Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

"...Η αυτοκτονία μου" (απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Περικλή Κοροβέση "γύρω από το νησί η θάλασσα", εκδ. Ιθάκη, 1982))

.............................................................








Περικλής Κοροβέσης (γ. 1942)














"...Η αυτοκτονία μου" (απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Περικλή Κοροβέση "γύρω από το νησί η θάλασσα", εκδ. Ιθάκη, 1982)


…Άνοιξα τα μάτια. Είχανε φύγει όλοι. Η φωτιά είχε σκεπαστεί και όλα τα πράγματα ήταν μαζεμένα. Τίποτα δεν είχε απομείνει από το γλέντι. Ο ουρανός μαβής. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Κάποιος μ’ είχε βάλει σ’ ένα σλίπινγκ μπαγκ. Ήμουνα σαν εκείνα τα μωρά που τα τυλίγουνε σ’ ένα καλαθάκι και τ’ αφήνουν έξω από το ορφανοτροφείο. Η Γκαμπριέλα πρέπει να μου έκανε τη δουλειά. Κι εγώ που ήμουν έτοιμος για όλα, εγώ που για το χατίρι της θα πήγαινα όπου και να μου ζητούσε. Τώρα καιρός να πάω όπου θέλω εγώ. Ο θάνατος κι εγώ μπορούμε να ‘μαστε ελεύθεροι. Και έτσι απλά πήρα την απόφαση να πάω να πνιγώ. Θάνατος στη θάλασσα, θάνατος τον Αύγουστο. Μια πέτρα κι ένα γερό σκοινί. Να το εισιτήριο για το πολύχρωμο ταξίδι στη δίνη του βυθού. Τα ψάρια θα μου φάνε τα μάτια και θα κατοικήσουν στο κρανίο μου. Θα ελευθερωθούν τα κόκαλά μου από την άχρηστη σάρκα μου. Τα γυμνά μου κόκαλα θα δώσουν στέρεη βάση στα κοχύλια. Ευτυχία, πέρα από τα σύνορα των ανθρώπων. Κάποιος μου ‘χε πει πως υπάρχει ένα σερνικό παράσιτο που όλη του τη ζωή την περνάει μέσα στην μήτρα του θηλυκού, που τρέφεται από το θηλυκό και περνάει όλη του τη ζωή σε μιαν ατέλειωτη σεξουαλική πράξη. Μήτρα η θάλασσα. Εγώ το παράσιτο.

   Βγήκα από το σλίπινγκ μπαγκ, σχεδόν με προσκοπικό κέφι, και άρχισα να ψάχνω για σκοινί. Στη βάρκα του Μάριου είχα δει πως είχε σκοινί. Θυμόμουνα καλά, ήταν από κείνα τα πλαστικά σκοινάκια που δεν τα πιάνει το μάτι σου και μπορεί να κρατήσουν έναν τόνο. Άμα το κάνεις διπλό, δυο τόνους. Wonderfull, σκέφτηκα. Μού ‘χε έρθει στο μυαλό η αγγλική λέξη που έψαχνα για να πω στην Γκαμπριέλα πως είναι υπέροχη. Γέλασα. Για κοίτα λέω, ο θάνατος έχει χιούμορ. Είχε αρχίσει να μισοφέγγει. Η θάλασσα ήταν μαύρη. Θα πήγαινα  να φουντάρω από την αριστερή δαγκάνα του κάβουρα. Εκεί που είχα κάτσει με την Τέρψη. Δεν ξέρω γιατί προτίμησα αυτή τη δαγκάνα. Και το πιο αστείο ακόμα ήταν πως, αν ήταν να φουντάρω από τη δεξιά δαγκάνα, δε θα το έκανα ποτέ. Βρήκα μια μεγάλη κοτρόνα που είχε μια τρύπα στην άκρη, λες και ήταν ειδική παραγγελία για αυτοκτονίες. Το μόνο της μειονέκτημα ήταν  το βάρος της. Και όσο την κουβάλαγα, τόσο πιο ασήκωτη γινόταν. Στη μέση της δαγκάνας περίπου είχε γίνει μαρτύριο. Έτσι αποφάσισα να μην αυτοκτονήσω στην άκρη, αλλά στη μέση. Το ίδιο έκανε.

   Ετοιμάζω τα πάντα με μεθοδικότητα. Κάνω τη θηλιά, τη φοράω, κάνω ένα γερό κόμπο που ήταν αδύνατο να λυθεί. Ήμουνα έτοιμος για το σάλτο. Διαπιστώνω όμως πως ήμουνα ντυμένος. Μου φάνηκε γελοίο να αυτοκτονήσω με τα ρούχα. ‘Έπρεπε να γδυθώ, να πετάξω τα ρούχα μου στη θάλασσα, έτσι που να μη μπορεί να εντοπιστεί ποιος ήμουν. Το παντελόνι και το σώβρακο δεν ήταν πρόβλημα. Βρέθηκαν αμέσως στη θάλασσα. Το πρόβλημα ήταν η μπλούζα που δεν έβγαινε. Την εμπόδιζε η θηλιά που είχα κάνει. Πήγα να τη σκίσω. Αδύνατον. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ πως αυτά τα τιποτένια πετσετί μπλουζάκια ήταν τόσο ανθεκτικά. Άρχισε να φωτίζει ακόμα πιο πολύ. Με  πιάνει αγωνία. Θα ‘ταν φοβερά γελοίο θέαμα το πτώμα μου. Όποιος το έβρισκε θα ‘σπαζε μεγάλη πλάκα, με τον κώλο έξω, τ’ αρχίδια να κρέμονται, και αποπάνω το πετσετί μπλουζάκι. Είδα πως εδώ ελόχευε ο κίνδυνος αναβολής. Τι μαλακίες κάθομαι και σκέφτομαι. Εδώ θα πεθάνω, και αυτό με νοιάζει; Πήρα την πέτρα στα χέρια μου. Ήταν σαν να έπαιρνα τη μοίρα μου, και σταθερά πηγαίνω στην άκρη. Εκεί οι βράχοι γλιστράγανε, φεύγει η πέτρα από τα χέρια μου, μού γδέρνει την κοιλιά, πέφτει στα νύχια των ποδιών μου και τρελάθηκα στον πόνο. Δεν έβγαλα κιχ. Νόμισα πως μου έσπασε όλα μου τα δάχτυλα. Ήταν τόσο δυνατός ο πόνος, που μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη. Λέω να κάνω καλά τα δάχτυλά μου πρώτα. Να πεθάνω όπως θέλω. Και να μην έχω και αυτό το ηλίθιο πετσετί μπλουζάκι. Ήμουνα σίγουρος πως δεν έδινα αναβολή. Ήταν κάτι άλλο. Επέλεγα με ακρίβεια το θάνατό μου.

   Από τα δάχτυλά μου έτρεχαν αίματα. Η κοιλιά μου σφαγμένη. Έμοιαζα ήδη μισοσκοτωμένος. Πάω να σηκώσω την πέτρα για να γυρίσω πίσω. Ξαναγλιστράω και μ’ αγκαλιά την πέτρα βρίσκομαι στο νερό. Μια βαριά μυρουδιά πετρελαίου μ’ έπνιξε. Δεν ήξερα πως ο θάνατος είχε μυρουδιά. Στεκόμουνα στην επιφάνεια και δεν πήγαινα στον πάτο. Δεν καταλάβαινα. Η πέτρα είχε πατώσει, είχα πέσει στα ρηχά. Το νερό μου ‘ρχόταν μέχρι το λαιμό.

   Τεράστια κομμάτια πίσσα κολυμπάγανε δίπλα μου. Είχε φωτίσει πια και έβλεπα τους μαύρους όγκους της πίσσας να βγαίνουν στην ακτή. Η βρώμα ήταν αβάσταχτη. Βγαίναν από παντού καταραμένες αναθυμιάσεις. Πήγα να κουνήσω λιγάκι την πέτρα. Ήταν αδύνατο. Κάπου είχε σφηνώσει. Έμοιαζα σαν ήρωας μυθιστορήματος που ο συγγραφέας δεν ήξερε πώς να το τελειώσει. Ήμουνα σαν σκυλί που το είχαν δέσει για να μη φύγει. Βγήκε ο ήλιος. Τι θα ‘λεγα στους άλλους που θα με βρίσκανε έτσι; Θα τους έλεγα φάρσα.       


Δεν υπάρχουν σχόλια: