Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Για την ταινία του Τζιμ Τζάρμους "Ο Νεκρός" από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis/facebook, 8/9/2017

..............................................................


Για την ταινία του Τζιμ Τζάρμους "Ο Νεκρός"







από τον φίλο στο fb  Giannis Smoilis/facebook, 8/9/2017








Είδα ότι επανακυκλοφορεί στις αίθουσες (σε ψηφιακά επεξεργασμένη κόπια) ο αριστουργηματικός, «Νεκρός» του Τζιμ Τζάρμους, και παρά το ότι την έχω ξαναδεί στη μεγάλη οθόνη, νομίζω ότι αξίζει άλλη μια προβολή. Κυρίως γιατί ο «Νεκρός» δεν είναι μια ακόμα –έστω μνημειώδης- ταινία, αλλά ένα έργο τέχνης που βιώνεται ως μεταφυσική εμπειρία, απ’ αυτές που όλο και πιο σπάνια προσφέρει πια το σινεμά. Ο (εδώ, καλύτερος από ποτέ) Τζόνι Ντεπ, μετεμψύχωση του Γουίλιαμ Μπλέηκ χωρίς να το ξέρει, δέχεται θανάσιμο πλήγμα κι όλο το φιλμ, δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να μεταφράζει με αισθητικούς/ ποιητικούς όρους το σταδιακό πέρασμά του στην «άλλη όχθη». Είναι σημαντικό, όμως, να καταλάβουμε ότι αυτό το ψυχορράγημα, δεν αφορά ψυχολογικές προκείμενες (σε μια τέτοια περίπτωση, ο «Νεκρός» δεν θα διέφερε ιδιαίτερα από εκατοντάδες, λογοτεχνικά, θεατρικά και κινηματογραφικά, έργα που επιχειρούν να δώσουν ένα σαφές περίγραμμα στο άφατο της κατάστασης που ονομάζουμε, γειτνίαση με τον Θάνατο), αλλά καθαρά υπαρξιακές. Εν ολίγοις, ο Γουίλιαμ Μπλέηκ δεν πεθαίνει ως άτομο –οντολογική κατηγορία την οποία, ούτως ή άλλως, σαρκάζει ο Τζάρμους, επινοώντας τον ήρωά του ως μετενσάρκωση ενός μεγάλου ποιητή: μ’ αυτή την επιλογή θέλει να πει ότι η έννοια του «προσώπου» είναι επίπλαστη, και πως ο καθένας υπάρχει ως αντίτυπο κάποιου άλλου-, αλλά ως εκπρόσωπος του είδους.
Εξ αυτού, το «ταξίδι» του Γουίλιαμ Μπλέηκ, θα μπορούσαμε να το δούμε ως μια μοντέρνα εκδοχή των αρχαίων μύθων για το δρασκέλισμα του τελευταίου ορίου. Επίτηδες ο Τζάρμους, επιλέγει μια γουέστερν εικονογραφία. Θέλει να μιλήσει για ένα απ’ τα ύψιστα ζητήματα που έχουν απασχολήσει τη δυτική σκέψη, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του είδους που ανακόπτει, τρόπον τινά, την επέλαση της ευρωπαϊκής κουλτούρας και παίρνει τα ηνία σε ό,τι αφορά τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό. Ο αμερικανισμός στον κινηματογράφο, έχει την αφετηρία του στο γουέστερν (το σύγχρονο blockbuster, για παράδειγμα, είναι μια από τις ποικίλες μεταλλάξεις του). Έτσι, λοιπόν, ο Τζάρμους πραγματοποιεί μια ειρωνική ανατροπή: δομεί ένα ευρωπαϊκό φιλμ (τα πάντα στον "Νεκρό" -η εικαστική σκευή του, ο ρεμβαστικός ρυθμός, η έκκεντρη ανάπτυξη της ιστορίας, ο σημειολογικός του παροξυσμός- καταμαρτυρούν ευρωπαϊκές φιλμικές καταβολές) με την επίφαση του απόλυτου αμερικανικού είδους και διατυπώνει έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στον Θάνατο, τη μεταφυσική εκκρεμότητα και την χαϊντεγγεριανή έννοια του Dasein, μ' ένα σκοτεινό στυλιζάρισμα -κάδρων, διαλόγων και ερμηνειών- που φλερτάρει σκωπτικά με την ελαφρότητα. Αλυσιτελής και εξ ορισμού διαφεύγουσα, η ιδέα του Θανάτου, γίνεται στο φιλμ ένα εξπρεσιονιστικό όνειρο που οφείλει να αποδώσει την ίδια τη θνητότητα εκδραματισμένη, ως αισθητικό παιχνίδι.
Ο Μπλέηκ πεθαίνει ως "κανένας" ή οποιοσδήποτε, κάθε φλύαρη περιπτωσιολογία έχει εκλείψει, η πένθιμη πορεία του προς τον Αχέροντα, είναι μια υπαρξιακή αποφλοίωση. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οι ατομικές διαφορές, τα ψιμύθια της υποκειμενικότητας, όλα διαλύονται και μένει μόνο μια ριζική εγγύτητα με οτιδήποτε ζει και -νομοτελειακά- πεθαίνει (αυτό θέλει να πει η συγκλονιστική σκηνή όπου ο Ντεπ ξαπλώνει και αγκαλιάζει το νεκρό ελάφι). Ο επικείμενος θάνατος επιτρέπει στον Μπλέηκ να εντοπίσει το κρυφό κέντρο των πραγμάτων, αφού τον απαλλάσσει από την τυραννία του προσώπου (πίσω απ' το οποίο ο Τζάρμους, όπως ο Καζαντζάκης, βλέπει το κρανίο), τον εξισώνει με τα δέντρα και τα βουνά, με τη σιωπηλή αυτάρκεια του ουρανού, την ανοίκεια γαλήνη του ποταμού που μεταφέρει το σαρκίο του πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα• το επί μέρους επιστρέφει στο Όλον. Όπως το έβλεπε ο Μπλανσό, κανείς δεν πεθαίνει ως εαυτός, πάντα αυτός που πεθαίνει είναι ένας τρίτος, ένας κανένας. Πράγμα που, με άλλά λόγια, είναι σαν να λέμε ότι κανείς ουσιαστικά δεν πεθαίνει, κανείς ποτέ δεν πέθανε. Αυτό το αργοσβήσιμο του Κανένα, του ανώνυμου και απρόσωπου τρίτου, μετατρέπει σε ανατριχιαστικό κινηματογραφικό ποίημα ο Τζάρμους,συνεπικουρούμενος από τον μεγάλο Neil Young, που ντύνει τον "Νεκρό" με κάποια απ' τα πιο υπέροχα ηλεκτρακουστικά ακόρντα που ακούστηκαν ποτέ στη γη (ένα από τα τρία πιο αγαπημένα soundtrack του γράφοντος). Οι σημαίνουσες νότες του Neil Young, λιτανεύουν μια ψυχή που απιθώνει στη γη το βάρος της, ψιχαλίζοντας πάνω στον Γουίλιαμ Μπλέηκ την τελική βροχή του βίου του, ρίχνοντας ηχητικά την αυλαία στην αυτοσχέδια παράσταση της ύπαρξής του. Κι ο Τζάρμους τον οδηγεί στην έξοδο, σαν να αποχαιρετά μέσω αυτού κάθε ον σ' αυτό το αλύπητο σύμπαν που, εφόσον έζησε, ζει ή θα ζήσει, έπρεπε, πρέπει και θα πρέπει να πεθάνει.
Είναι πολύ μεγάλο έργο ο "Νεκρός". Απ' αυτά που (όπως η ζωή, όπως ο θάνατος) μόνο μια φορά στην αιωνιότητα συμβαίνουν.




Μέρος β'. Πάλι από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis/facebook, 12/9/2017

Δυο λόγια ακόμα για τον «Νεκρό», μια και παραμένω ακόμα υπό την επήρειά του (οπωσδήποτε έπαιξε ρόλο και η εκπληκτική προβολή στο Άστυ). Είναι φοβερό αυτό που κάνει ο Τζάρμους με τον κεντρικό χαρακτήρα: τον δημιουργεί με όλα εκείνα που του λείπουν. Ας πούμε, ο Γουίλιαμ Μπλέικ, δεν έχει το βασικότερο για την σκιαγράφηση ενός προσώπου: παρελθόν (σε αντίθεση, ας πούμε, με τον «Nobody», για τον οποίο μαθαίνουμε αρκετά ώστε να τον νιώθουμε οικείο). Το μόνο που γνωρίζουμε γι’ αυτόν είναι ότι έρχεται απ’ το Κλίβελαντ για να αναλάβει μια θέση λογιστή σε μια μυστήρια πολίχνη που ο Τζάρμους ειρωνικά ονομάζει, «Machine». Είναι ήδη νεκρός όταν φτάνει στην πόλη; Πιθανότατα (αυτό υπονοεί ο παράξενος διάλογός του με τον μουτζουρωμένο θερμαστή στο τρένο). Αν επρόκειτο για διήγημα του Κάφκα –και στην αρχή, πραγματικά μοιάζει-, όλη η ιστορία θα εξαντλούνταν στην προσπάθεια αυτού του αλλόκοτου τύπου να καταλάβει τη θέση για την οποία είναι πεπεισμένος ότι προορίζεται. Δεν συμβαίνει αυτό. Η μήτρα των γεγονότων που πρόκειται να ακολουθήσουν είναι αυτή η άρνηση που εισπράττει ο Μπλέικ να γίνει δεκτός στη «Μηχανή», να αποτελέσει λειτουργικό εξάρτημά της. Η ένταξη στον μηχανισμό είναι η αρχή ενός αργού θανάτου (κι ο Ουελμπέκ θα ήταν, πιθανότατα, σύμφωνος μ’ αυτή την άποψη), αλλά αυτή η ένταξη δεν πραγματοποιείται ποτέ. Ίσως γιατί ο Μπλέικ είναι άμα τη εμφανίσει νεκρός, αλλά στο καθαρτήριο όπου παραμένει η ψυχή του, διατηρεί μια ανάμνηση της «χρησιμότητας» έτσι όπως την ορίζει ο κοινωνικός κόσμος. Η χρησιμότητα σχετίζεται με το επάγγελμα. Αφού παίρνει το πρώτο μάθημα –ότι όλο αυτό δεν είναι παρά ένα πελώριο φιάσκο-, του μένει να βιώσει μια ακόμα διάψευση: διαπιστώνει την αποτυχία του έρωτα να παράσχει σωτηρία. Η Γυναίκα είναι μια ακόμα απ’ τις αναμνήσεις με τις οποίες πρέπει να ξεμπερδέψει αν θέλει να γίνει ώριμος για την εξαφάνιση («If I ever loved you, oh no, no/ It’s a crying shame/ If I ever loved you/ If I knew your name», τραγουδάει ο Leonard Cohen στο «Leaving the Table). Αφού γίνεται αιτία της καταστροφής του (το αιώνιο δίπολο, έρως-θάνατος), η γυναίκα πεθαίνει επίσης. Οπότε ο Μπλέικ, λίγο-λίγο κόβει τα σχοινιά που τον κρατούσαν δεμένο με τη ζωή. Και τότε είναι που τον βρίσκει ο –επίσης ξεκομμένος απ’ τις ρίζες του- Ινδιάνος, που δεν ανήκει πια πουθενά. Δηλαδή ο περίεργος ψυχοπομπός του, ονόματι «Κανένας», που θα του παρουσιάσει τον κόσμο που αφήνει πίσω του, σε όλο του τον παραλογισμό: γεμάτο τρέλα, βία, καταστροφή, ρατσισμό, διαφθορά, αλλοτρίωση. Η τελική διαδρομή του Μπλέικ μαστίζεται από τις παραστάσεις μιας γήινης κόλασης. Όλα αυτά, θα τον ξαναγεννήσουν μέσα στην «ατέλειωτη νύχτα» («some are born to endless night»), θα του δώσουν ένα παρελθόν –εκείνου που δεν είχε, ή που τουλάχιστον δεν είχε για μας-, θα τον κάνουν χαρακτήρα μπροστά στα μάτια μας. Έναν χαρακτήρα που αργολιώνει, φυσικά, που ήρθε για να φύγει. Ή που είχε ήδη φύγει απ’ τον κόσμο, και το μόνο που του χρειαζόταν για να γαληνέψει αιώνια ήταν να αποκτήσει, επιτέλους, μια καθαρή εικόνα της καταραμένης γης που εγκαταλείπει. Ποιητής και νεκρός, γίνονται ένα. Και οι δύο απέκτησαν πρόσβαση στην αλήθεια, με τον δύσκολο τρόπο. Και οι δύο γεννήθηκαν μέσα στην ατέλειωτη νύχτα. Το βλέμμα του Ντεπ (μια συγκλονιστική ερμηνεία, σαφώς, που όμοιά της δεν κατάφερε να επαναλάβει –δεν του ξαναδόθηκε και τέτοιος εμβληματικός ρόλος βέβαια), βλέμμα του Τζάρμους και δικό μας βλέμμα, σε μια ανεπανάληπτη τριαδική ταύτιση, ατενίζει στωικά το έρεβος εδώ, προετοιμαζόμενο για το έρεβος που επίκειται. Είναι ανατριχιαστικός ο τρόπος που χαμηλώνει τα βλέφαρά του, όσο πλησιάζει προς το τέλος. Μοιάζει να εξομολογείται βουβά ότι το φορτίο αυτού του κόσμου έχει γίνει υπερβολικά βαρύ για να εξακολουθούν να το σηκώνουν τα μάτια του. Κάθε φορά που τα κλείνει, ο Τζάρμους ρίχνει στιγμιαία την αυλαία. Σαν το μεγάλο τέλος του Μπλέικ, να αποτελείται από άλλα μικρότερα, σύντομες εξόδους που προεικονίζουν την έσχατη απόδραση. Δεν είναι, άραγε, αυτή μια έμμεση αναφορά στην κοινή ανθρώπινη κατάσταση; Κάθε βράδυ που το σώμα μας πέφτει στο κρεβάτι («σαν να το πελεκάνε», που λέει και η Κατερίνα-Αγγελάκη Ρουκ σ’ ένα ποίημά της), κάθε φορά που κλείνουμε τα μάτια μας για να παραδοθούμε στον ύπνο, δεν είναι σαν να κάνουμε πρόβα για την ώρα που θα σφαλίσουμε τα βλέφαρα και δεν θα τα ανοίξουμε ξανά; Στον ινδιάνικο καταυλισμό, ο Μπλέικ πια μεθάει με τον ίδιο του τον θάνατο. Τόση προετοιμασία τον έχει απαλλάξει απ’ όλες τις μάταιες αντιστάσεις. Θυμίζει πλέον τον τρόπο που ο πολιτισμός μας, αφήνεται στην παρακμή και το χάος του, αδυνατώντας να φανταστεί άλλον τρόπο ύπαρξης απ’ αυτό το μόνιμο αλισβερίσι με τον όλεθρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: