεχνική παραγωγή. Δεν έχει, τελικά, ιδιαίτερη σημασία αν το κίνητρο στη μία περίπτωση είναι το να δρέψει κανείς καλλιτεχνικές δάφνες και στην άλλη να συσσωρεύσει χρήματα ή να καταλάβει μια νευραλγική θέση εξουσίας. Ο καλλιτέχνης δεν είναι λιγότερο φιλόδοξος απ’ τον διευθυντή πολυεθνικής. Το αντικείμενο της επιθυμίας είναι διαφορετικό, αλλά η επιθυμία ανάδειξης, κυριαρχίας, επιβολής, είναι η ίδια, ή ακόμα και μεγαλύτερη, και μάλιστα σ’ ένα πρωταρχικότερο επίπεδο (τι είναι άλλωστε πιο σημαντικό; Να ελέγχεις τα σώματα, διαχειριζόμενος την εργατική τους δύναμη ή να εξουσιάζεις ψυχές και συνειδήσεις; ). Η ψυχολογία του –πάση θυσία- νικητή, είναι κοινή. Παραμένει αλώβητη η –αστική- αντίληψη ότι ένα καλό αποτέλεσμα σε οποιονδήποτε τομέα της κοινωνικής ζωής, είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και μόνο. Το καλό, ακόμα και το τέλειο προϊόν μιας άοκνης προσπάθειας, δεν παύει να είναι αξιοθαύμαστο. Στην τέχνη, όμως, η διατήρηση της αίσθησης του αυθόρμητου, παραμένει πολύτιμη. Η Ομορφιά είναι (ή τουλάχιστον, φαίνεται) απλή υπόθεση. Αναβλύζει και κυριεύει το πεδίο, οριοθετώντας το, χωρίς να πασχίζει γι’ αυτό.
Ο Μπαχ, δεν μας φορτώνει ποτέ, είναι αδύνατον να κουραστούμε ακούγοντάς τον. Η μουσική του, μοιάζει να ζωγραφίζει το υπαρκτό με νότες, σαν να μετουσιώνει την απλότητα και τη χαρά της φυσικής κατάστασης σε αρμονικούς ήχους. Άλλοι μεγάλοι δημιουργοί, επίσης, σε οποιοδήποτε είδος τέχνης (εκτός από τους προαναφερθέντες, Σελίν και Ουελμπέκ, αναφέρω ενδεικτικά τους Σαίξπηρ, Μπωντλαίρ, Καμύ, Μπόρχες, Κούντερα, Μότσαρτ, Βαμβακάρη, Άκη Πάνου, Dylan, Σαββόπουλο, Δεληβωριά, Χίτσκοκ, Τρυφώ, Γούντι Άλεν, αδερφούς Κοέν ), πείθοντάς μας ότι πίσω από την δημιουργική τους δραστηριότητα δεν κρύβεται κάποια εξαντλητική υπερπροσπάθεια, αλλά η γιορτινή ευφορία κι ο ενθουσιασμός του παιχνιδιού, μας φέρνουν αντιμέτωπους με τα πλέον σοβαρά ανθρώπινα ζητήματα, χωρίς να μας (τα) ζαλίζουν. Έχουμε δρόμο μέχρι να φτάσουμε ως εκεί (ίσως θα χρειαζόταν κι ένας άλλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα), αλλά θεωρώ ότι στο μέλλον, η αξία ενός έργου θα μετριέται, κατά κύριο λόγο, κάπως έτσι. Ό,τι κουράζει, μπουχτίζει, εξαντλεί, μεταδίδει τη σκυθρωπή διάθεση με την οποία φτιάχτηκε, κάνοντάς μας σκυθρωπούς, όσο σπουδαίο κι αν είναι κατά τα άλλα, θα απορρίπτεται. Αντιθέτως, τα έργα εκείνα που, ανεξάρτητα απ’ το βάθος, τη νοηματική πυκνότητα και το μεγαλείο τους (ή, μάλλον, χάρη σ’ αυτά), θα μεταδίδουν μια δροσερή αίσθηση κεφάτης ευκολίας, θα αναγνωρίζονται ως τα πλέον επιτυχημένα και απαραίτητα.
Υπάρχουν ιλιγγιώδεις –από την άποψη της πολυπλοκότητας και του αισθητικού εκτοπίσματος- καλλιτεχνικές παραγωγές, που όσο θαυμασμό ή δέος κι αν προκαλούν, μεταδίδουν αυτούσιο το αίσθημα της κούρασης που υπήρξε προϋπόθεση της δημιουργίας τους. Μυθιστορήματα που λυγίζουν κάτω απ’ το βάρος της επιτηδευμένης λογοτεχνικότητάς τους (υπερβολικά πολλές λέξεις, διεσπαρμένες αφειδώς στις παραγράφους ώστε να χτυπούν στο μάτι, ανοικονόμητη διαπλοκή φράσεων, εξαντλητικός υφολογικός πλουραλισμός), μουσικές συνθέσεις που φορτώνουν το αυτί με έναν πληθωρισμό από νότες, κινηματογραφικές ταινίες που οι εικόνες τους δεν διανοίγουν δρόμους στο βλέμμα αλλά «μπουκώνουν» τα μάτια με την εξαντλητική τους οπτική συμφόρηση. Η μεγαλεπήβολη προσπάθεια των δημιουργών, ο ματαιόδοξος χαρακτήρας των υπέρμετρα φιλόδοξων εγχειρημάτων τους, είναι στοιχεία που βρίσκουμε ελαφρώς τροποποιημένα στην καπιταλιστική οικονομοτεχνική παραγωγή. Δεν έχει, τελικά, ιδιαίτερη σημασία αν το κίνητρο στη μία περίπτωση είναι το να δρέψει κανείς καλλιτεχνικές δάφνες και στην άλλη να συσσωρεύσει χρήματα ή να καταλάβει μια νευραλγική θέση εξουσίας. Ο καλλιτέχνης δεν είναι λιγότερο φιλόδοξος απ’ τον διευθυντή πολυεθνικής. Το αντικείμενο της επιθυμίας είναι διαφορετικό, αλλά η επιθυμία ανάδειξης, κυριαρχίας, επιβολής, είναι η ίδια, ή ακόμα και μεγαλύτερη, και μάλιστα σ’ ένα πρωταρχικότερο επίπεδο (τι είναι άλλωστε πιο σημαντικό; Να ελέγχεις τα σώματα, διαχειριζόμενος την εργατική τους δύναμη ή να εξουσιάζεις ψυχές και συνειδήσεις; ). Η ψυχολογία του –πάση θυσία- νικητή, είναι κοινή. Παραμένει αλώβητη η –αστική- αντίληψη ότι ένα καλό αποτέλεσμα σε οποιονδήποτε τομέα της κοινωνικής ζωής, είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και μόνο. Το καλό, ακόμα και το τέλειο προϊόν μιας άοκνης προσπάθειας, δεν παύει να είναι αξιοθαύμαστο. Στην τέχνη, όμως, η διατήρηση της αίσθησης του αυθόρμητου, παραμένει πολύτιμη. Η Ομορφιά είναι (ή τουλάχιστον, φαίνεται) απλή υπόθεση. Αναβλύζει και κυριεύει το πεδίο, οριοθετώντας το, χωρίς να πασχίζει γι’ αυτό.
Ο Μπαχ, δεν μας φορτώνει ποτέ, είναι αδύνατον να κουραστούμε ακούγοντάς τον. Η μουσική του, μοιάζει να ζωγραφίζει το υπαρκτό με νότες, σαν να μετουσιώνει την απλότητα και τη χαρά της φυσικής κατάστασης σε αρμονικούς ήχους. Άλλοι μεγάλοι δημιουργοί, επίσης, σε οποιοδήποτε είδος τέχνης (εκτός από τους προαναφερθέντες, Σελίν και Ουελμπέκ, αναφέρω ενδεικτικά τους Σαίξπηρ, Μπωντλαίρ, Καμύ, Μπόρχες, Κούντερα, Μότσαρτ, Βαμβακάρη, Άκη Πάνου, Dylan, Σαββόπουλο, Δεληβωριά, Χίτσκοκ, Τρυφώ, Γούντι Άλεν, αδερφούς Κοέν ), πείθοντάς μας ότι πίσω από την δημιουργική τους δραστηριότητα δεν κρύβεται κάποια εξαντλητική υπερπροσπάθεια, αλλά η γιορτινή ευφορία κι ο ενθουσιασμός του παιχνιδιού, μας φέρνουν αντιμέτωπους με τα πλέον σοβαρά ανθρώπινα ζητήματα, χωρίς να μας (τα) ζαλίζουν. Έχουμε δρόμο μέχρι να φτάσουμε ως εκεί (ίσως θα χρειαζόταν κι ένας άλλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα), αλλά θεωρώ ότι στο μέλλον, η αξία ενός έργου θα μετριέται, κατά κύριο λόγο, κάπως έτσι. Ό,τι κουράζει, μπουχτίζει, εξαντλεί, μεταδίδει τη σκυθρωπή διάθεση με την οποία φτιάχτηκε, κάνοντάς μας σκυθρωπούς, όσο σπουδαίο κι αν είναι κατά τα άλλα, θα απορρίπτεται. Αντιθέτως, τα έργα εκείνα που, ανεξάρτητα απ’ το βάθος, τη νοηματική πυκνότητα και το μεγαλείο τους (ή, μάλλον, χάρη σ’ αυτά), θα μεταδίδουν μια δροσερή αίσθηση κεφάτης ευκολίας, θα αναγνωρίζονται ως τα πλέον επιτυχημένα και απαραίτητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου