Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Πορτραίτο του Λοπάχιν από τον "Βυσσινόκηπο" του Άντον Τσέχωφ

...............................................................











Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)

   














 Πορτραίτο του Λοπάχιν κεντρικού ήρωα 

του "Βυσσινόκηπου" του Άντον Τσέχωφ*







...Άργησε το τραίνο. Κοντά δυο ώρες… (Χασμουριέται και τεντώνεται) Καλά τα κατάφερα! Κοίτα το βλάκα!... Ήρθα δω ξεπίτηδες για να πάω να τους ανταμώσω στο σταθμό κι αποκοιμήθηκα. Ώσπου να κάτσω στην καρέκλα τόνε πήρα. Καλό κι αυτό!... Δε με ξυπνούσες καημένη; (…)

…Η Λιουμπόβ Αντρέγεβνα λείπει στην Ευρώπη κάπου πέντε χρόνια. Είμαι περίεργος να δω αν έχει αλλάξει. Τι σπουδαία γυναίκα! Καλός άνθρωπος, ευγενικιά γυναίκα. Θυμάμαι όταν ήμουνα πιτσιρίκος, δεκαπέντε χρονώ, ο πατερούλης μου – κείνο τον καιρό είχε μαγαζί κάπου δω κοντά στο χωριό – μούδωσε μια γροθιά και μάτωσε τη μύτη μου. Είμαστε εδώ στην αυλή – ξεχνώ για τι πράμα είχαμ’ έρθει – ήτανε λιγουλάκι πιωμένος. Η Λιουμπόβ Αντρέγεβνα – σα να τη βλέπω τώρα – ήτανε τότες ένα μικρό κι αδύνατο κοριτσάκι. Με πήρε λοιπόν, μούπλυνε τα μούτρα κι ύστερα μ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ την κάμαρα των παιδιών. «Μην κλαις χωριατάκι» μούλεγε, «ώσπου να παντρευτείς θα γιάνεις»… (Παύση) Χωριατάκι… Ο πατέρας μου ήταν μουζίκος, αυτό είν’ αλήθεια, αλλά εγώ εδώ φορώ άσπρο γιλέκο και καφετιά παπούτσια… σα γάιδαρος με σέλλα! Ναι, είμαι πλούσιος, μα θαρρώ πώς μ’ όλα μου τα πλούτη, χωριάτης ήμουνα και χωριάτης θα μείνω. (Γυρίζει τις σελίδες του βιβλίου) Να, διάβαζα τούτο το βιβλίο. Τίποτα δεν κατάλαβα. Διάβαζα και με πήρε ο ύπνος. (Παύση)(…)

…(Σιγοτραγουδάει) «Για το χρήμα οι Γερμανοί και το Ρώσο κάνουν Γάλλο…» (Γελάει) Τι παράσταση ήταν αυτή που είδα χτες το βράδυ στο θέατρο – πολύ αστεία!(…)

…Ναι είν’ αλήθεια. Πρέπει να τ’ ομολογήσουμε, η ζωή μας εδώ είναι γεμάτη κουταμάρα… (Παύση) Σάμπως κι ο πατέρας μου τι ήτανε; ένας χωριάτης ήτανε, ένας ηλίθιος. Τίποτα δεν ένιωθε, δε με σπούδασε τίποτα, παρά μονάχα μ’ έδερνε σα μεθούσε.(…) Δεν έχω μάθει τίποτα και γράφω έτσι, που ντρέπομαι τους ανθρώπους, σα γουρούνι. (…)

…Θέλω να σας πω κάτι ευχάριστο και χαρούμενο… (κοιτάζει το ρολόι του) Πρέπει να φύγω αμέσως… Δεν έχω καιρό για πολλές κουβέντες… Λοιπόν, λίγα λόγια. Δε χρειάζεται βέβαια να σας πω εγώ ότι ο βυσσινόκηπός σας θα πουληθεί για να πληρωθούνε τα χρέη σας. Αυτό το ξέρετε. Στις 22 του Αυγούστου έχει οριστεί η δημοπρασία. Αλλά μην σκοτίζεστε, καλή μου κυρία, μπορείτε να κοιμάστε ήσυχη. Υπάρχει τρόπος να το κανονίσουμε. Λοιπόν εγώ σας προτείνω… Σας παρακαλώ, προσέξτε με! Το χτήμα σας απέχει περίπου 22 μίλια από τη χώρα. Οι γραμμές του τραίνου περνάνε κολλητά από δω. Αν ο βυσσινόκηπος κι ο τόπος ως την όχθη του ποταμού χωριστεί σε οικόπεδα κι ύστερα νοικιαστούνε για καλοκαιρινές βίλες, θα ‘χετε ένα πάγιο εισόδημα τουλάχιστον 25.000 ρούβλια το χρόνο. (…) Πείτε τώρα το ναι και στοιχηματίζω ό,τι θέλετε πως δεν θα υπάρχει ούτε πήχη ξενοίκιαστη ως το φθινόπωρο. Λοιπόν σας συγχαίρω! Μα την αλήθεια, έτσι θα σωθείτε κι εσείς! Υπέροχος τόπος, ποτάμι βαθύ! Μόνο που εδώ βέβαια πρέπει να καθαρίσουμε την περιοχή. Όλα τα παλιά σπίτια λόγου χάρη πρέπει να γκρεμιστούνε, καθώς και τούτο δω, που εδώ που τα λέμε, δεν αξίζει και πολλά πράματα. Και τις βυσσινιές… Θα τις κόψουμε κι αυτές. (…)

…Το μόνο αξιοπρόσεχτο πράμα είναι ότι ο βυσσινόκηπος πιάνει πολύ τόπο. Όλη αυτή η γης πάει χαμένη. Κι ύστερα τι χρειάζονται οι βυσσινιές; Βύσσινα κάνουν μια φορά στα δυο χρόνια, μα κι αυτά πάλι τι να τα κάνετε; Δεν τ’ αγοράζει κανείς. (…)

…(κοιτάζοντας το ρολόι του) Αν δεν αποφασίσουμε να ξεκουνηθούμε λιγάκι, σας το λέω στις 22 τ’ Αυγούστου ο βυσσινόκηπος κι όλο σας το χτήμα θα βγούνε στη δημοπρασία. Αποφασίστε το! Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τα γλυτώσετε. Σας ορκίζομαι δεν υπάρχει κανένας, κανένας!(…)

…Πρώτα είχαμε την αριστοκρατία μόνο και τους μουζίκους στον τόπο μας. Τώρα έχουμε και τους παραθεριστές. Όλες οι πόλεις, ακόμα κι οι μικρότερες, έχουνε κοντά τους τα προάστια και τα εξοχικά. Και το πράμα είναι απολύτως σίγουρο ότι σε καμιά εικοσαριά χρόνια θα ‘χουμε τους διπλούς, τι λέω τους τετράδιπλους παραθεριστές απ’ ό,τι έχουμε σήμερα. Σήμερα ο παραθεριστής κάθεται μονάχα και πίνει τσάι στη βεράντα του, ποιος ξέρει όμως αν αργότερα δεν αρχινίσει να σκάβει και το χωραφάκι του, να το καλλιεργεί, ας πούμε. Και τότες ο βυσσινόκηπός σας θα δει, ας πούμε, ξανά καλές κι ευτυχισμένες μέρες. (…)

  … (γελάει) Να σας κάνω μια ερώτηση; Τι ιδέα έχετε για μένα;

…Να σας πω εγώ. Σηκώνομαι στις πέντε το πρωί. Δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ. Έχω πάντα λεφτά δικά μου κι αλλονών, που περνάνε απ’ τα χέρια μου. Και βλέπω τι ανθρώπους έχω τριγύρω μου. Πρέπει ν’ αρχίσει κανείς να κάνει κάτι, για να καταλάβει πόσο λίγοι είναι οι τίμιοι και σωστοί άνθρωποι. Καμιά φορά που δεν με παίρνει ο ύπνος τη νύχτα, σκέφτομαι και λέω: «Θεέ μου, μας έδωσες απέραντα δάση, μεγάλους κάμπους, ατέλειωτους ορίζοντες, κι εμείς εδώ που ζούμε θα ‘πρεπε μα την αλήθεια να είμαστε γίγαντες!...»... 



*Σημείωση: Το πορτραίτο του κεντρικού ήρωα του "Βυσσινόκηπου" στηρίχτηκε στην κλασική μετάφραση του Λυκούργου Καλλέργη (εκδόσεις Γκόνη). Έγιναν φυσικά οι απαραίτητες "προσαρμογές" για την ομαλότερη ροή και, κατά συνέπειαν την φυσικότερη ανάγνωση του λόγου. Είναι μια συρραφή του "πραγματιστικού" λόγου του ήρωα από την Α' και τη Β' Πράξη του έργου. Η εύρεση αναλογιών με χαρακτήρες που "ευδοκίμησαν" και "ευδοκιμούν" στη χώρα μας είναι δική σας αποκλειστικά υπόθεση. 
Την ιδέα για το πορτραίτο την οφείλω  στην κ. Μάγια Λυμπεροπούλου. Στα 1986 μαθήτευσα και ασκήθηκα στο θεματικό της στούντιο υποκριτικής με άξονα τα έργα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: