Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Δημήτρη Νόλλα "Το ταξίδι στην Ελλάδα" / Διάβασα προσφάτως και το συνιστώ (Ένα απόσπασμα και μια κριτική))

 ...........................................................


Δημήτρη Νόλλα "Το ταξίδι στην Ελλάδα" (εκδ. "Ικαρος", 2013)     

                                      (απόσπασμα)




...Ήταν φαίνεται νωρίς για να το καταλάβει, ίσως ήταν και η πρώτη του επαφή μετά από τόσο καιρό με τον γενέθλιο τόπο, που τον δυσκόλευε. Προς επίρρωση της δυσφορίας του, η Χρυσάνθη είπε, "Μην ακούς τι λεει ο κόσμος. Για πόλεμος, για ειρήνη, έντβεντερ όντερ, μόνη σημασία έχει να μπορείς να ζήσεις τη δικιά σου ζωή και να μπορείς να την αλλάζεις όταν έρχεται ή ώρα. Τη δικιά σου ζωή, και να το κάνεις κάθε φορά ριζικά και αποφασιστικά. Τότε είσαι άνθρωπος", είπε και σηκώθηκε απότομα, καθώς ο σταθμάρχης είχε αρχίσει να σφυρίζει την αναχώρησή τους. "Άιντε", ειπε, "ήρθε η ώρα μας. Τώρα είναι η δικιά μας ώρα".
"Άι γαμήσου, μουρλέγκω", μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Αρίστος, περπατώντας πίσω της για να περιεργάζεται το κορμί της, αλλά η ουσία είναι πως θα περάσουν αρκετές ώρες για να αντιληφθεί το νόημα που 'χαν τα λόγια της και η εν τω μεταξύ εξαφάνισή της. Κι όμως συνέχιζε να αναρωτιέται, τι είδους άνθρωπος ήταν αυτη η γυναίκα που, όταν μίλησε για τον τόπο όπου μεγάλωσε, είχε μιλήσει μ' αυτά τα επικριτικά λόγια που δύσκολα έκρυβαν τη νοσταλγία της και είχε πει, "Αυτό που δεν μ' άρεζε ήταν που έβλεπα να γεννιούνται οι άνθρωποι και να ξέρουν από την πρώτη στιγμή, σαν να ειχε ήδη αποφασιστεί από την κοιλιά της μάνας τους, πως τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στη ζωή τους. Σε μια κατάσταση απόλυτης ηρεμίας και ευτυχίας, την οποία τίποτα και με κανένα τρόπο δεν μπορούσε κάποιος να διαταράξει. Απ' αυτό ήθελα να φύγω..." Και κουνώντας το κεφάλι της μελαγχολικά είχε συμπληρώσει, σαν γιαγιά που τελειώνει το παραμύθι της, χωρίς να παραλείψει το επιμύθιο, "για να βρεθώ στη Βαυαρία... αν και, το παραδέχομαι", είχε συνεχίσει σαν να έκανε δεύτερο φινάλε, "ακόμη και σ' εκείνο το βάλτο έβρισκαν τρόπο οι άνθρωποι να ισορροπούν. Δακρύζω σαν θυμάμαι τους άντρες να γυρνούν απ' τα χωράφια ή απ' τα ζωντανά και ν' αράζουν στον καφενέ πριν πάνε σπίτι τους και τα εύθυμα τραγούδια τους, αλλά και τα πονεμένα, να πηγαινοέρχονται σαν κύματα σε μια παραλία ανοιχτή σαν αγκαλιά, όπου έρχονταν κι απάγκιαζαν τα παράπονά τους, τα όνειρα και η οργή που τους πλημμύριζαν, αλλά και η ελπίδα πως τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό να παραμείνει αύριο ίδιο με χτες. Κι όλη αυτή η μαυρίλα ήταν το κέφι τους που την καταλάγιαζε, μαζί μ' ένα μεθύσι ήπιο σαν μαλακό κι ευωδιαστό κερί που τη γλύκαινε, και δεν την άφηνε ποτέ να μετατραπεί σε κάτι κακό, σε μια αυτοκαταστροφική ή δολοφονική χειρονομία. Γι' αυτό και δεν τους είχα δει ποτέ μου, ούτε κανείς άλλος μπορεί να πει πως τους είχε δει, να πέφτουνε ξεροί απ' το μεθύσι καταμεσής στο δρόμο, όσο βαρύ και να 'τανε το ζόρι που τραβούσαν. Ήθελα κι απ' αυτό να φύγω", είχε πει, κι ο Αρίστος την είδε για μια στιγμή-αστραπή, όσο πεταρίζει το βλέφαρο, να κάνει μια γκριμάτσα, κοροϊδευτική του φάνηκε ή νόμισε πως του φάνηκε, λίγες ώρες πριν εξαφανιστεί και τη χάσει απ' τα μάτια του, αφού είχε προσθέσει, "δεν ξέρω, μπορεί και να μην έκανα καλά"...     
  

Διάβασε το άρθρο:
"Ο εμφύλιος των ανθρώπων, όχι των γεγονότων" 
από τον Κωστή Παπαγιώργη   εδώ: http://www.lifo.gr/mag/columns/5594



Δεν υπάρχουν σχόλια: