Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

[...«πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι»...] Από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 1/3/2018)


...............................................................



 ...«πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι»...



 

Από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 1/3/2018)


Πόσο άσχημα μου χτυπούν στ’ αυτιά κουβέντες όπως, «πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι» ή «τι άνθρωπος είσαι;» (όπου επικαλούμαστε, συνήθως, το ηθικό αίσθημα του άλλου) κτλ. Φαίνεται πως αποτελεί κάτι σαν κοινή πεποίθηση το ότι ο άνθρωπος είναι εγγενώς καλός ή πως στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης κυριαρχεί κάποιο είδος ηθικής ακεραιότητας, δυνάμει ή εν ενεργεία, σε λανθάνουσα κατάσταση ή πλήρως ανεπτυγμένη, και πως απλώς εξαρτάται απ’ τον καθένα να την αφήσει να βγει στην επιφάνεια για να συμπέσει με το a priori της ουσίας του. Προφανώς, τα διάφορα καθάρματα ανάμεσά μας, απλά αγνοούν αυτή την κρυφή τους δυνατότητα να είναι «άνθρωποι». Θέλει μονάχα λίγη παραπάνω δουλειά για να αξιοποιήσουν κάτι που, ακόμα και χωρίς να το γνωρίζουν, τους συνιστά σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο. Τίποτα δεν είναι πιο μακριά απ’ την αλήθεια, από αυτή τη ρομαντική ιδεοληψία της εγγενούς ανθρώπινης καλοσύνης. Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος δεν γεννιέται καλός, γίνεται, αν γίνεται, καλός (κι αυτό απλά σημαίνει «μη επιθετικός», όπως το αποδεικνύει ο Νίτσε στη «Γενεαλογία της Ηθικής») υπό προϋποθέσεις και καθώς υπόκειται σε μια μακρά εκπολιτιστική διεργασία, τις απαρχές της οποίας, την εξέλιξη αλλά και την εν γένει διαλεκτική της, αγνοεί συνήθως. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η καλοσύνη, η ανιδιοτέλεια, η ευγένεια, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός του πλησίον, είναι μοτίβα συμπεριφοράς που επιδιώκονται κι επιτυγχάνονται (αν και όποτε επιτυγχάνονται) απ’ τον πολιτισμό και τις διάφορες μορφές κοινωνικής οργάνωσης -με τις εξουσιαστικές πρακτικές που τους αντιστοιχούν-, και όχι ψυχικές ποιότητες σύμφυτες μ’ αυτό που κατά βάθος είμαστε. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι είναι ζώα ανταγωνιστικά, επιθετικά, με ροπή προς τον αλληλοσπαραγμό και τον πόλεμο, κι οι αιώνες που έχουν μεσολαβήσει από τότε που εκτόνωναν αυτά τα ένστικτα χωρίς ενοχές, δεν τους έχουν αλλάξει όσο πιστεύουν. Τα διάφορα είδη κοινωνικού και οικονομικού ανταγωνισμού, το επιβεβαιώνουν. Επειδή δεν μπορούμε πια να ασκούμε ωμή βία ο ένας στον άλλον, ασκούμε διάφορες μορφές παραλλαγμένης, μη σωματικής βίας στο κοινωνικό ή στο οικονομικό επίπεδο, χωρίς να διατρέχουμε τον (άμεσο τουλάχιστον) κίνδυνο να σκοτώσουμε ή να σκοτωθούμε. Βαθιά μέσα μας, θέλουμε πάντα να επιβληθούμε στον άλλο, να τον ισοπεδώσουμε ή να τον υποτάξουμε (είναι χρήσιμο να θυμόμαστε τις περιπτώσεις όπου παρατηρείται η εξαίρεση στον κανόνα: κάποιες σπάνιες μορφές ανιδιοτελούς γονεϊκής αγάπης, ορισμένες αληθινές φιλίες ή εκείνους τους λίγους ανθρώπους που αγαπούν αυθεντικά τους ερωτικούς συντρόφους τους, χωρίς να ζητούν να τους εξουσιάσουν με τον οποιονδήποτε τρόπο). Υπάρχουν κοινωνικοί σχηματισμοί στους οποίους αυτή η τάση δεν κρύβεται σχεδόν καθόλου. Υπάρχουν σεξουαλικές σχέσεις που το διατρανώνουν με πολλούς τρόπους. Επίσης, τι άλλο είναι ο επαγγελματικός ανταγωνισμός (ακόμα και ανάμεσα στα πιο «ευγενή» επαγγέλματα, στον καλλιτεχνικό ή τον επιστημονικό τομέα επί παραδείγματι), με τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που αναπόφευκτα επιφέρει, αν όχι βία μετουσιωμένη σε –νεοφιλελεύθερης έμπνευσης- «ευγενή άμιλλα»; Εκτός απ’ τη διαχείριση του φόβου του θανάτου, ποια είναι η βασική λειτουργία των θρησκειών αν όχι ο περιορισμός της κτηνώδους σκληρότητας των ανθρώπων σε ανεκτά επίπεδα κι η μετάλλαξή τους σε «ηθικά υποκείμενα», έτσι ώστε να μην αλληλοεξοντωθούν στην πρώτη ευκαιρία (άλλο αν τελικά, επιφέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα, το οποίο και, ιστορικά, παρατηρείται πιο συχνά). Ποια είναι η βαθύτερη χρησιμότητα των αθλημάτων σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, αν όχι η συντονισμένη προσπάθεια για εκτόνωση των ανταγωνιστικών και επιθετικών ροπών μας, με έναν τρόπο, υποτίθεται, «πολιτισμένο» και σχετικά ακίνδυνο για την ομαλή λειτουργία του συνόλου; Μετατρέπουμε τον πόλεμο σε παιχνίδι για να γλιτώσουμε τις πιο επιβλαβείς συνέπειές του. Αλλά όσο και να «παίζουμε» με τον πόλεμο, μας τυραννάει η ανάγκη του, έτσι κι αλλιώς. Όσο κι αν προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τη βία με τερτίπια και τεχνάσματα, μάς παραμονεύει από χιλιάδες μεριές και περιμένει μια στιγμή αδυναμίας μας για να πάρει τα ηνία και να μας αναλώσει. Η ανάγκη της επιβολής και της κατίσχυσης επί του άλλου (ή επί πολλών άλλων: οι πολιτικοί, οι δικτάτορες, οι διάφοροι θρησκευτικοί «ηγέτες», οι διευθυντές πολυεθνικών, είναι απλώς περιπτώσεις ανθρώπων στους οποίους οι εν λόγω ανταγωνιστικές και επιθετικές τάσεις έχουν ξεφύγει από κάθε λογικό έλεγχο και έχουν καταπιεί ολόκληρη την ύπαρξή τους), είναι το διαχρονικό πρόβλημα της ανθρωπότητας, ο λόγος που όσο και να προσπαθεί να βελτιωθεί στον ηθικό τομέα, πάντα αποτυγχάνει. Διάφορες πνευματικές μορφές (μεταξύ των σημαντικότερων, ο Βούδας, ο Χριστός, ο Καντ, ο Σοπενχάουερ, ο Καμύ, η Σιμόν Βέιλ, ο Λεβινάς) έχουν τονίσει κατά καιρούς τη σημασία της «παραίτησης από τη δύναμή μας» ως μοναδικό τρόπο να σωθεί η ανθρωπότητα από τον εαυτό της. Ο Νίτσε, από την άλλη, είδε την εξώθηση της βούλησης για δύναμη, της «επιθυμίας για απόσταση», όπως την ονόμαζε, ως τα άκρα, σαν μια άλλη λύση στο πρόβλημα. Έτσι ο άνθρωπος θα έφτανε στο σημείο να καταστραφεί ολοσχερώς, για να γεννηθεί από τις στάχτες του ο υπεράνθρωπος, ένα εντελώς διαφορετικό ον, για το οποίο η βία θα ήταν εντελώς περιττή (εφόσον, «η βία, μαρτυρά πάντα την ανάγκη για έναν κανόνα»), θα είχε απελευθερωθεί απ’ τους παλιούς περιορισμούς και, εξ’ αυτού, θα την είχε ξεπεράσει. Το ζήτημα με την αστική δημοκρατία είναι ότι βρίσκει πάντα μέσες λύσεις, γι’ αυτό και δεν μπορεί να ελπίζει σε τίποτα περισσότερο από μια σταδιακή παρακμή και αποσύνθεση, μέχρι το αναπόφευκτο τέλος, όπου οι άνθρωποι, μετά από μια μακρόχρονη περίοδο κατά την οποία μεταμφιέζουν τα καταστροφικά ένστικτά τους, τα καταπιέζουν ή «διασκεδάζουν» μ’ αυτά, θα φτάσουν σ’ ένα σημείο όπου η υποκρισία, το παιχνίδι και το θέατρο δεν θα τους αρκούν ως ημίμετρα και θα ζητήσουν να ενσαρκώσουν τη σκοτεινή αλήθεια τους ως το τέρμα, με πιθανό τίμημα τον όλεθρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: