..............................................................
Περικλής Κοροβέσης (γ. 1941)
Αποσπάσματα
από το μυθιστόρημα «Γύρω από το νησί η θάλασσα» του Περικλή Κοροβέση (εκδ.
«Ιθάκη», Αθήνα 1982)
Στο πλοίο
…Έμαθα ξαφνικά πως ο
πατέρας μου είχε πολιτική δραστηριότητα. Και αυτό έγινε σε μια φάση που εγώ
είχα μισήσει την πολιτική. Μ’ είχε φωνάξει στο γραφείο του, στο σαλόνι μας. Από
κει έκανε μονάχα σημαντικές ανακοινώσεις. Μού λέει πως έχω μεγαλώσει. Έχω μπει
σ’ ένα δρόμο και είμαι ώριμος για να οργανωθώ. Ήταν καιρός πια να μάθω για τη
ζωή του, πως υπήρξε μαχητής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχε κάνει Μακρόνησο, είχε φάει ξύλο
με το τουλούμι, είχε ακόμα τα σημάδια που τον πονάνε στις αλλαγές του καιρού
και άλλα πολλά. Τον άκουγα και βαριόμουνα. Ήταν για μένα το ίδιο πράγμα, όπως
οι κουβέντες του στο τραπέζι. Ποτέ δεν είχα βρει κάτι που να μου αρέσει και δεν
έλεγε τίποτα που να μην το είχε ξαναπεί. Στην ΚΝΕ, μου λέει είναι οι καλύτεροι
φοιτητές, τα παιδιά των καλύτερων οικογενειών. Εκεί χτίζεται η αυριανή, φωτεινή
Ελλάδα. Εκεί είναι η θέση μου…
…Η απαγωγή
Στο μπαρ πήρα μια μπουκάλα ουίσκι. Βρήκα μια
γωνιά και κρύφτηκα. Μ’ άρεσε όταν κρυβόμουν. Από τότε που ήμουν παιδί αυτό.
Τότε ακόμα πιο πολύ μ’ άρεσε να πιστεύω πως είμαι αόρατος. Όταν γυρίζαμε
οικογενειακώς από τον καλοκαιρινό κινηματογράφο, με κράταγε η μάνα μου από το
χέρι και εγώ έκλεινα τα μάτια για να γίνω αόρατος. Αν ήμουν αόρατος θα μπορούσα
να κάνω θαυμαστά πράγματα. Αόρατος και ιπτάμενος. Θα μπορούσα να κάνω ό,τι
ήθελα. Τι θα ‘θελα να κάνω όμως; Κάτι εντυπωσιακό. Κάτι που όλος ο κόσμος να
μιλάει γι’ αυτό. Να έκλεβα τον Καραμανλή; Όλος ο κόσμος θέλει να φύγει η δεξιά,
και δεν μπορεί να τη διώξει. Αν ήμουν αόρατος και ιπτάμενος, θα μπορούσα να τη
διώξω μονάχος. Θα πήγαινα αόρατος στο πολιτικό του γραφείο. Όχι, θα ‘χε κόσμο
εκεί. Θα πήγαινα αόρατος στο σπίτι του. Την ώρα που θα κοιμόταν. Θα τον έπαιρνα
στην αγκαλιά μου κοιμισμένο. Θα πετάγαμε σε μεγάλο ύψος πάνω στην Αθήνα για να
μη μας δει κανείς. Για σκέψου τι θα ‘λεγε ο κόσμος αν έβλεπε τον Καραμανλή να
πετάει πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Εμένα δε θα μ’ έβλεπαν, γιατί θα ‘μουν
αόρατος. Σίγουρα θα τον έπαιρναν για θεό, και δε θα ‘φευγε ποτέ η δεξιά. Χάρηκα
γι’ αυτή μου την προνοητικότητα. Και μου ‘λεγε η Αντιγόνη πως δεν έχω πολιτική
σκέψη.
Θα τον πήγαινα στο πατρικό. Ποιος θα τον
υποπτευόταν; Κανένας. Θα ξύπναγα το πρωί και θα τα ‘χε χαμένα. Θα του μιλούσα
στον πληθυντικό ή στον ενικό; Στον πληθυντικό. Θα ‘ταν καλύτερα. Αυτός τι θα
‘κανε; Μάλλον καφέ θα ζήταγε. Βέβαια, πρωί πρωί τι να ζητούσε ο άνθρωπος.
Εντάξει, πάει και ο καφές. Μετά, λογικά θα ‘πρεπε να ρωτήσει αν έχω ξανακάνει
απαγωγές. Θα του έλεγα όχι. Αν είχε φιλότιμο, τότε θα ‘πρεπε να μου έλεγε πως,
πέρα από τις διαφωνίες, αξίζω θερμά και ειλικρινή συγχαρητήρια. Κι εγώ τι θα
έκανα; Μάλλον θα κολακευόμουνα, και σίγουρα, αφού ολόκληρος Καραμανλής με
θαύμαζε, γιατί να μην του ανταποδώσω κι εγώ τα ίδια. Ναι, θα του ‘λεγα κι εγώ
θαυμάζω το έργο σας, σας θεωρώ πολύ μεγάλο πολιτικό, αλλά καταλαβαίνετε, δεν
μπορώ να είμαι καραμανλικός. Δεν το σηκώνουν οι καιροί. Και έχει γούστο να με
καταλάβαινε. Να μου ‘λεγε ο Καραμανλής πως κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μ’
αναγκάσει να ‘μαι άλλο από αυτό που είμαι. Σ’ αυτή τη δημοκρατία πιστεύει και
σε τέτοιους ανθρώπους πρέπει να στηρίζεται η πολιτεία. Σ’ ανθρώπους σαν και
μένα, που θ’ ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ροβεσπιέρου, του Καρλομάγνου, του
Καραμανλή. Σκέψου, τώρα, μ’ όλα αυτά να με συγκινούσε ο Καραμανλής, και σκέψου
να μου ‘λεγε πως είναι τόσο πικραμένος από τους διαδόχους του, που θα ‘θελε να
‘χει ένα παιδί σαν και μένα, που αυτό θα ‘ταν ο διάδοχος και συνεχιστής του
έργου του. Θα μου μάθαινε, λέει, όλα τα μυστικά της τέχνης του. Ρητορική,
διοίκηση, επιχειρηματολογία, πολιτικό ντύσιμο, πολιτικό στήσιμο. Τα πάντα που
έχουν σχέση με την πετυχημένη πολιτική. Πού θα ξανάβρισκα τέτοια ευκαιρία;
Μου λέει ο Καραμανλής, κάτσε. Πάρε μολύβι
και χαρτί. Θα σου υπαγορέψω λίγο Θουκυδίδη. Εσείς του πολυτεχνείου είστε όλοι
ανορθόγραφοι. Η ορθογραφία είναι σαν την ορθοδοξία. Και πρέπει να τελειώσεις
και το πολυτεχνείο. Είναι απαραίτητο για την πολιτική σου καριέρα. Τι θα γράφει
από κάτω η προεκλογική σου αφίσα;
Την έβρισκα πραγματικά με τον Καραμανλή.
Είχε κάτσει με τα σώβρακα κάτω απ’ την ελιά και μου υπαγόρευε αργά και καθαρά.
Σκιζόμουνα να μην κάνω λάθος. Ξαφνικά μπαίνει ο πατέρας μου και καταλαβαίνει
αμέσως τι έχω κάνει. Έρχεται με φόρα καταπάνω μου, λέει συγνώμη κύριε πρόεδρε,
και μ’ αρχίζει στα χαστούκια. Κοιτάω τον Καραμανλή και αυτός κοιτούσε λες και
ήταν αφίσα. Ο πατέρας μου ουρλιάζει. Μου λέει, κωλόπαιδο, με τις παρέες που
έχεις μπλέξει, σε μάθανε ακόμα να κάνεις και απαγωγές. Εσύ, ο γιος μου. Και τι θα
πούνε ρε για μένα, τον τίμιο αγωνιστή που έφαγε όλη του τη ζωή στις φυλακές και
εξορίες; Με τι μούτρα ρε θα βγω στην κοινωνία; Αυτό είναι προβοκάτσια της CIA, για να την πληρώσει το τιμημένο
Κάπα Κάπα, αλήτη, και άρχισε να μου δίνει μπουνιές, κλοτσιές και να με φτύνει.
Η συνέχεια είναι θολή. Αρπάζω ένα τσεκούρι, δίνω μια στο κεφάλι του πατέρα μου
και ανοίγει στα δυο. Μου λέει, τι κάνεις εκεί; Τον πατέρα σου σκοτώνεις; Την
κατάρα μου να ‘χεις. Εγώ συνέχισα. Είχε πέσει κάτω και βαρούσα όπου έβρισκα.
Του έκοβα τα χέρια, τα πόδια, ώσπου έγινε μια λάσπη από αίματα και κρέατα. Τότε
μονάχα μίλησε ο Καραμανλής. Μπράβο παιδί μου, είπε. Μόνο τα ιστορικά πρόσωπα
μπορούν και σκοτώνουν τον πατέρα τους. Του λέω κι εγώ, κύριε πρόεδρε να σας πάω
στο σπίτι σας. Δε θέλω να φανεί ότι σας είχα απαγάγει. Μου λέει, δε χρειάζεται,
θα βρω το δρόμο μου. Θα πάρω ένα ταξί και θα πάω. Σου εύχομαι να βρεις κι εσύ
τον δικό σου.
Χτυπάει ένα κουδουνάκι. Ο μπάρμαν λέει δύο η
ώρα. Η μπουκάλα έχει τελειώσει. Βγαίνοντας έξω κατάλαβα το ακριβές επίπεδο της
σούρας. Τα πόδια μου ήταν σαν βραστά μακαρόνια. Είδα κι έπαθα να φτάσω πίσω…
… Μόνος με τ’ άστρα
Ζήτησα από την Τέρψη να με συχωρέσει, αλλά
θα πήγαινα έξω· αυτή δε θύμωσε καθόλου, ούτε προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη.
Αντίθετα, μου δίνει και ένα σλίπινκ μπαγκ και λέει πως δεν χρειάζεται να της
δώσω καμιά εξήγηση. Την εξήγηση την οφείλω σ’ εμένα και σε κανέναν άλλο. Βγες
έξω και μίλα με τ’ άστρα. Μάθε από τ’ άστρα. Μην καθυστερείς, πήγαινε και
τυλίξου καλά. Τ’ άστρα φέρνουν ρίγος.
Η αμμουδιά ήταν έρημη. Όλοι είχαν αποσυρθεί.
Ήταν μια περίεργη ησυχία. Είχε δυνατή αστροφεγγιά. Δεν ξέρω αν μ’ είχε
επηρεάσει η Τέρψη. Τ’ άστρα μού φάνηκαν πιο κοντινά. Τυλίχτηκα στο σλίπινκ
μπαγκ και τα κοίταζα. Δε μου ‘ρχόταν καμιά σκέψη. Κανένα μήνυμα. Ούτε εγώ ήξερα
τι να πω στ’ άστρα. Το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν πως είναι πάρα πολλά. Μού
θύμιζαν βιου-μάστερ.
Το μυαλό μου είχε αρχίσει να καθαρίζει. Αύριο
θα έφευγα. Ήμουνα σίγουρος γι’ αυτό. Δε φοβόμουν να το πω. Θα τους έλεγα:
παιδιά, δε με παίρνει άλλο. Την κοπανάω. Μου φάνηκε τόσο απλό, που σχεδόν
γέλασα. Ήθελα κάπου να χωθώ γι’ απόψε, να ‘ναι απαλά και ήσυχα. Μου ‘χε βάλει
ιδέες η Τέρψη. Λέω, θ’ ακολουθήσω εκείνο τ’ αστέρι, μήπως βρω μια γωνιά για να
κοιμηθώ. Χωρίς πλάκα, βρήκα μια εσοχή στο βράχο, γεμάτη ζεστή άμμο. Χώθηκα, και
ήταν ωραία. Τυλίχτηκα καλά, όχι γιατί κρύωνα, αλλά γιατί μ’ άρεσε τα σκεπάσματα
να με τυλίγουν καλά. Έβλεπα τη θάλασσα που είχε αρχίσει πάλι να κάνει πιέτες.
Ερχόταν ένα καθαρό αεράκι, σαν ανάσα παιδιού. Έκλεισα τα μάτια μου και άκουγα
το ρυθμό των κυμάτων που γλείφαν την αμμουδιά. Ο ρυθμός ήταν αργός, έμοιαζε με
νανούρισμα. Να έβγαινε μια γοργόνα μέσα από το κύμα, και να μ’ έπαιρνε μαζί της
στο παλάτι κάτω από τα νερά. Εκεί που το σύμπαν ολόκληρο θα ‘ναι νερένιο, πολύχρωμο,
μ’ ονειρικά φυτά και αεικίνητα ψάρια! μ’ έπιανε ο ύπνος γλυκά γλυκά, με
ξεκούραζε και τον ευγνωμονούσα.
Ονειρεύτηκα πως ήμουνα μικρός σε μια κούνια, σ’
ένα σπίτι που δεν το γνώριζα. Είχε αρχίσει ν’ αστράφτει. Κοίταζα από το παράθυρο
τον ουρανό να ραγίζει από τις αστραπές και να γίνονται όλα άσπρα, ξεβαμμένα. Φοβόμουνα.
Από τις βροντές η κούνια μου έτρεμε. Έξω από το παράθυρο μεγάλα δέντρα λύγιζαν
από τον αέρα που έκανε τις κορφές τους ν’ αγγίζουν σχεδόν τη γη. Κράταγα σφιχτά
μια καρό κουβέρτα. Την είχα στο στόμα μου και τη δάγκανα δυνατά. Ένας κεραυνός
πέφτει ακριβώς έξω από το παράθυρο, σπάει τα τζάμια, και οι κουρτίνες άρχισαν ν’
ανεμίζουν. Ο άνεμος άρχισε να παίρνει πράγματα από το δωμάτιο και να τα σπάει.
Μου παίρνει την καρό μου κουβέρτα, τη σηκώνει ψηλά και τη βγάζει έξω. Την είδα
να χάνεται ψηλά στον αέρα και ν’ αναφλέγεται. Κομμάτια αναμμένα άρχισαν να πέφτουν
εδώ κι εκεί. Άρχισα να φωνάζω, μαμά! Σηκώθηκα και βγήκα έξω, από το παράθυρο. Έκανε
ζέστη. Ζέστη από φωτιά. Μπροστά μου ήταν ένα δάσος με ξεριζωμένα δέντρα, ξαπλωμένα,
σαν σφαγμένα προϊστορικά ζώα. Από δω κι από κει βγαίναν καπνοί. Προχώραγα στην
τύχη. Βλέπω σε μια μεγάλη λακκούβα ένα τσούρμο περίεργους φαντάρους με πανοπλίες, να έχουν δέσει
μια γυναίκα σ’ έναν κορμό και να τη βιάζουν κάτω από τις διαταγές ενός αξιωματικού.
Κοιτάζω καλύτερα. Η δεμένη γυναίκα ήταν η μάνα μου. Βλέπω το πρόσωπό της. Βλέπω
καθαρά τα μισόκλειστα μάτια της. Έδειχνε να σφαδάζει από ηδονή. Με πιάνει ο
αξιωματικός, νομίζω ήταν ο πατέρας μου, και μου λέει: Έξω από δω, γρήγορα! Απαγορεύεται
να ‘ρχονται δω παιδιά. Είναι στρατιωτική περιοχή.
Ξύπνησα, αλλά δεν ήταν σαν να ‘βγαινα από
εφιάλτη. Ήταν σαν να ’χε τελειώσει ένα όνειρο. Το πρώτο πράγμα που θυμήθηκα ήταν
πως η κουβέρτα ήταν πραγματική. Κουβαλούσα πάντα μαζί μου, όπου και να πήγαινα,
μια κουβερτούλα. Μέχρι παιδί αυτό. Ένα καλοκαίρι, νομίζω ήμουνα στην τρίτη δημοτικού,
ο πατέρας μου έκαψε την κουβέρτα, και τον είδα. Ήταν στα Ντούρνια. Δεν του είπα
τίποτα, αλλά το ‘πα στη μάνα μου με κλάματα. Και η μάνα μου μού ‘πε πως δεν είδα
καλά. Τα σκουπίδια έκαιγε ο πατέρας μου. Μετά, ξέχασα την ύπαρξη της κουβέρτας.
Άκουσα κάτι ψιθυρισμούς. Σ’ απόσταση δυο τριών
μέτρων από την τρύπα μου ήταν ξαπλωμένο ένα ζευγάρι, γυμνοί κι αγκαλιασμένοι
σφιχτά. Μιλούσαν σιγά και δεν μπορούσα να καταλάβω ποιοι ήταν. Πήγε το μυαλό
μου στο Χρόνη και τη Λίτσα. Βεβαιώθηκα ύστερα από λίγο. Έμεινα ακίνητος, κοιτώντας
τους, και προσπαθούσα ν’ ακούσω τι λέγανε. Κρατούσα την ανάσα μου για να μην
προδοθώ…
…Εγώ ερωτευμένος (απόσπασμα)
…Γυρίζοντας στο τραπέζι
είχε πέσει νέκρα. Όλοι είχαν βυθιστεί σε διάφορες σκέψεις. Αυτή η σιωπή, από
την εύθυμη παρέα, μ’ έκανε να τους νιώσω όλους πολύ κοντά. Αδερφούς και συντρόφους.
Γυρίζω στις δίδυμες και λέω. Σας παρακαλώ κορίτσια, ποια είναι η Μαρία;
Πάνω από το κεφάλι μου αισθάνθηκα μια σκιά. Κάτι
θα ‘θελε ακόμα ο μπάτσος. Γυρίζω και βλέπω ένα γεράκο, γαλήνιο, μ’ άσπρα γένια,
περιποιημένα και ψαλιδισμένα, μ’ ένα άσπρο κουστουμάκι πεντακάθαρο και παναμαδάκι.
Αρχοντόπουλα και αρχοντοπούλες μου, να μου επιτρέψετε να σας παρουσιαστώ. Είμαι
ο κόντες Διβάρης. Με την άδειά σας, μήπως μπορώ να κάτσω λίγο στο τραπέζι σας;
Και χωρίς να περιμένει απάντηση κάθισε στην ίδια καρέκλα που κάθισε και ο μπάτσος.
Κράταγε ένα μπαστούνι εβένινο με χρυσή λαβή, και στα δάχτυλά του είχε δαχτυλίδια.
Στο μεσαίο δάχτυλο φόραγε ένα μεγάλο δαχτυλίδι με οικόσημο-σφραγίδα. Ήταν σαν
να βγήκε από παλιό πίνακα.
Διέκρινα τη στεναχώρια σας. Γι’ αυτό ήρθα. Η
στεναχώρια είναι κύματα. Έτσι δεν είναι δεσποσύνες μου; Κοίταξε τις δίδυμες και
συνέχισε. Πέρναγα για να κάνω μια βόλτα στο μόλο και έπιασα τα κύματα της στεναχώριας
σας. Γύρισα και κοίταξα τα τραπέζια. Η στεναχώρια ερχόταν από αυτό το τραπέζι.
Μου επιτρέπετε, αρχόντοι, να κάνω μια πρόχειρη μέτρηση; Δε θα σας ενοχλήσω καθόλου.
Και πάλι χωρίς να περιμένει απάντηση, βγάζει από την τσέπη του γιλέκου του ένα
χρυσό ρολόι και το κοιτάζει. Μετά σηκώνει το μπαστούνι του και με προτεταμένη
τη χρυσή λαβή το περνάει μπροστά από τον καθένα μας. Σταματάει σε μένα. Κοίταζε
το ρολόι του και έλεγε συνέχεια πο πο πο. Κλείνει το ρολόι και κατεβάζει το
μπαστούνι. Αφέντη μου, λέει, εσύ εκπέμπεις τόση στεναχώρια, όση δεν εκπέμπουνε όλοι
οι άλλοι μαζί. Και αυτό είναι πολύ καλό. Μην τυχόν είσαι ποιητής του λόγου σου;
Από τις μετρήσεις που έχω κάνει μόνο οι ποιητές εκπέμπουν τέτοια στεναχώρια. Έχεις
το ίδιο ύψος στεναχώριας που είχε και ο Διονύσιος Σολωμός. Την είχε μετρήσει με
το ίδιο μπαστούνι ο παππούς του παππού μου. Η στεναχώρια είναι ευγενικό και
δημιουργικό αίσθημα. Μέσα από κει επικοινωνείς με το θείο και με τον έρωτα. Προνόμιο
των αρχοντικών ψυχών. Η πλεμπάγια, όπως και οι σκύλοι, μ’ ένα κόκκαλο σού γλείφει
το χέρι. Κουνάει λίγο το μπαστούνι του και λέει: Δυστυχώς δεν μπορώ ν’ απαντήσω
στις ερωτήσεις. Έρχονται και άλλα κύματα στεναχώριας. Αυτό είναι πολύ σπάνιο.
Την ίδια μέρα ν’ ανακαλύψω και άλλη εστία! Μερικές φορές περνάνε μήνες και μήνες,
καμιά φορά και χρόνια που δε γίνεται τίποτα. Αντίο αρχόντοι μου. Αντίο, ποέτα
μου. Ποίηση ή θάνατος, και έβγαλε το παναμαδάκι του να μας χαιρετίσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου