Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Ερωτικόν λογοτεχνικόν/πεζογραφικόν τρίπτυχον... (Από τη Θεματική Ανθολόγηση "Του Έρωτα", "Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου", 1994)

............................................................













Από το διήγημα «Το χρυσούν μαστίγιον» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809 – 1892)













Όταν ήλθεν η ώρα της δοκιμασίας...


«…Η συναναστροφή ήτο ζωηροτάτη και η Ιουλία, πλήρης ευθυμίας, εχόρευεν ως πτερωτή και ελάλει ως χελιδών.

   Μετά τον πρώτον χορόν ελθούσα εκάθησε πλησίον της κ. Δυβαλλώνος, ήτις εις τοιαύτας περιστάσεις τή εχρησίμευε πολλάκις ως μήτηρ, διότι μητέρα δεν είχεν.

   Απ’ αυτής της κατακτήσεως ο πατήρ της ήλθεν εις Αλγερίαν, όπου και εφονεύθη· έκτοτε δ’ έμεινεν αυτή πλησίον της κυρίας Σαιν-Μαρτίνης, της θείας της, ήτις ήτο η πλησιεστέρα συγγενής. Η κυρία όμως αύτη, φιλάσθενος ούσα, δεν εδύνατο να την συνοδεύη πάντοτε εις τας συναναστροφάς· δια τούτο η Ιουλία ήθελεν ευρίσκεσθαι εις δεινήν και δυσάρεστον θέσιν εν μέσω του κόσμου, αν η κυρία Δυβαλλών, συμπαθής και ευεργετική πάντοτε, δεν εξέτεινεν επ’ αυτής σκιάν προστάτιν.

   Πλησίον της δ’ εκάθησε μετά τον χορόν και ο συγχορευτής της, και αι συνδιαλέξεις των εξηκολούθησαν ζωηρότεραι και ευθυμότεραι παρά πρότερον. Ο Ριχάρδος μέχρι του τρίτου αντιχόρου δεν επλησίασε διόλου εις την Ιουλίαν, απέφευγε δε και να διέλθη εμπρός της, ή να υψώση τους οφθαλμούς επ’ αυτήν. Αλλ’ ως υπό μαγνητικήν επιρροήν διατελών βλέπει και τα μη παρόντα και ακούει και τα μάλλον μεμακρυσμένα, ούτω και αυτός είχε διηνεκώς προ οφθαλμών του την Ιουλίαν και τον νέον κόμητα, και εις το άλλον άκρον της αιθούσης όταν κατέφευγεν, έβλεπεν όμως εκείνης το φαιδρόν μειδίαμα, και ήκουε τον ταραχώδη του κόμητος γέλωτα· διότι, όσον και αν ο Ριχάρδος επροσπάθει κατά την στιγμήν ταύτην ν’ αποδείξη εις εαυτόν το εναντίον, είναι βέβαιον ότι ελάτρευε την Ιουλίαν μετά πάσης της δυνάμεως ψυχής ενθέρμου και ποιητικής ως η εδική του.

   Ενόμισε μάλιστα εις διαφόρους περιστάσεις ότι το αίσθημά του διωράτο υπό της νέας, και ότι δεν έμενεν ουδ’ αυτή αδιάφορος προς αυτό. Αλλά της Ιουλίας ο χαρακτήρ ήτο φαινόμενον αντιφάσεων, πλήρης αιδήμονος συστολής συγχρόνως και πλήρης ανδρικής τόλμης, δεκτικός σφοδρών αισθημάτων και ενταυτώ ελαφράς επιπολαιότητος, φλογερόν ηφαίστειον εις το βαθος, ανθηρός λειμών εις την επιφάνειαν, ολισθηρός χαμαιλέων, συμμεταβάλλων χρώμα μετά των περικυκλούντων αυτόν χρωμάτων.

   Δια τούτο, ενώ ο Ριχάρδος ενόμιζεν ότι ανεκάλυπτεν αληθή συγκίνησιν και εμβριθή αίσθησιν εις αυτήν, και η λέξις ήτις έμελλε να μεταβάλη την ζωήν του πάσαν εις χαράν παραδείσου εθλίβετο φλογερά εις τα χείλη του, αίφνης την έβλεπε κούφως μετατρεπομένην, τας ματαίας τέρψεις εκθύμως επιζητούσαν, και η λέξις από των χειλέων του κατήρχετο πικρά εις την καρδίαν του πάλιν, και έμενεν απορών αν ηγάπα την εντελεστέραν ή την κοινοτέραν των γυναικών.

   Προ πάντων δε μετά την άφιξιν του στρατάρχου Βυζώδου, της Ιουλίας η κεφαλή εφαίνετο μη δυνηθείσα ν’ ανθέξη εις την χρυσόκροσσον στολήν, εις τους αργυρούς πτερνιστήρας, εις τον ξανθόν μύστακα, εις το ευγενές όνομα, εις την φήμην του πλούτου, και εις το γερμανικόν στρόβιλον του κόμητος Δε-Λαφεριέρου. Εις όλους τους χορούς, εις όλας τας διασκεδάσεις, εις όλας τας εκδρομάς, πεζάς ή εφίππους, ο κόμης ήτο πλησίον της πάντοτε, και η λαμπρότης του υπασπιστού τοσούτον συνεσκίαζε την του Ριχάρδου εικόνα, ώστε είδομεν την Ιουλίαν καταφυγούσαν ως και εις το ψεύδος ιν’ αποφύγη αυτόν και δώση το Κοτιλλιόν εις τον προτιμώμενον χορευτήν.

   Τέλος έφθασεν ο τρίτος αντίχορος. Ο Ριχάρδος ήλθε προς την Ιουλίαν, όλος τρέμων εκ συγκινήσεως, και κλίνας σιωπηλώς προς αυτήν, την ωδήγησεν εις την θέσιν της. Όταν ηθέλησε να τή αποτείνη τον λόγον, η φωνή του ήτο πλήρης δακρύων. Αλλ’ η Ιουλία ήτο τόσον φαιδρά, τόσον εύθυμος, τώ ωμίλει τόσον φιλικώς, μετά τόσης εμπιστοσύνης, έπειτα δ’ ήτο τόσον ωραία, ώστε ο Ριχάρδος, ελθών μετ’ αποφάσεως να μείνη αδιάφορος και ψυχρός, και μετά τον χορόν να μακρυνθή από πλησίον της δια πάντοτε, συνεταράχθη κατ’ αρχάς, μετά ταύτα παρεδόθη εις άφραστον γοητείαν, και μετά το τέλος του αντιχόρου, ως παιδίον πειθόμενος εις το πρώτον της νεύμα, έσπευσε μετά παλλούσης καρδίας  να καθήση εις θέσιν ήν τώ έδειξε κενήν πλησίον της.

   Αλλ’ ενώ συνωμίλουν, και η συνδιάλεξις ελάμβανε χαρακτήρα όλως εμπιστευτικόν, και ο Ριχάρδος επέτα ες τον έβδομον ουρανόν, από του άλλου πέρατος της αιθούσης ορμά ο κόμης θορυβωδώς, λαμβάνει την πρώτην τυχούσαν καθέδραν, και κάθηται εμπρός της Ιουλίας, ώστε να γίνη εις τον διάλογον τρίτος. Ο Ριχάρδος ησθάνθη ισχυρόν πείσμα εντός του, αλλ’ ενόμισεν, ή τουλάχιστον επροφασίσθη καθ’ εαυτόν, ότι νομίζει άτοπον να εγερθή τότε και να απέλθη.

   Από λόγου εις λόγον ωμίλησαν και περί των Αράβων των φανέντων περί την πόλιν.

   -Αν έλθουν να μας προσβάλουν οι Άραβες, ελπίζω ότι θα μας υπερασπισθήτε, κύριε κόμη, είπεν η Ιουλία μετά φιλαρέσκου τρόπου προς τον Δε-Λαφεριέρον.

   -Το ξίφος τούτο είναι εις την διάθεσίν σας, απεκρίθη ο αξιωματικός. Όταν σας υπερασπίζηται, ημπορεί ν’ αντιταχθή καθ’ όλης της Αραβίας, της Πετραίας και της Ευδαίμονος. Δεχθήτε με ως ιππότην σας, και μη έχετε φόβον.

   -Εννοείται ότι θέλομεν χύσει το αίμα  μας υπέρ υμών, κυρία, έσπευσε να προσθέση ζωηρώς ο Ριχάρδος, και ότι θέλετε έχει τα σώματά μας προπύργιον.

   -Βλέπετε, κυρία, οποία μάγισσα είσθε; είπεν ο κόμης χαριεντιζόμενος. Τον κ. Δυβαλλιώνα, τον ειρηνικόν υπηρέτην της Θέμιδος, ματαβάλατε αίφνης εις πολεμιστήν αιμοχαρή. Ο κ. Δυβαλλών επεμβαίνει εις τα δικαιώματά μας.

   Ο Ριχάρδος ήτον έτοιμος ν’ απαντήση πικρόν τινα λόγον· αλλά συνησθάνθη ότι εδύνατο να φανή γελοίος, και εσιώπησεν.

   -Αν ήμην ανήρ, είπεν η Ιουλία, αποβλέπουσα προς τον Λαφεριέρον, ήθελον γίνει στρατιώτης. Είναι το μόνον επάγγελμα άξιον του ανδρός. Τι ευγενέστερον τού να στηρίζηταί τις επί της ανδρίας του, και ουδένα φοβούμενος, να σώζη προσέτι και να υπερασπίζηται και τους φίλους του;

   -Και η ανδρία, είπεν ο Ριχάρδος, δηχθείς την ψυχήν εκ των απερισκέπτων τούτων λόγων, είναι άφευκτον να ευρίσκηται μόνον υπό την στολήν του στρατιώτου;

   -Τουλάχιστον, απήντησεν η φιλόγελως κόρη, υπό τον μανδύαν του δικαστού δεν θα μας πείσητε ότι πρέπει να την ζητήσω. Δεν είναι αληθές, κύριε κόμη;

   -Κυρία, απεκρίθη ο κόμης καγχάζων· αν κυριεύσωσι ποτέ οι Άραβες το Αλγέριον, δεν σας συμβουλεύω να προσφύγητε εις το δικαστήριον ίνα σωθήτε.

   -Όταν έλθη η ώρα της δοκιμασίας, είπεν ο Δυβαλλών, ενώ ήρχιζεν ήδη ν’ αναβράζη το αίμα του, τότε θέλομεν ιδεί πού υπάρχει η αληθής ανδρία.

   -Ω! κύριε Δυβαλλών, είπεν η Ιουλία, μας πέμπετε εις τας ελληνικάς καλάνδας. Χθες επήγα έφιππος έως την Μεγάλην Βρύσιν, και εκεί, εις τον πλάτανον, ελησμόνησα το χρυσούν μου μαστίγιον. Προ ολίγου επρότεινα εις τον κύριον κόμητα να μοι το φέρη αύριον, αλλά μοι απεκρίθη ότι είναι αδύνατον, διότι οι Άραβες κατέχουσι την δίοδον. Αν είσθε ο ήρως οπού μας λέγετε, ιδού καιρός να το αποδείξητε· φέρετέ μοι την μάστιγά μου, να σας δώσω τον στέφανον της ανδρίας.

   -Απατάσθε, κυρία· δεν επαγγέλλομαι τον ήρωα, είπεν ο Ριχάρδος συστέλλων τας οφρύς.

   Και στραφείς μετά βαθείαν υπόκλισιν, εμακρύνθη, διότι ήρχιζεν ο νέος χορός· δι’ όλης δε της εσπέρας δεν επλησίασεν εις αυτήν πλέον.

   Εις το Κοτιλλιόν η Ιουλία τον ανεκάλυψεν εις μίαν γωνίαν ιστάμενον ωχρόν και ακίνητον, και ήλθε προς αυτόν να τον εκλέξη δι’ ένα γύρον. Ο Ριχάρδος εχόρευσε, και την άφησεν εις την θέσιν της, ευχαριστήσας αυτήν δια βαθείας κλίσεως της κεφαλής, χωρίς να ειπή ουδέ λέξιν. Μετά ταύτα δ’ ανεχώρησεν από του χορού μετά της μητρός του.


………………………………………………………………….


Την δ’ επαύριον, ημέραν Κυριακήν, καθ’ ήν τα δικαστήρια εσχόλαζον, ετοιμάσας από πρωΐας τον ίππον του, και λαβών εις χείρας το πυροβόλον του, απεχαιρέτισε την μητέρα του λέγων ότι υπάγει να κυνηγήση. Η κυρία Δυβαλλών τον προέτρεψε να μη εκτεθή, μέχρις ού οι Άραβες διωχθώσιν από των πέριξ της πόλεως, αλλά την καθησύχασε διισχυριζόμενος ότι αυτοί δεν είναι δυνατόν να μη απεσύρθησαν ήδη, ότι άλλως τε γνωρίζει τους δρόμους καλώς.

   Ιππεύσας λοιπόν, εξήλθε της πόλεως, και εστράφη ευθύς προς την Μεγάλην Βρύσιν…


..............................................
















Κωνσταντίνος Ράδος
(1862 - 1931)















Απόσπασμα από το διήγημα «Η Δενίνα» του Κωνσταντίνου Ν. Ράδου


 ...Είναι ανάγκη λέξεων πλέον;...


«…Λέγουν ότι ο άνθρωπος – εκτός της εξαιρέσεως της εντελούς αποκτηνώσεως -, θα πληγή άπαξ σπουδαίως υπό του έρωτος. Όλοι επέρασαν απ’ εκεί, όλοι θα περάσουν. Το πλήγμα τούτο το παραδέχεσθε κεραυνοβόλον, δεν το παραδέχεσθε, δεν αναμιγνύομαι εις αυτάς τας θεωρίας, το βέβαιον είναι ότι έρχεται αδυσώπητον και δεν αργεί να λάβη καταστρεπτικάς διαστάσεις. Η κοινωνία εν τούτοις δεν είναι επιεικής προς τους πάσχοντας από τον δυσθεράπευτον αυτόν πυρετόν. Είναι η περίστασις της Δενίνας και του Λέλου. Τα πράγματα μεθ’ όλα ταύτα επί μακρόν δεν εφαίνοντο προοιωνιζόμενα την τρικυμίαν. Οσάκις όμως τύχη ο Λέλος να προσφέρη τον βραχίονά του εις την βαρωνίδα, δεν ηξεύρω πώς η χειρ της θα ευρίσκετο πάντοτε άνευ χειροκτίου να ακουμβά αμελώς επί της βάσεως του αντίχειρος του υποχρεωτικού συνοδού. Δεν ηξεύρω διατί εις τους σπανίους πλέον χορούς της βαρωνίδος, το καρνέ της εις όλας τας μικράς του σελίδας, αρχίζει πάντοτε από το αυτό όνομα, «Λέλος Τσιμάρας!». Δεν ηξεύρω διατί όταν ημέραν τινά έπεσεν η χρυσή πόρπη του μανδύου του, μία βαρωνίς και μία Ζένο ερρίφθη εις τα γόνατα δια να ψάχνη τα ανάκλιντρα να εύρη του κυρίου αυτού το χρυσούν κόσμημα. Και δεν ηξεύρω ακόμη περισσότερον διατί όταν σφοδρύνεται η συζήτησις η βαρωνίς Πριούλη ευρίσκει πάντοτε ότι έχει δίκαιον ο ιππότης Τσιμάρας, il cavaliere Tsimara. Δυστυχής Τσιμάρας! Εμβήτε εις την θέσιν του. Ήτο δυνατόν να μη τρελλαθή; Έφυγε προ προσώπου της; Όχι! Δεν ήθελε, δεν έπρεπεν. Εσυλλογίζετο τον Ζένο, αυτόν τον Πριούλην, του οποίου απελάμβανε τέλος της οικειότητος, της φιλοξενίας, της εμπιστοσύνης.

   Η Δενίνα εν τούτοις ηγνόει ακόμη ποία θύελλα πάθους εκοιμάτο εις τα στηθη του Λέλου, και πόσον το πάθος τούτο ήτο παλαιόν. Θα το εμάνθανε μετ’ ολίγον.

   Ο Λέλος δεν έρχεται πλέον, δεν φαίνεται πουθενά. Έφυγε λοιπόν, ησθένησε, τι γίνεται; Ή, δεν εννοεί! ή δεν λυπάται; Πρέπει χωρίς άλλο να τον ίδη. Η Δενίνα είναι επιτέλους Ενετή. Τίποτε δεν την φοβίζει. Θα φορέση την μαύρη μάσκα και αυτή και η γόνδολά της θα σχίση τα φαιά ύδατα των λαγουνών προς αναζήτησίν του. Είχε νυν την τόλμην να πλεύση μέχρι Κιότζας, μέχρι Μπρόνδολο. Αλλά δεν ήτο ανάγκη. Ο Λέλος διαμένει πλησιέστερον, εις την άκραν της άλλης διώρυγος του Γκραν-Κανάλ, εις την νήσον της Σάντα-Κιάρας. Είναι κλεισμένος εις το γραφείον του και γράφει, γράφει. Τακτοποιεί τας υποθέσεις του, θα απέλθη εις Πάδοβαν, είναι πλέον αποφασισμένος.

   Ακούονται κτυπήματα εις την εξώθυραν, ομιλίαι εις την κλίμακα, εις τον διάδρομον. Διακρίνει σαφώς δύο γυναικείας φωνάς η μία είναι της γραίας θαλαμηπόλου, αλλά η άλλη, η άλλη!... Έπειτα ένα φρου-φρου, το οποίον δεν του είναι εντελώς άγνωστον… Vergine santissima. Μετ’ ολίγον εισέρχεται η θαλαμηπόλος! Una donna, signor!...

   Μένει άναυδος καρφωμένος προ του γραφείου του. Δεν τολμά να υψώση τους οφθαλμούς. Εκείνη όμως λαμβάνει θέσιν έναντί του, του διηγείται αφελώς πώς επανερχομένη εκ της εξοχής διήλθε τυχαίως υπό τα παράθυρά του, πώς ανεγνώρισε το οίκημά του, το οποίον αυτός ο ίδιος κάποτε τους το είχε περιγράψει. Δεν το ενθυμείται; Δεν θα ήτο ασυγχώρητος να μη εισέλθη να ίδη τι γίνεται ο φίλος των, ο οποίος αδικαιολογήτως δεν φαίνεται πλέον; - Να ο μπαμπάς έχει ένα μήνα να παίξη πικέτο! – Ή μήπως ήτο ασθενής; Τι έχει; Ταλαίπωρε Τσιμάρα!  

   Εν τούτοις θέλει να παλαίση ακόμα, αλλά τρέμει ως το φύλλον. Θέλει να ομιλήση, δεν ευρίσκει λέξεις… Καταλήγει εις το να την παρακαλέση με τα σωστά του «φύγε, σε παρακαλώ, Δενίνα!». Της ομιλεί νυν εις ενικόν αριθμόν, ο δείλαιος! Την αποκαλεί με το βαπτιστικόν της όνομα. Και εκείνη να του ανανεύη με εν ύφος παιγνιώδες, με εν μειδίαμα μαγίσσης εις τα χείλη. Έπειτα σηκώνεται αποτόμως “bene io parto” και προχωρούσα προς την θύραν τον κυττάζει ως μαγευμένη… Με ερωτάτε τώρα πώς εκεί εις την θύραν ευρέθησαν ο ένας εις τας αγκάλας του άλλου, πώς ευρέθησαν ηνωμένοι εις εν ατελείωτον φίλημα αφάτου ηδονής, απεριγράπτου ευτυχίας;…

   Όταν είδεν από τα παράθυρά του την γόνδολαν να πλέη μακράν, οποίον κενόν, οποίαν ερημίαν ησθάνθη πέριξ του. Ήθελε να τρέξη εξοπίσω της. Αλλ’ όχι ακόμη. Από αύριον. Πρέπει να την βλέπη καθ’ ημέραν, δις της ημέρας. Όλας τας άλλας ώρας του θα σκέπτεται την ώραν εκείνην της ευτυχίας. Λοιπόν τον αγαπά!

   Ναι τον αγαπά και μηχανάται νυν τα πάντα δια να τον βλέπη ει δυνατόν διαρκώς. Ω, εάν ηδύναντο να συμβιώσουν, να μη χωρίζωνται ποτέ. Να φύγουν λοιπόν. Αλλά το σκάνδαλον, ο πατήρ Ζένος! Εφοβείτο την Ενετίαν και ελυπείτο, επόνει τον γέροντα πατέρα της. Θα τον εφόνευε τούτο.

   Εν τω μεταξύ πίνουν, πίνουν αχόρταγοι εις το ποτήρι της ηδονής. Η Δενίνα μετά χαράς άμα και πόνου μανθάνει από πόσου χρόνου λατρεύεται. Και να μη το γνωρίζη! Ο Λέλος αφ’ ης επάτησε το έδαφος της Ενετίας, αφ’ ης την είδεν εις την Πιατζέταν, δεν είχε οφθαλμούς παρά δι’ αυτήν. Της περιγράφει τους θριάμβους της, τους οποίους αυτός παρετήρει από της σκιάς του. Πόσον ωραία ήτο ως νύμφη, αλλά πόσον οδυνηρά δι’ αυτόν η στιγμή καθ’ ην αύτη παρήτει τον βραχίονα του πατρός της δια να στηριχθή επί του βραχίονος του Πριούλη. Έπειτα όταν την είδεν μίαν φοράν να διέρχεται επί του βραχίονος του Πριούλη προ του καφενείου Φλοριάν, εις την πλατείαν του Αγίου Μάρκου. Εφορούσεν την άσπρην εκείνην τουαλέταν, το ενθυμείται πολύ καλά, κ’ επήγαινε καμαρωμένη, μειδιώσα. Όλοι οι τζοβινότοι έστρεψαν τα βλέμματα προς αυτήν, όλοι αφήκαν μίαν κραυγήν θαυμασμού, και οι ζωηρότεροι τι δεν έψαλλον του ευτυχούς Πριούλη. Ο Λέλος βέβαια δεν έλεγε τίποτε, έσκυψε το κεφάλι εις μίαν εφημερίδα και ήτο δυστυχής.

   Και εκείνη χωρίς να το θέλη ήρχιζε τότε να τρελλαίνη τον Λέλον με τα λόγια της. Αχ, να ήσο εδώ δια πάντα, εις αυτό το μέγαρον, να ήτο ιδικόν σου, να μη εχωριζόμεθα ποτέ. Και είτα ωθούσα αυτόν επί του συνήθους του Πριούλη ανακλίντρου, έλεγε λόγια παραφροσύνης. Να, κάθησε αυτού και διώξε τον τώρα που θα έλθη. Ησθάνετο τον εγκέφαλόν του να αναλύη, να φεύγη. Είτα αίφνης αύτη κατελαμβάνετο υπό ελέγχου τινός της συνειδήσεως, ήθελε να σταματήση επί του χείλους του βαράθρου, ωμίλει περί καθηκόντων. Ω, δια να λησμονήση μετά μίαν στιγμήν όλα, δια να ριφθή εις τας αγκάλας του, να κρεμασθή από τα χείλη του ημιθανής!

   Η απειρία των εν τούτοις ήρχισεν ολίγον να τους προδίδη. Τους εφαίνετο τόσον φυσικόν να αγαπώνται. Τους εφαίνετο δικαίωμά των. Θεωρούν εαυτούς τα δύο ημίση του μήλου του Περσικού μύθου. Και προβαίνουν νυν εις τα πλέον παράτολμα πράγματα. Επωφελούμενοι των απουσιών του βαρώνου δεν βλέπονται μόνον εν τω μεγάρω. Έρχεται αυτή εις Σάντα-Κιάρα. Τι φοβείται δεν το λέγει κάθε βράδυ ο γέρων Δαγών:


              Celui qui prend’ l’ amour pour guide et pour appui

              Marche tranquille et sur. Les Dieux veillent sur lui.
  

   Τα βήματά των τους φέρουν, τους τολμητίας, δια της κρηπίδος των Εσκλαβώνων, δια του δημοσίου κήπου, μέχρι της άκρας της Μόττας πολλάκις. Και όταν αι πρώται σκιαί της κατερχομένης νυκτός αρχίζουν να καλύπτουν αυτούς, περνά την χείρα της εις το βραχίονά του, στηρίζεται με όλον το βάρος του σώματός της επ’ αυτού. Βαδίζουν προσβλεπόμενοι εις τους οφθαλμούς σιγηλοί. Είναι ανάγκη λέξεων πλέον;…

..........................................






  
Κοσμάς Πολίτης

(1888 - 1974)









Απόσπασμα από το διήγημα «Η Κορομηλιά» του Κοσμά Πολίτη 


 ...Κάποιος είπε πως το ωραίο είναι το απλό όταν δεν είναι εύκολο...


«…Το απόγεμα με πήρε το Λενιώ και πήγαμε στη θέση μας, πλάι στη δεξαμενή. Παρατήρησα πως είχε βγάλει απόψε κάλτσες και παπούτσια. Σε λίγο ακούστηκε η φωνή του κύριου Μάνθου από την αυλή:
   -Λενιώ! Λενιώ!
   -Σώπα! μού κάνει εκείνη.
   Μ’ έπιασε από το χέρι και τραβήξαμε κάτω από τα δέντρα ωσότου φτάσαμε στην καλαμιά.
   -Στάσου εδώ και μην κουνάς, μου λέει.
   -Αλήθεια πως θα παντρευτείς; τη ρώτησα.
   Ανασήκωσε τους ώμους δίχως ν’ αποκριθεί. Από δω που είμαστε κρυμμένοι ακούσαμε σε λίγο να φεύγει το αμάξι πάνω στον καρόδρομο.
   …Το φεγγάρι γιόμιζε. Κάθε βράδυ το βλέπαμε να βγαίνει πιο αργά πίσω από τη ρεματιά, τα κορόμηλα πάνω απ’ το κεφάλι μας παίρνανε μιαν απόχρωση πρασινοκόκκινο-ασημί. Και το αγριοπερίστερο – η δεκοχτούρα όπως τη λένε – ξαγρύπναγε μέσα στη φυλλωσιά κάποιου κυπαρισσιού κι επέμεινε να λέει πως τα ψωμιά είναι σωστά: δε-κοχ-τώ… δε-κοχ-τώ… δε-κοχ-τώ… - είτανε κι αυτό από τις ιστορίες που μας διηγότανε ο κυρ Νικόδημος.
   -Απόψε ας μείνομε λιγάκι περισσότερο, είπεν η κυρία Ελένη.
   Εκείνη μ’ έβαζε να πλαγιάσω. Καληνύχτιζα τον κυρ Νικόδημο, φιλούσα το Λενιώ και πήγαινα στην κάμαρά μου με την κυρία Ελένη. Πλάι στη δική μου κοιμόταν το Λενιώ, οι κάμαρές μας βρισκόταν πάνω στο διάδρομο που άρχιζε απ’ τη μεγάλη σάλα.  Οι πόρτες μένανε ανοιχτές για να ‘χει το Λενιώ το νου του και σ’ εμένα, καθώς της είχε παραγγείλει από την πρώτη μέρα η θεια της. Λοιπόν, μ’ έβαζε να πλαγιάσω, κι έπειτα, μόλις έβλεπε πως βάραιναν τα μάτια μου, έφευγε πατώντας ακροπόδαρα. Όμως την έπαιρνα είδηση – όπως έπαιρνα είδηση από το πάνε κι έλα πως το Λενιώ γδυνότανε στο πλάι. Δεν ξέρω αν είτανε όνειρο: μέσα στον ύπνο μου κάποιες φορές ένιωθα το Λενιώ να σκύβει πάνω στο προσκεφάλι μου και ν’ ακουμπά το χέρι της στο μέτωπό μου.
   Κοιμόμουν μονοκόμματα ως το πρωί, πάνω στο ίδιο πλευρό. Τη νύχτα εκείνη, ωστόσο, κάτι με ξύπνησε και άνοιξα τα μάτια μου. Το καντήλι άναβε ακόμη. Μα κι ο διάδρομος μπροστά στην κάμαρά μου έφεγγε από μια λευκή ανταύγεια – όπως ν’ αντιφωτούσε πάνω εκεί μια λαμπερή επιφάνεια. Ο Μούρτζος γαύγιζε, όχι αγριεμένα, ένα γαύγισμα σα να ‘τανε φωνή ανθρώπου, γεμάτο νοσταλγία, πώς να στο εξηγήσω, κάτι σαν αίτημα ή σαν επίκληση, ένα ερώτημα στο άγνωστο – μια προσευχή; Μπορεί γι’ αυτό να μη φοβήθηκα. Ούτε ακόμη και τις αγελάδες που κάθε τόσο αναστενάζαν μ’ ένα μουγκρητό… Τα κοκόρια αποκρινόντανε το ένα στ’ άλλο.
   Δεν είταν όμως τούτες οι φωνές που με κάνανε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Κάτι παλλόταν έξω στα χωράφια, πάνω στα κλήματα, στις φυλλωσιές, κάτι αναδευόταν στον αέρα και στον ουρανό. Σα να σαλεύει το γρασίδι, το τριφύλλι ανάσαινε – τα μολοχάνθια, τα γεράνια, οι κρίνοι τεντώναν τα κορμάκια τους και τις ψυχές τους, κι έβγαινε από κάθε φυλλαράκι μια ψιθυριστή ομιλία καθώς αυτές που ακούει το Λενιώ. Τα ‘βλεπα όλα, τ’ άκουγα, μ’ όλο που το παράθυρο είτανε κλειστό και τρόγυρα οι τοίχοι.
   Το φυτίλι τσιτσίρισε μεσ’ στο καντήλι κι έσβησε. Μεμιάς ένιωσα να κρυώνουνε τα πόδια μου πάνω στις πλάκες. Έτρεξα στο διάδρομο και από κει στην καμαρούλα του Λενιού. Θαμπώθηκα. Μια φωτερή αχλύ μπροστά μου και μέσα στο γαλάζιο φως τ’ ολόλευκο κρεβάτι λουλάκιαζε μετέωρο σα να μην άγγιζε τη γης.
   -Γιαννάκη, μου κάνει σιγανά, γιατί σηκώθηκες;
   Είχε το ένα μπράτσο κάτω απ’ το κεφάλι, το άλλο κρεμόταν έξω απ’ το κρεβάτι και κράταγε στα δάχτυλα έναν κρίνο.
   -Φοβήθηκες;
   -Όχι, της λέω, δε φοβήθηκα.
   -Βλέπεις τι όμορφο είναι το φεγγαρόφωτο απόψε;
   Με το χέρι της που κράταγε τον κρίνο μού άγγιξε το μέτωπο, έτσι, σα χάδι, ας πούμε.
   -Πονείς, πουθενά; με ρώτησε.
   - Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου.
   - Χα! Κοίταξ’ εκεί καμώματα!
   - Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου, της ξαναλέω.
   - Μα θα κοιμηθείς, όχι ομιλίες!
   Ανασήκωσε το σεντόνι, και πλάγιασα κοντά της.
   -Έλα από μέσα, μου λέει, απ’ τη μεριά του τοίχου.
   Πέρασα πάνω από το Λενιώ για να πλαγιάσω από την άλλη. Καθώς μ’ έπαιρνε ο ύπνος, μου μύριζε ο κρίνος της πάνω στο προσκεφάλι…
   Το Λενιώ με ξύπνησε αυγή-αυγή. Έπρεπε ν’ αρμέξει τις αγελάδες κι εγώ να πάω στο κρεβάτι μου. Όμως, έξω, είταν τέτοια χαρά Θεού που απομείναμε για ώρα στο παράθυρο κοιτάζοντας την ξέθωρη πανσέληνο καθώς κατέβαινε στα δεξιά μας, πίσω από το σύδεντρο και τον Προφήτ’ Ηλία να στέκεται σαν Άγγελος Κυρίου πάνω από την καταχνιά.
   -Βλέπεις τα κυπαρίσσια εκείνα – μου λέει το Λενιώ – και τ’ άλλα εκεί πιο πέρα; Τα φυτεύουνε σα γεννηθεί ένα κορίτσι, κι έπειτα, σα μεγαλώσει, του τα δίνουνε για προίκα.
   - Ποια είναι τα δικά σου; τη ρωτώ. Φυτέψαν κυπαρίσσια και για σένα;
   - Ποιος σου ‘πε πως εγώ θα παντρευτώ;
   Την αγκάλιασε όπως είταν σκυμμένη πάνω στο πρεβάζι κι ακούμπησα το μάγουλό μου στα τραχιά μαλλιά της…
………………………………………………………………….

  
«…Ανασήκωσα τα μάτια μου και είδα να στέκεται στην είσοδο ακόμη μια κοπέλα. Ήρθε κοντά μου.
   -Λοιπόν, εσύ είσαι ο Γιαννάκης; Ή μήπως σε φωνάζουν Τζων;
   -Όχι, της λέω, Γιαννάκη.
   Μου χαμογέλασε και λέει πιο σιγανά:
   -Πάμε να καθήσουμε πιο πέρα να μην τους ενοχλούμε. Καλά που ήρθες να μου κρατήσεις λίγη συντροφιά, δεν πολυνιώθω από χαρτιά και τα βαριέμαι.
   Σηκώσαμε μαζί το τραπεζάκι και το φέραμε πλάι στην είσοδο, εκεί που είτανε αραδιασμένες κάμποσες γλάστρες με μπεγκόνιες. Ένιωσα να ζεσταίνεται η καρδιά μου.
   -Γιατί δεν είσαστε χτες το απόγεμα περίπατο με τη μαμά σας; τη ρωτώ.
   -Καθόμουνα και διάβαζα. Πε μου, σ’ αρέσουν τα βιβλία;
   -Τα βιβλία με ζωγραφιές.
   -Και βέβαια με ζωγραφιές! Η κοκκινοσκουφίτσα, οι σαράντα δράκοι, ο λύκος και τ’ αρνί… Μα κάθομαι και φλυαρώ, πρώτα η δουλιά κι έπειτα οι ομιλίες. Έλα μαζί μου.
   Με πήρε μέσα στην τραπεζαρία.
   -Δες, μου κάνει. Σου έφτιαξα τριών ειδών γλυκά γιατί δεν ήξερα το γούστο σου. Ποιο προτιμάς; Εγώ λέω να δοκιμάσεις κι από τα τρία.
   Τα θυμούμαι ακόμη τα γλυκά: πάστα φλόρα, παντεσπάνι και, βέβαια, κουλουράκια. Μου λέει:
   -Πήγαινε να προσφέρεις και στους άλλους;
   - Απ’ όλα; ρώτησα κατσούφης.
   Γέλασε.
   -Χμ, θαρρώ πως μόνο κουλουράκια είναι αρκετά, μού κάνει με τόνο εμπιστευτικό. Τι λες εσύ;
   Γύρισα τη μικρή πιατέλα τριγύρα στο τραπέζι που παίζανε χαρτιά. Έπειτα καθήσαμε οι δυο στη θέση μας πλάι στις μπεγκόνιες, εκείνη έπιασε το εργόχειρο και όσο της μιλούσα έλεγε: - Ναι; Αλήθεια;… Της μίλησα για το Μούρτζο, για τις αγελάδες, για τα πουλάκια που κλώσησε η κότα. – Ξέρετε, τα πουλάκια βγαίνουνε από τ’ αυγό, δεν είναι σαν τα μοσχαράκια που…
   -Ωραία, μου λέει, κόβοντάς με. Μου μίλησες για όλα, εκτός για το Λενιώ.
   - Ναι, της λέω αδιάφορα, παίζω και με το Λενιώ καμιά φορά. Μα έχω πιο καλά τώρα που κάθομαι μαζί σας.
   - Χμ, είσαι ένας κιόλας μικρός κόλακας κι ένας άπιστος άντρας. Πώς να σ’ εμπιστευτούνε οι γυναίκες όταν θα μεγαλώσεις;
   Η φωνή της είτανε ήρεμη και αρμονική, την έβρισκα μια πολύ όμορφη κοπέλα και πως δεν έτυχε ποτέ μου ν’ ανταμώσω παρόμοια. Όπως έγερνε λιγάκι το κεφάλι κατά μένα, ο λαιμός της σχημάτιζε κάποιο βαθούλωμα κοντά στον ώμο και μου ερχόταν ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου εκεί, να την ακούω να μιλά κι εγώ να συλλογιέμαι πράματα αλλόκοτα σαν τα βαθιά της μάτια με το φωτερό χαμόγελο που ίσως – δεν ξέρω πώς μου φάνηκε – σα να το θάμπωνε μια πίκρα, μια συλλογή που μόνο ύστερ’ από χρόνια έτυχε πάλι ν’ ανταμώσω στα μάτια της… Μα δεν πρόκειται να σου μιλήσω τώρα για πράματα που η προέκτασή τους βρίσκεται στο άπειρο.
   Τότε είταν που μου είπε πως πρέπει να της μιλώ στον ενικό.
   -Πόσο χρονών είσαι; με ρωτά.
   - Εννιά και πάω στα δέκα.
   - Βλέπεις; Σε περνώ μονάχα δεκατρία χρόνια. Θα με φωνάζεις Άρτεμη, λοιπόν, και όπως είπαμε θα μου μιλάς στον ενικό. Το ίδιο και στην Αφροδίτη, αφού είναι και μικρότερή μου.
   Σαν ήρθε η ώρα για να φύγω με συνόδεψε ως την καγκελόπορτα.
   -Θα σε περιμένω και αύριο, μου λέει. Θα σου φυλάξω παντεσπάνι.
   Όσο κι αν τρελλαινόμουν για γλυκά, δεν είταν μόνο μια τέτοια υπόσχεση που μ’ έκανε ν’ αποκριθώ με θέρμη:
   -Ω, βέβαια θα ξανάρθω…
   Σαν έφτασα στο σπίτι, με ρώτησε η κυρία Ελένη:
   -Και πώς διασκέδασες στον κούλα;
   - Μιλούσα με την Άρτεμη.
   Με διόρθωσε:
   -Με την κυρία Άρτεμη.
   - Όχι, της λέω, θέλει να τη φωνάζω Άρτεμη
   - Ποια είναι η Άρτεμη από τις δυο, η μελαγχολική; ρώτησε ο κυρ Νικόδημος.
   - Ε, το καϋμένο κι αυτό – θυμάσαι τι μας διηγήθηκε η κυρά-Νανά…
   Το Λενιώ δεν έβγαζε μιλιά, πηγαινοερχότανε  από την αυλή στη σάλα, έπειτα κάθησε στον πάγκο κι έξυνε με το σουγιά μια βέργα.
   Δεν είμαι βέβαιος, Φίλιππε, πως τα παιδιάτικά μου αισθήματα δεν τα ‘χει επηρεασμένα η σημερινή μου πείρα. Κάποιος είπε πως το ωραίο είναι το απλό όταν δεν είναι εύκολο – θα μπορούσαμε να συζητήσομε ώρες ολόκληρες πάνω στον ορισμό αυτό, μα υπάρχουν καταστάσεις που ξεπερνούν κάθε συλλογισμό και κάθε ωραιοπάθεια. Κι έπειτα πρέπει να σου τελειώσω τη διήγησή μου.
   Από το απόγεμα εκείνο αμφιβάλλω αν πέρασε μια μέρα που να μην πάω στον κούλα. Πολύ συχνά πρωί κι απόγεμα. Έγινα το χαδεμένο αγόρι του σπιτιού.
   Η Άρτεμη μ’ έπαιρνε στην κάμαρά της.
   -Εδώ θα μας αφήσουν ήσυχους, μου έλεγε με το εμπιστευτικό της ύφος.
   Όσο καταγινότανε με το εργόχειρό της, εγώ σκάλιζα τα μπουκαλάκια πάνω στην τουαλέτα, το βαζάκι με την κρέμα, ξανάβρισκα τις μυρωδιές που ήταν συνηθισμένη από πάντα η όσφρησή μου. Το θρόισμα του μεταξωτού μού ξανάγινε οικείο, ένιωθα μια ηδονή να περνώ τα δάχτυλά μου πάνω στο χνούδι του βελούδου, το ίδιο όταν τα περνούσα πάνω στο λαιμό της Άρτεμης και στα γυμνά της μπράτσα.
   Οι πολυθρόνες είτανε σκεπασμένες με κρετόνι πλουμισμένο με λουλούδια. Χωμένος μέσα σε μια τέτοια πολυθρόνα, χανόμουν ξεφυλλίζοντας βιβλία με χρωματιστές εικόνες. Το κείμενο δεν είχε σημασία, ούτε επιχείρισα ποτέ να το διαβάσω, κάτι μου διηγότανε η Άρτεμη, μα έπλαθα εγώ δικές μου ιστορίες όπου η κοπέλα εκείνη με τα ξέπλεκα μαλλιά μέσα στο δάσος δεν είταν άλλη από την Άρτεμη – καθώς κι αυτή που ρίχνει στη φουρτουνιασμένη θάλασσα ένα χρυσό ποτήρι. Εγώ ήμουν το παιδόπουλο με το φτερό στο σκούφο που κρατάει την ουρά του φουστανιού της, έπειτα πάει να προσευχηθεί στην εκκλησιά και όταν μπαίνει τελευταία στο φούρνο και ρωτά:
   -Είναι ψημένος; - ο φούρναρης τού αποκρίνεται: - Και στάχτη καμωμένος… Μού έδειξε μια ζωγραφιά  με κονταροχτυπήματα, το αρχοντόπουλο της Κρήτης χτυπιόταν με το Πατρινό για την καρδιά της Αρετούσας, που βέβαια, είταν η Άρτεμη κι αυτή.
   Η Αφροδίτη έμπαινε φουριαστή μέσα στην κάμαρα:
   -Ποιος θα μου τραβήξει τα κορδόνια του κορσέ μου; Γιαννάκη μου, έλα εσύ να σε χαρώ.
   Φορούσε μόνο ένα πουκαμισάκι γαρνιρισμένο με νταντέλες και κεντήματα, το πανταλόνι της έφτανε ως τα γόνατα, κρουστό, φρεσκοσιδερωμένο, ίδια κι αυτό γαρνιρισμένο σαν το πουκαμισάκι, μαύρες κάλτσες και μποτίνια. Ανάσαινε μια μυρωδιά σαν τριαντάφυλλο – μα προτιμούσα τη λεβάντα που μυρίζανε τ’ ασπρόρουχα της Άρτεμης. Και όταν με φιλούσε η Αφροδίτη στο ένα μάγουλο για να μ’ ευχαριστήσει για τον κόπο μου, το άλλο μάγουλό μου τριβόταν πάνω στο γυμνό της στήθος.
   -Ο δικός σου κορσές; ρώτησα την Άρτεμη.
   - Τα καταφέρνω μονάχη μου, αποκρίθηκε.
   Ψηλόλιγνη όπως είταν, περπατούσε με το πανωκόρμι της ριγμένο λίγο προς τα πίσω. Πάνω στο δέρμα της ο ίσκιος έπαιρνε μίαν απόχρωση θαμπό τριανταφυλλί. Όταν καθόταν μπρος στην τουαλέτα, όπως σήκωνε τα μπράτσα για να φτιάξει τα μαλλιά της, η γυμνή της ωμοπλάτη γέμιζε τριανταφυλλιά λακκάκια. Κάποτε θέλησα να τα μετρήσω, άρχισα: ένα, δύο, τρία – μα όλο και άλλαζαν θέση σαν τα σημάδια του ήλιου πάνω στη σκιά που ρίχνει κάποια φυλλωσιά και μπιρμπιλίζουνε καθώς φυσάει τ’ αεράκι.
   Μού κουβέντιαζε συχνά. Για μια στιγμή χανότανε απ’ το γλυκό της πρόσωπο η μελαγχολία, παρατούσε το βιβλίο κι έλεγε με το ίδιο εμπιστευτικό της ύφος, που έπαιρνε καμιά φορά όταν μου μιλούσε:
   -Βλέπεις, Γιαννάκη, αυτός ο κατεργάρης τα γράφει πολύ έξυπνα. Δεν έχει σημασία αν είναι σωστά ή όχι όσα λέει, μα πρέπει να παραδεχτούμε πως η εξυπνάδα είναι κι αυτή μια ομορφιά. Μην το ξεχνάς αυτό.
   Λέγοντας κάτι τέτοια είχε το ύφος να μιλάει περισσότερο στον εαυτό της παρά σ’ εμένα που τη χάζευα δίχως να βγάζω μια έννοια. Έριχνε πίσω το κεφάλι με μια κίνηση σα να ‘θελε να ξαλαφρώσει από το βάρος των μαλλιών.
   Θα ‘δινα κάτι τώρα για να ξέρω ποια είταν τα βιβλία που διάβαζε. Αλήθεια, ένιωσες ποτέ σου, Φίλιππε, τη ζήλια για το παρελθόν; Δεν εννοώ για το… αισθηματικό, ας πούμε, παρελθόν της γυναίκας που αγάπησες. Αν την αγάπησες πραγματικά – μα έτσι, ένα σημάδι μέσα στην αιωνιότητα που θ’ απομείνουνε τ’ αχνάρια του σα μια δημιουργία – έτσι αν την αγάπησες, το ερωτικό της παρελθόν δε λογαριάζεται. Μα τα βιβλία που διάβασε; Η σκέψη της πάνω σ’ αυτά ή όταν έβλεπε στο θέατρο ένα έργο ή όταν άκουγε την Πέμπτη Συμφωνία ή ένα πνευματικό τραγούδι των αραπάδων του Μισισιπή; Και όλα τούτα ίσως να ‘ναι τίποτα μπροστά στις άγνωστες τουαλέτες που φορούσε κάποτε… Όμως ποια γυναίκα θα μπορούσε να καταλάβει ένα αίσθημα τόσο απόλυτο που να βαθαίνει ως τις πηγές του είναι; Μα ίσως να υπάρχει μια τέτοια μοναδική εξαίρεση κάπου μέσα στον κόσμο, Φιλιππε…
  

Δεν υπάρχουν σχόλια: