Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

“UT DIESE MINEUR” Διήγημα του Νίκου Επισκοπόπουλου (1873 – 1944) Από τη Θεματική ανθολόγηση "Του έρωτα" ("Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου", 1994)


..............................................................







·       “UT DIESE MINEUR” 













Διήγημα του Νίκου Επισκοπόπουλου (1873 – 1944)













   Ήρκεσεν εν βλέμμα της, εκ των ατενών εκείνων και χαύνων, ενώ τα άκρα των χειλέων της ανεσηκώνοντο ολίγον, και συνεπτυχούτο το πρόσωπόν της ελαφρώς εις άηχον γέλωτα, παιγνιώδη και φύσει είρωνα, και ηνοίγοντο ενθαρρυντικώς  και ελευθέρως οι βραχίονές της προς σφιγκτόν εναγκαλισμόν – όπως όλα τα λησμονημένα – και γίνω πειθήνιος, όπως και πρότερον, και προσδεθώ και πάλιν, μετά την στιγμιαίαν εκείνην εξέγερσιν την απεγνωσμένην, εις την άλωσίν μου, την μαγικήν, ήτις με έκαμνε να μη βλέπω τίποτε, τίποτε να μην ακούω και να μεθύω αιωνίως και να διψώ τον έρωτά της, τους εναγκαλισμούς της τους θερμούς, εις τους οποίους μού παρέδιδε, μού εγκατέλειπεν επιχαρίτως το σώμα της ολόκληρον, και τα φιλήματά της τα καίοντα και ηδυπαθή, και όλον της το σώμα το αρωματώδες και ευκίνητον και λεπτόν ως ερπετού…

   Αι έριδες αύται, βάναυσοι ως επί το πλείστον και βίαιαι εκ μέρους μου, προερχόμεναι εκ της ψυχρότητος και του πείσματος και της απιστίας της, τοιουτοτρόπως  πάντοτε ετελείωνον, και απέμενον εγώ με μεγάλην απώλειαν νευρικής δυνάμεως, ασθενικός, με πληγωμένα και εξηντλημένα τα πτωχά, τα ευερέθιστα νεύρα μου, με περισσοτέραν ανάγκην θωπειών και αγάπης από πρώτα. 

   Έπεσα τώρα κουρασμένος επί της ευρείας και μαλακής έδρας εις το ημίφως, και η Μύρρα εκάθησεν αναποφάσιστος προ του κλειδοκυμβάλου, νωχελώς, και έσυρε τυχαίως εν μουσικόν τεμάχιον εκ του οκρίβαντος.

   Το κλειδοκύμβαλον ανεωχθέν αφήκε οιμωγήν μετάλλου, κενήν και αόριστον, απείρως πένθιμον και δυστυχή.

   Το φως των κηρίων, ως διήρχετο δια του τετραγώνου ερυθρού αλεξιφώτου με τας εκ λεπτού ατλαζίου παρυφάς, εφώτιζε πλαγίως την μίαν παρειάν της Μύρρας και το σώμα της το κομψόν με την λεπτοτάτην οσφύν και τα ευρέα ισχία. Έβλεπον, ως εκαθήμην δεξιόθεν, τον λεπτόν καταφώτιστον χνουν περιστέφοντα λαμπρώς δια χρυσής αίγλης την φευγαλέαν κατατομήν του παιδικού της προσώπου. Τους οφθαλμούς της τόσον μεγάλους και υγρούς, σύμβολον της θελήσεως και της ισχύος της καλλονής της, και τα χείλη της ερυθρά, ερυθρά, προτεταμένα ολίγον, σύμβολον της ηδονής, της σχεδόν οδυνηράς και οιονεί διϋλισμένης, την οποίαν μοι παρείχεν – δεν τα έβλεπον.

   Η λάμψις των κηρίων διέγραφε περί το κλειδοκύμβαλον κύκλον φωτεινόν περιωρισμένον, και η λοιπή απέραντος αίθουσα ευρίσκετο βυθισμένη εις το σκότος με σκιάς αορίστους, με έπιπλα αόριστα, με μόνον φωσφορίζον σημείον, κομψόν λαμπτήρα μέλαινα με ηλαττωμένην πολύ την φλόγα, σχεδόν εσβεσμένον, αναδίδοντα φέγγη σελήνης παγεράς και ομιχλώδους, δια μέσου της αδιαφανούς σφαίρας του.

   Οι λεπτοί και επιμήκεις δάκτυλοι ήγγισαν τα πλήκτρα βραδέως και ελαφρώς κατ’ αρχάς.

   Εις τους πρώτους ήχους, αποσπασθέντας μαλακούς και παρατεταμένους, εσήκωσα την κεφαλήν ταραγμένος και παρετήρησα την μουσικήν. Ήτο το αριστούργημα του Μπετόβεν, η σονάτα εις ut diese mineur.

   Αι πρώται συγχορδίαι μακραί και πένθιμοι, με ποιάν τινα χροιάν μελαγχολίας ανέκφραστον, εκδηλουμένην δι’ ήχων βαρέων, εμμόνων και άλλων οξέων, παιγνιωδών διαδεχομένων αλλήλους, μοι επροξένησαν φρικίασιν τινα εντεταμένην, ποιάν τινα συγκίνησιν ανεξήγητον, όσω και βαθείαν, ήτις μου ετάραζε πολύ τα νεύρα, μου επέφερε αγωνίαν τινά και ταχύτητα της αναπνοής. Και ησθανόμην το στήθος μου πιεζόμενον εκ των έσωθεν και τον αέρα εκλείποντα…

   Κραυγαί άλγους εξήρχοντο τώρα εκ του κλειδοκυμβάλου, αλλά κραυγαί άλγους ηρέμου, πλήρους εγκαρτερήσεως λυπηράς, γλυκείαι ως λυγμοί κλαίοντος εραστού, οίτινες εισέδυον ανεκφράστως εις την καρδίαν και την εβύθιζον εις όνειρον γλυκύ, εις εφιάλτην ήσυχον.

   Το αρχικόν θέμα, συνοδευόμενον υπό συγκεκομμένου ρυθμού της basse, περιοδικού, κατήρχετο επειτα εις βαρύτερον τόνον με διαμελώδησιν ωραίαν και ευφυά, ήτις επί στιγμήν μ’ έκαμε να δοκιμάσω χαράν αμιγή… Η σύγχυσίς μου η γλυκεία ηκολούθει δουλικώς της μουσικής φράσεως την ανάπτυξιν, νωχελή και βραδείαν και λυπηράν, ως το μοιρολόγιον του Γολγοθά… Έπειτα το κλειδοκύμβαλον έσυρεν αιφνιδίως μακράν κραυγήν πόνου, βαθείαν, απροσδόκητον, ήτις διήλθεν εναλλάξ αντιλαλούσα επί όλων μου των νεύρων και αφήκε αυτά πάλλοντα και πληγωμένα.

   Σπαρακτικαί κραυγαί, δυσαρμονία της εβδόμης, θαυμασίως αποκρυπτόμεναι υπό τα άλλα κύματα της αρμονίας, μ’ εκράτησαν μετέωρον εις φρικίασιν επώδυνον, ενώ το θέμα εξηκολούθει έπειτα πάλιν τον κανονικόν ρουν του με  μελαγχολίαν πάντοτε βαθείαν, βαθυτάτην, ανήκουστον, με παλλιροίας και αμπώτιδας, επιτεινόμενον βαθμηδόν και καταπίπτον έπειτα χλιαρόν και κατευνάζον, εξαφανιζόμενον υπό διαμελωδήσεις ποικίλους και ανακύπτον πάλιν εις την αρχικήν χροιάν, λυπηράν πάντοτε και πένθιμον.

   Μετά μακρόν και άρρυθμον κλονισμόν συγκινήσεως εβυθίσθην τώρα εξηντλημένος, λικνιζόμενος υπό των δακρυβρέκτων τόνων, εις νάρκην βαθείαν καιν τεταραγμένην, ως εφιάλτην, νάρκην μορφινομανούς, και μοι εφαίνετο ως οι ήχοι να ήρχοντο μακρόθεν, και εξέπνεον προ των ώτων μου και μετεδίδοντο εις τον εγκέφαλόν μου ως οπτικαί και οσφραντικαί εικόνες.

   Ωσεί εν φαντασματοσκοπίω ανελίσσοντο τώρα προ των οφθαλμών μου τοπία ήρεμα και πένθιμα, δύσεις ηλίου πλήρεις πορτοκαλιοχρόου και ιώδους και κροκοειδούς κιτρίνου, με νέφη τραγικώς ερυθρά και τελευταίας ακτίνας ηλίου εσβεσμένας και παγεράς· και ανατολαί σελήνης εξέρυθροι ως αιματώδεις και οπτασίαι ποταμών σιγαλώς κυλιόντων τα πράσινα, τα θολά νερά των, στιλπνά και γοργά ως σώματα όφεων μελανωπών.

   Και ως ατμόσφαιρα των εικόνων, προσέβαλλε την όσφρησιν παραδόξως απόπνοια βανίλλης ξεθυμασμένης και ίου και ροδοδένδρου και μύρρας, όλην επικρατουμένην υπό αορίστου αναθυμιάζεως βενζόης και λιβάνου νεκρωσίμου.

   Όλον μου το σώμα εφαίνετο ελαφρωθέν και αναπτερούμενον προς τον αιθέρα, και έβλεπον περιέργως ως ξένην και μετά τινος οίκτου και περιφρονήσεως την γυναίκα εκείνην, την οποίαν τόσον φρενιτιωδώς ηγάπων, και τόσον βαθέως εμίσουν, την τύραννόν μου εκείνην την άπιστον, ήτις δια μαγγανείας, δια γοητείας μυστηριώδους, με συνεκράτει αρρήκτως και με κατέστρεφεν…

   Ολίγαι νόται ακανόνιστοι, βαθείαι, ασύνδετοι, ως προαγγέλλουσαι καταιγίδα, και ήρχισε τώρα το allegretto της σονάτας, παιγνιώδες, πλήρες ηλεκτρισμού και ανησυχίας πυρετικής, και ποιάς τινος χαράς τρελλής, χαράς μεγάλης, διακοπτομένης υπό εκρήξεων πικρίας και χολής – εκδηλούν όλο το πάθος το απελπιστικόν του μεγάλου συνθέτου, του απαθανατίσαντος εις την περιπαθή ταύτην σονάταν όλον το πυρ και την πικρίαν και του περιγραφέντος έρωτός του, όλην την αγανάκτησιν και το μίσος του δια την γυναίκα.

    Και εμέ κατέλαβεν αγανάκτησις και λύπη κατά της γυναικός εκείνης της ιστορικής, ήτις απέσπασεν εκ του στήθους του μεγάλου εκείνου μουσικού τον ύψιστον εκείνον γογγυσμόν του πάθους. Ήθελα να είπω της Μύρρας να κλείση το κλειδοκύμβαλον, το οποίον τόσο με συντάρασσεν, αλλά δεν ωμίλησα, δεν εκινήθην. Ήτο μοιραίον…

   Ήρχιζεν ήδη το τελευταίον μέρος της σονάτας, και ως προς επισημοποίησιν της στιγμής εκείνης της φοβεράς, το μέγα ωρολόγιον της αιθούσης έτριξε παραδόξως, ως όλα του τα εντόσθια να συνεκλονίσθησαν και εκτύπησεν έπειτα κλαυθμηρώς ως αγγείον ραγισμένον, με διαστήματα αγωνιώδη και παρατεταμένα, το μεσονύκτιον.

   Τα πλήκτρα έφριτταν τώρα υπό την γοργήν, την τεταραγμένην περιοδείαν των δακτύλων, και ανέδιδον ήχους κλιματοείδείς, συνηνωμένους σχεδόν, ταχυτάτους,  τελευτώντας, σβεννυμένους εις μικράν παράτασιν απότομον. Ήσαν δάκρυα, δάκρυα φλογερά, απολήγοντα εις σπασμόν, δάκρυα εγκαταλείψεως, δάκρυα λύσσης, συνοδευόμενα υπό κραυγών απελπισίας, υπό φωνών εξεγέρσεως· παραφροσύνη ολόκληρος μανίας, κατάραι εξεμούμεναι από στόματος ψυχορραγούντος, φωναί διαμαρτυρίας υπερτάτης, συντριβόμεναι εις βαρείας μελωδίας θορυβώδεις. Έπειτα αι φωναί, αι απελπισίαι, αι κατάραι, εξέλειπον βαθμηδόν, εσβέννυντο ως πνιγόμεναι εις την ιδίαν των λύσσαν, καθησύχαζον ολίγον υπό πλημμύραν δακρύων και επανήρχοντο έπειτα με νέας δυνάμεις, κορυφούμεναι εις πάταγον αρμονικόν, πλήρη πάθους σφοδρού, όστις αντήχει εις τα βάθη της ψυχής μου, εξυπνών τας μυχίας κοιμωμένας ηχούς των πενθιμωτέρων μου αναμνήσεων.

   Κατελήφθην υπό ταραχής υψίστης και διεγέρσεως τινος σχεδόν παραφόρου, ως κατά τους αραιοτάτους παροξυσμούς των νευρικών κρίσεων των πολυώρων, αίτινες κατελάμβανον κάποτε τα ασθενικά μου νεύρα.

   Ο οξύς εκείνος παραμερισμός του πάθους, όστις εξωγκούτο ως θάλασσα μανιώδης, συνετρίβετο εις μικράς απείρους κραυγάς οξείας και ως καταρράκτης συντριβόμενος εις κατακλυσμόν υδατοκόνεως, με ανήγειρε της καρώσεως εκείνης, εις ήν με είχον ρίψει αι λικνιστικαί συγχορδίαι της αρχής και μ’ εβύθιζεν εις μανιώδη τώρα όνειρα, τεταραγμένα όνειρα μέθης, όνειρα χασισοπότου παράδοξα και όλον μου το σώμα εταράσσετο τώρα ανήσυχον, και η κεφαλή μου έσφυζε, και οι οφθαλμοί μου συνεστρέφεντο εις χρώματα αιματώδη.

   Εις τον μεγάλον εκείνον νευρικόν υπερερεθισμόν όλη μου η μανία και το μίσος κατά της Μύρρας επανήλθε σφοδρότερον. Η γυνή εκείνη μοι εφαίνετο ως όφις συχαμερά, όστις με εκράτει δουλικώς δια της μαγνητιστικής δυνάμεως των οφθαλμών του, ως Σειρήν μυσαρά και δολία, και εξεγειρόμην τώρα κατ’ αυτής περισσότερον, ερεθιζόμενος πάντοτε υπό των στοναχών εκείνων της μουσικής, έμπλεος λύσσης και μανίας.

    Εις διακεκομμένην τινά συγχορδίαν οξείαν και παράφορον, ενόμισα ότι παρεφρόνουν, η καρδία μου εφώναζεν ως ζητούσα εκδίκησιν, ωσεί τα παλαιά μίση τα αταβιστικά, όλον το ανθρώπινον κτήνος εξηγείρετο· και ίλιγγος με κατέλαβε και οι μυώνες μου συνεσπάσθησαν και η χειρ μου συνέτριβε πυρετωδώς μετά λύσσης και το περίβλημα, το απαλόν, της έδρας. Τον νουν μου διέτρεχον και επλημμύρουν μύρια σχέδια αιματηρά και τερατώδη, επιτεινόμενα υπό της μουσικής καταιγίδος και λαμβάνοντα έντασιν παράδοξον, τα οποία μάτην απεδίωκον μετά φρίκης.

   Ησθανόμην ότι η δύναμις, η γοητεία ήτις με συνεκράτει αρρήκτως συνηνωμένον μετά του πλάσματος εκείνου, ήτο ακατανίκητος, και ήθελα να σωθώ, και ήξευρα ότι δεν ηδυνάμην, ενόσω οι δύο εκείνοι οφθαλμοί και τα ερυθρά χείλη της μαγίσσης υπήρχον διάθερμα, εκινούντο, και έκτοτε ήρχισα να συζητώ πλέον μετά περισσοτέρας επιμονής τας φρικώδεις σκέψεις, αίτινες με ταλαιπώρουν.

   Έβλεπον την άβυσσον του εγκλήματος, ήτις έχαινεν έμπροσθέν μου και εσυρόμην προς αυτήν λεληθότως, ως ωθούμενον υπό δυνάμεως υπερτάτης, ως η βαθύτης αυτής και το απείρως φοβερόν να με είλκυε περισσότερον.

   Η Μύρρα έστρεψεν έπειτα μοιραίως το μυσαρόν πρόσωπόν της και με παρετήρησε γελώσα, και αντήχησε τώρα ο γέλως της, και απεκαλύφθησαν οι οξείς ως εχίδνης οδόντες της, ενώ οι δάκτυλοί της εξηκολούθουν τας ιλιγγιώδεις αρμονίας, αίτινες την άφινον εκείνην παντελώς αδιάφορον.

   Εις τα διατετριμμένα μέχρι ρήξεως νεύρα μου η παραφορά και η λύσσα, και η ιδέα του εγκλήματος εκορυφώθησαν. Η λάμψις εκείνη η ζωώδης των οφθαλμών της, και η αναισθησία της με κατέστησαν έκφρονα.

   Η μουσική καταιγίς εξηκολούθει πάντοτε, πυρετώδης, διακεκομμένη, με εξάρσεις νευρικάς, αποτόμους…

   Ώρμησα έκφρων και την έδραξα εκ του λαιμού δια των δύο μου χειρών, και την έσφιγγα, την έσφιγγα μανιώδης, ενώ δια των οδόντων μου έδακνον μετά λύσσης, απέσπων την ξανθήν της κόμην· και προσήγγιζον το πρόσωπόν μου εις το πρόσωπόν της, και παρηκολούθουν μετ’ ανακουφίσεως υψίστης την αγωνίαν της, τους οφθαλμούς, οίτινες εξήρχοντο των κογχών, μου επροξένουν δια πρώτην φοράν αηδίαν, και τα χείλη της κυανά τώρα και εξογκωμένα… και όλου του προσώπου της την αγωνιώδη διαστροφήν η οποία μοι απέδιδε την ελευθερίαν, με ελύτρωνε δια παντός…

   Και την έσφιγγα, την έσφιγγα, ενόσω το κλειδοκύμβαλον εξηκολούθει ν’ αποδίδη την φρίσσουσαν ηχώ του, και έπειτα, όταν και εκείνο απέθανε, την απώθησα μετά φρίκης, και έφυγα με την καρδίαν διαρρηγνυομένην υπό των παλμών και το λογικόν μου διαστραφέν δια παντός!


                                                                                                                                        (1893)
  




Δεν υπάρχουν σχόλια: