Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

"CAFÉ MIRAMAR" Διήγημα του Λουίς Σεπούλδεβα από το βιβλίο «Το Λυχνάρι του Αλαντίν» (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. opera, Αθήνα 2009)

.............................................................




Λουίς Σεπούλβεδα (γ. 1949)*













·       CAFÉ MIRAMAR


Διήγημα του Λουίς Σεπούλδεβα από το βιβλίο «Το Λυχνάρι του Αλαντίν» (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. opera, Αθήνα 2009)


                                       Στη μνήμη του Ναγκίμπ Μαχφούζ



ΤΟ ΒΡΑΔΑΚΙ, ΚΟΠΑΣΕ Ο ΑΜΜΩΔΗΣ ΑΝΕΜΟΣ της ερήμου, και η γριά Μεσόγειος έσμιξε το αλμυρό της άρωμα με τη λεπτή ευωδιά από τις μανόλιες. Ήταν η καλύτερη στιγμή για να βγω από το φτωχό και συνάμα αρχοντικό σπίτι-μουσείο του Καβάφη και να κάνω μια βόλτα στα σοκάκια της Αλεξάνδρειας πριν γυρίσω στο ξενοδοχείο.

   Ο αέρας αποδείχθηκε μεθυστικός, δίψασα και θυμήθηκα πως στο μίνι-μπαρ του δωματίου με περίμενε ένα μπουκάλι σαμπάνια, αγορασμένο στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης. Μου φάνηκε επαρκής λόγος για να επιταχύνω το βήμα, κι έτσι πέρασα μπροστά από διάφορα μπαρ που τα τραπεζάκια τους με προσκαλούσαν, αλλά δεν είχα όρεξη να πιω τον γλυκό αιγυπτιακό καφέ ή την απαίσια μπίρα χωρίς αλκοόλ, άνοστη όπως οι θρησκευτικοί κανόνες που την επέβαλαν.

   Το πρώτο πράγμα που έκανα φτάνοντας στο ξενοδοχείο, ήταν να διαπιστώσω ότι το μπουκάλι ήταν ακόμα εκεί. Κι ήταν εκεί, οριζόντιο και παγωμένο, κι απ’ ό,τι φάνηκε, δεν είχε περάσει απαρατήρητο από το προσωπικό του ξενοδοχείου, αφού κάποια ανώνυμα και λαϊκά χέρια είχαν την καλοσύνη ν’ αφήσουν δύο ποτήρια της σαμπάνιας πάνω στο τραπεζάκι.

   «Όποιος κι αν ήσουν, την ευχή μου να ‘χεις» ψιθύρισα, ανοίγοντας τις μπαλκονόπορτες. Είχα αγοράσει το κρασί για να γιορτάσω την επίσκεψή μου στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ένα υπερσύγχρονο κτίριο, κατασκευασμένο από έναν νορβηγό αρχιτέκτονα που κατέληξε να με απογοητεύσει, επειδή γύριζε την πλάτη του στη θάλασσα. Οπότε, βγήκα στο μπαλκόνι, διατεθειμένος να κάνω μια πρόποση στον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη.

Ήμουν στο σπίτι σου, παλιέ μου φίλε· ένας άντρας μελαγχολικός και νυσταλέος μού ζήτησε λίγες λίρες, κι ύστερα μου έδωσε το κλειδί της πόρτας, λέγοντάς μου, φεύγοντας, να το αφήσω κάτω απ’ το ψάθινο χαλάκι. Κανείς δεν κλέβει το σπίτι ενός ποιητή, φαντάζομαι ότι σκέφτηκε βλέποντας την αμηχανία μου, κι έφυγε σέρνοντας κάτι κουρασμένα κόκαλα που, το δίχως άλλο θα βογκούσαν σε αλεξανδρινούς στίχους. Κάθισα στην καρέκλα του γραφείου σου κι άνοιξα κάτι βιβλία γραμμένα στη γλώσσα του Ομήρου και του Καζαντζάκη (μ’ άλλα λόγια συμπεριφέρθηκα σαν ένας από τους Βαρβάρους), και μετά, ξάπλωσα στο κρεβάτι σου, κι έκλεισα τα μάτια και θρήνησα τη μοίρα μου, τη μοίρα του άξεστου Βαρβάρου. Χαίρε, λοιπόν, παλιέ μου φίλε.



   Το σούρουπο έβαφε τη θάλασσα μ’ ένα μελαγχολικό ασημί χρώμα, κι εκεί που ήμουν έτοιμος να υψώσω πάλι το ποτήρι μου, απ’ το διπλανό μπαλκόνι μού ήρθε μια γυναικεία φωνή που, αν και τραγουδούσε πολύ χαμηλά ένα τραγούδι του Κουρτ Βάιλ, δεν κατάφερε να κρύψει τη βερολινέζικη προφορά της.

             “Surabaya Johnny, warum bist du so roh?...”

   Μας χώριζε ένας λεπτός τοίχος, σκεπασμένος με γλαστράκια, κα δε χρειάστηκε παρά να κάνω ένα-δυο βήματα για να τη δω: καθόταν σε μια ανακλινόμενη πολυθρόνα, φορούσε ένα λευκό φουστάνι από λινό, που ανέκαθεν το θεωρούσα ως το πιο αρχοντικό ύφασμα που μπορεί να φορέσει μια γυναίκα, κι ακουμπούσε τα ξυπόλητα πόδια της σ’ ένα σκαμνάκι.

   «Αυτός ο Τζόνι θα πρέπει να ήταν άλλο πράγμα, “du bist Kein Mensch, Johnny” τη χαιρέτησα δείχνοντάς της το μπουκάλι και τα δύο ποτήρια.

   «“Abe rich liebe dich so”» τραγούδησε, δείχνοντας το σκαμνάκι.

   «Βερολινέζα;» ρώτησα, τείνοντάς της το ποτήρι.

   Πριν μου αποκριθεί, τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό μου, ήπιε μια γουλιά, το άφησε πάνω στο τραπεζάκι, έφερε τα χέρια ως την πυκνή ξανθιά κόμη που της έφτανε ως τους ώμους, και την άφησε να γλιστρήσει προς τα κάτω, σε μια κίνηση χρυσής ροής. Ήταν Ελληνίδα, αλλά είχε ζήσει αρκετά χρόνια στο Βερολίνο· ήταν, με διαβεβαίωσε μ’ έναν τόνο νοσταλγίας, μία από τις τελευταίες Ελληνίδες της Αλεξάνδρειας.

   Υπάρχουν γυναίκες που η συντροφιά τους επιτάσσει τη σιωπή γιατί ξέρουν να τη μοιράζονται, και δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο, μήτε πιο γενναιόδωρο. Πίναμε αμίλητοι κι αγναντεύαμε τη θάλασσα. Πολύ κοντά μας, σε κάποιο σημείο κάτω από την επιφάνεια, ήταν το άγαλμα του Κολοσσού της Ρόδου, βουβό κι αυτό, και τα σιωπηλά κατεστραμμένα βιβλία της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, σκορπισμένα κατά μήκος της ακτής, μπορεί και να ‘ταν το γόνιμο υπέδαφος απ’ όπου φύτρωναν οι φοίνικες της παραλιακής. Έτσι, ο ήλιος έγερνε στα δυτικά, και οι σκιές άπλωναν το πέπλο τους πάνω απ’ τη Μεσόγειο.

   Την κάλεσα σε δείπνο, προσθέτοντας ότι εκείνη θα ήξερε ασφαλώς ένα εστιατόριο όπου θα μπορούσαμε να πιούμε καλό κρασί.

   «Σήμερα δεν γίνεται. Αύριο, όμως, στις επτά, σας περιμένω στο Café Miramar» είπε καθώς σηκωνόταν και μου έδινε να καταλάβω ότι είχε αρχίσει να κρυώνει, σταυρώνοντας τα μπράτσα της κι αφήνοντας τα χέρια πάνω στους γυμνούς της ώμους.

   Την άλλη μέρα, έκανα ό,τι είχα να κάνω – άλλη μία επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη, διάλεξη στο Ινστιτούτο Θερβάντες, γλυκός καφές με μερικούς αιγύπτιους φοιτητές -, και το απόγευμα, γύρω στις έξι, ρώτησα στη ρεσεψιόν για το Café Miramar.

    «Είστε σίγουρος; Δεν υπάρχει κανένα Café Miramar. Υπήρχε ένα, όταν ήταν εδώ Έλληνες, αλλά έχει κλείσει εδώ και πολλά χρόνια» είπε κατηγορηματικά ο ρεψεσιονίστας.

   Σκέφτηκα πως το café, για να λέγεται Miramar, θα πρέπει να ήταν στην ακροθαλασσιά, κι έπιασα να περπατάω ρωτώντας σε διάφορα μπαρ, γεμάτα με άτομα που έπαιζαν τάβλι, κάπνιζαν ναργιλέ και εξακόντιζαν παχιές τούφες αρωματικό καπνό. Κανείς δεν ήξερε πού ήταν το café.

     Τα μεσάνυχτα, γύρισα στο ξενοδοχείο. Αντί για τον ρεψεσιονίστα, βρήκα έναν γέρο νυχτερινό θυρωρό και τον ρώτησα αν είχε επιστρέψει η κυρία που έμενε στο διπλανό μου δωμάτιο. Ο γέρος με κοίταξε παραξενεμένος και, με κάτι σπασμένα αγγλικά, είπε πως έπρεπε να ‘κανα λάθος, πως σ’ εκείνο το δωμάτιο δεν έμενε κανείς· απλώς φύλαγαν εκεί τα έπιπλα της παλιάς ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου, μιας Γερμανίδας που…                                                                                                                                                                                                           

   «Ελληνίδα» τον διέκοψα, «μια από τις τελευταίες Ελληνίδες της Αλεξάνδρειας.»

   «Έχετε δίκιο: Ελληνίδα ήταν» παραδέχτηκε και πήγε να μου αρχίσει μια ιστορία. Τον έκοψα με νεύμα.

   Ζω με τα φαντάσματά μου – τα δέχομαι και τα επικαλούμαι. Μπορεί και να ‘ταν οι στίχοι του Καβάφη που μ’ έκαναν να πιω σαμπάνια μ’ ένα αλησμόνητο φάντασμα μιας άλλης ζωής. Μπορεί και η έρημος να μου χάρισε αυτή την ωραία Fata Morgana ακριβώς πάνω στη θάλασσα, τόπο της λύτρωσης ή του χαμού.


*Σημείωση: Εδώ εργοβιογραφικό του συγγραφέα  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%BF%CF%85%CE%AF%CF%82_%CE%A3%CE%B5%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B2%CE%B5%CE%B4%CE%B1

Δεν υπάρχουν σχόλια: