Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

"Προβάλλοντας το κακό" από τον Χρήστο Παρίδη (www.lifo.gr, 31.10.2012)


...............................................................

 
από τον Χρήστο Παρίδη, www.lifo.gr, 31.10.2012

Προβάλλοντας το κακό

Πόσα λάθη έγιναν (αν έγιναν) στη συνέντευξη του Μπογδάνου με τον Μιχαλολιάκο; Ποιος είναι ο σωστός τρόπος να προβάλλουν τα media ένα κόμμα με ακραίες αρχές; Και, τελικά, πόσο δημοκρατικό είναι να κόβεις από τον δημόσιο διάλογο ένα κόμμα που εκλέχτηκε νόμιμα από τον ελληνικό λαό, επειδή φοβάσαι τις απόψεις του;



Προβάλλοντας το κακό


«Αλίμονο αν καταργήσουμε την πληροφόρηση. Διότι αν έπεφτε ένα πέπλο σιωπής για τη Χρυσή Αυγή, βάσει της ίδιας ή αντίστοιχης λογικής θα μπορούσαν, σε σιωπηλή συνεννόηση, τα media να μη μιλάνε και για άλλα πράγματα, με αποτέλεσμα να είμαστε εκτεθειμένοι σε μια απόλυτη μη-πληροφόρηση». Με αυτά τα λόγια θέλησε να απαντήσει ο καθηγητής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο ερώτημα για την απελπιστικά προβληματική σχέση των ΜΜΕ με το φαινόμενο που λέγεται «Χρυσή Αυγή». Αφορμή έδωσε ησυνέντευξη του αρχηγού της Νίκου Μιχαλολιάκου στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο στον ΣΚΑΪ.

Τι να είχε, άραγε, στο μυαλό του ο δημοσιογράφος, όταν «έκλεινε» τον Μιχαλολιάκο για την εναρκτήρια εκπομπή του «Ευθέως»; Ότι θα κατακτούσε αβίαστα και εν μια νυκτί την κορυφή του τηλεοπτικού στερεώματος; Ότι θα κατάφερνε ένα γερό πλήγμα κατά του «τέρατος» της διαφαινόμενης επέλασης του απολυταρχισμού; Ότι θα τον κατατρόπωνε, κάτι που δεν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα πιο έμπειροι συνάδελφοί του, κι αυτός θ' αναδεικνυόταν ήρωας της δημοκρατίας; Ό,τι και να είχε στο μυαλό του, αν κρίνουμε από τον ορυμαγδό των αρνητικών σχολίων στο Διαδίκτυο αλλά και στον Τύπο, μοιάζει να απέτυχε παταγωδώς, προσφέροντας στη Χρυσή Αυγή ακόμα μια επικοινωνιακή επιτυχία μέσα στο ίδιο το γήπεδο του «φαύλου» και «διεφθαρμένου» συστήματος που υποτίθεται ότι την πολεμάει λυσσαλέα! Και δεν είναι η πρώτη φορά. Σχεδόν κάθε προσπάθεια ν’ αντιμετωπιστεί από την τηλεόραση η ραγδαία της αναρρίχηση σε υψηλά νούμερα δημοτικότητας στο εκλογικό σώμα μοιάζει να πέφτει στο κενό…

Σε ανάλογη ερώτηση που κάναμε στη δημοσιογράφο Πόπη Διαμαντάκου, η απάντηση ήταν καταπέλτης. Ήταν όντως ατυχής η συνέντευξη Μπογδάνου με Μιχαλολιάκο; «Όχι απλώς ατυχής, Βατερλό! Τόσο τηλεοπτικά όσο και ως προάσπιση της δημοκρατίας. Γιατί η δημοκρατία δεν είχε καμιά υπεράσπιση εκείνη τη στιγμή. Όμως, πόσο δυνατόν είναι κάτι τέτοιο να επιτευχθεί σε ένα τηλεοπτικό πλατό, αφού χρειάζεται να προηγηθεί μια αναθεώρηση όλων των όρων βάσει των οποίων κάνουμε τηλεόραση στην Ελλάδα;
Δηλαδή, των εντυπώσεων και της παραγωγής θεάματος. Είναι προφανές ότι εκείνος που έχει την επικοινωνιακή επιλογή να παράξει την πιο ακραία εντύπωση έχει το πλεονέκτημα. Τέτοια είναι η περίπτωση της Χρυσής Αυγής και των εκπροσώπων της. Κάθε φορά που καλούνται σε τηλεοπτικές εκπομπές, παίρνουν αυτό το πλεονέκτημα στα χέρια τους. Δηλαδή με τον τσαμπουκά, την άρνηση του συστήματος, την αντίληψη του οδοστρωτήρα που θα τα αλώσει όλα.
Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είχε εγκλωβιστεί στην αυταρέσκεια και στον ναρκισσισμό του, θεωρώντας ότι έχοντας αλιεύσει μερικά δημοσιεύματα, είχε διανύσει τη διαδρομή που έπρεπε να διανύσει και θα κατάφερνε να επιβληθεί και να κερδίσει το παιχνίδι. Και μόνο από αυτή του τη στάση το είχε χάσει από την αρχή. Με τις δύο πρώτες κουβέντες, όταν του είπε ότι μπήκε βίαια στη Βουλή και ο άλλος τον αποστόμωσε, θυμίζοντάς του ότι μπήκαν με τις ψήφους πεντακοσίων χιλιάδων ψηφοφόρων. Εκεί έπρεπε ο Μπογδάνος να στοιχειοθετήσει τη βία με τις επιθέσεις στους δρόμους».

Η τηλεόραση είναι εκ προοιμίου ανίκανη να εκθέσει το πραγματικό προφίλ του ακροδεξιού κόμματος; «Μέχρι τώρα, η τηλεόραση χρησιμοποιούσε την ίδια αντίληψη με τη Χρυσή Αυγή. Απευθυνόταν στα φοβικά ανακλαστικά του κοινού, ερεθίζοντας τον συναισθηματισμό του. Πρόκειται για έναν λαϊκισμό με τον οποίο το ελληνικό κοινό γαλουχήθηκε για χρόνια. Πάρτε τα μεγάλα σκάνδαλα, ακόμα και τα προσωπικά, και θα δείτε έναν λόγο που απευθύνεται στα ένστικτα ενός κοινού, του οποίου οι αντιστάσεις σε έναν βαθμό έχουν αδρανήσει, αφού είναι έρμαιο του συντηρητισμού και των φόβων του. Είναι ένας απλοϊκός λόγος στον οποίο το κοινό έχει εθιστεί και όποια δημοκρατικά αναχώματα μπορούσε να έχει, δεν υπάρχουν, λόγω ελλιπούς παιδείας. Γι’ αυτό, όποιος καλεί έναν μαέστρο του λαϊκισμού, πρέπει να έχει πολύ μεγάλη θωράκιση και γνώση του αντικειμένου και της λειτουργίας της τηλεόρασης».

Στην ίδια ερώτηση σχετικά με την εκπομπή, ο λέκτορας κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγής Παναγιωτόπουλος έδωσε μια εκ διαμέτρου αντίθετη ερμηνεία. «Αν εξαιρέσω κάποια ενοχλητικά συμβάντα, όπως ότι ο κ. Μπογδάνος έγινε απολογητής κι εκπρόσωπος του σταθμού του, δείχνοντας μεγάλη απειρία και ταύτιση με το κανάλι στο οποίο δουλεύει, και μάλιστα καθ’ υπαγόρευση, αφού ακούγαμε την καθοδήγηση που δεχόταν από το κοντρόλ, και κάποιες στιγμές αποδιοργάνωση και αδυναμία, όταν π.χ. δεν μπόρεσε ν’ αντιδράσει στον παιδαριώδη παραλληλισμό οργανωμένων οπαδών και Ταγμάτων Εφόδου, θεωρώ ότι έκανε τη δουλειά του σωστά. Είναι η πρώτη συνέντευξη επιθετικής μορφής αμερικανικού τύπου που γίνεται σε πολιτικό αρχηγό – μακάρι να γίνει και σε άλλους. Η συνέντευξη έθεσε τον ναζισμό στην ατζέντα και όταν επικεντρώθηκε στα πραγματικά οικονομικά δεδομένα ήταν αποκαλυπτική του εξτρεμιστικού παραλογισμού του κ. Μιχαλολιάκου».

Στο «Ευθέως» ο Μιχαλολιάκος, για μια ακόμα φορά, υπερθεμάτισε όσον αφορά τον αντισυστημικό χαρακτήρα του κόμματός του, επαναλαμβάνοντας ότι όλοι, εκτός Χρυσής Αυγής, και κυρίως όσοι την πολεμούν δεν είναι παρά εκπρόσωποι ενός διεφθαρμένου συστήματος, το οποίο έχει λεηλατήσει το χρήμα του ελληνικού λαού, κατηγορώντας, συν τοις άλλοις, τα κανάλια ότι είναι υπόλογα, εφόσον εκμεταλλεύονται τη συχνότητα που τους έχει παραχωρηθεί και που είναι ιδιοκτησία του ελληνικού λαού (αλλά και της Χρυσής Αυγής ειδικά;).

«Αν πλήρωναν όσα χρωστάνε στο κράτος, θα μπορούσαν να καλυφθούν τα φάρμακα για τους καρκινοπαθείς», βροντοφώναξε! Με μια αλάνθαστη βεβαιότητα και αυτοπεποίθηση πέρασε στους ψηφοφόρους το ενδιαφέρον του για τον φτωχό και απελπισμένο πολίτη κι έδειξε απαράμιλλη στοργή (που, βέβαια, αδυνατεί να προσφέρει στο ανθρώπινο δράμα έγχρωμων μεταναστών, ακόμα κι αν έχουν αποδειχτεί φιλήσυχοι κι εργατικοί φιλέλληνες).

Πού να τον προλάβει ο Μπογδάνος όταν, όπως φάνηκε, αδυνατούσε να περάσει στοιχειωδώς το θέμα της βίας; Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι ο Μιχαλολιάκος δεν κατάφερε να πείσει «αφού του προσφέρθηκε μία ώρα στον αέρα, σε μια εκπομπή ενός μεγάλου καναλιού, όχι απέναντι σ’ ένα επιτελείο δημοσιογράφων αλλά face to face μ’ έναν νεαρό δημοσιογράφο, χωρίς να προκαλέσει ένα επεισόδιο σκανδαλιστικής καθαρότητας κι επιθετικότητας και χωρίς να καταφέρει, επίσης, να εμφανιστεί ως το μεγάλο θύμα του μιντιακού συστήματος.
Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι τέτοια πολιτικά μορφώματα συνήθως βγαίνουν κερδισμένα από κάθε τους εμφάνιση στην τηλεόραση, κάτι που θέτει τη συζήτηση σε ένα πολύ διαφορετικό και δύσκολο μονοπάτι. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους δημοσιογράφους να κάνουν εκείνα που οφείλουν να κάνουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα μέσα από μια στοιχειώδη συναίνεση που θα αναχαιτίζει και θα απομονώνει πολιτικά και ηθικά τη Χ.Α. Εδώ υπάρχει η πιθανότητα να αλλάξουν ριζικά τη ζωή και τον πολιτισμικό μας προσανατολισμό».

Η Διαμαντάκου επιμένει ότι ο Μιχαλολιάκος ξέρει τόσο καλά το επικοινωνιακό παιχνίδι που «… επέβαλε τον όρο να μη χρησιμοποιηθεί βίντεο για να μην κερδίσει τις εντυπώσεις η εικόνα. Ο Μπογδάνος δεν υποψιάστηκε καν γιατί ο Μιχαλολιάκος δεν ήθελε το βίντεο κι έτσι τον πήρε φαλάγγι στη συζήτηση», σε μια συζήτηση άνιση, εφόσον αποκαλούσε συνεχώς τον Μπογδάνο «ψεύτη». «Η λέξη “ψεύτης” είναι ιδεολογικά φορτισμένη και είναι σαν να έλεγε στο κοινό “είμαι καλεσμένος στο σύστημα που ξέρεις, κόσμε, πόσο ψεύτικο είναι”, έχοντας έτσι τηλεοπτικό πλεονέκτημα. Πήγε, λοιπόν, ο Μπογδάνος να παίξει το παιχνίδι με τον φόβο του ναζισμού, όταν η Χ.Α. έχει κερδίσει το παιχνίδι με τα φοβικά ανακλαστικά προ πολλού».

Αλλά το φαινόμενο της ανοδικής πορείας της Χ.Α. παρατηρείται, όπως έχει διαπιστωθεί, και όταν τα μέλη της επιδίδονται σε πράξεις βίας και αυθαιρεσίας (βλέπε το περίφημο χαστούκι στην Κανέλλη από τον βουλευτή Κασιδιάρη). Η Διαμαντάκου λέει χαρακτηριστικά: «Εμφανίζονται ως τιμωροί ενός συστήματος το οποίο έχει πολλά αποδεδειγμένα ελαττώματα». Και ο Παναγιωτόπουλος: «Έδειρε μια βουλευτή που εξέφραζε μέχρι τότε έναν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό λόγο. Χτυπώντας την, ήταν σαν να έλεγε “σιγά τους αντισυστημητικούς. Εμείς είμαστε οι πραγματικοί αντισυστημικοί”».

Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, πάντως, θεωρεί σημαντικότερο πρόβλημα το εξής: «Δεν είναι η προβολή το κακό, αλλά ο συνδυασμός της με τη μη-καταστολής της. Αυτήν τη στιγμή, η Χρυσή Αυγή από τη μία προβάλλεται και από την άλλη δεν καταστέλλεται. Έχει μηχανισμούς το κράτος; Νομίζω έχει. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτούμε ότι με το καλό, την ανοχή, την αποσιώπηση και τη μη-εξώθηση των πραγμάτων η δημοκρατία θα αμυνθεί. Δεν μπορεί να αμυνθεί. Αυτό είναι το δράμα της δημοκρατίας, ότι είναι πάντα υποχρεωμένη να κινηθεί σε ένα αμφίσημο πλαίσιο, το οποίο θέτει τα όρια της δημοκρατικής λειτουργίας».

Όντας υπέρ της πολυφωνίας και της απόλυτης ελευθερίας, συμπληρώνει: «Θα μου πείτε ότι τα media παίζουν το παιχνίδι της Χρυσής Αυγής. Ναι, στο μέτρο που αυτήν τη στιγμή η Χ.Α. δεν κάνει τίποτε άλλο από το να πράττει και να δημοσιοποιεί ακραίες πράξεις. Αυτή είναι η τακτική της επί του παρόντος. Αλλά αυτό δεν είναι μέρος του δημοκρατικού παιχνιδιού; Δεν θα απαλλαγεί κανείς από τις ακρότητες, αποσιωπώντας τες».


Δεν υπάρχουν σχόλια: