...........................................................
Κώστας Ψαράκης
Το νησί των Νεκρών
Κώστας Ψαράκης
Το νησί των Νεκρών
Στις σιωπηλές θάλασσες της λησμονιάς
τα νησιά των αναμνήσεων
βραχώδη
νεκρά
χωρίς κύματα
ένα ή δυο κυπαρίσσια
χωρίς πουλιά.
Θαλάσσια κοιμητήρια
Θροΐζουν τα ασημένια αναθήματα
χέρια, μάτια, πρόσωπα.
Αναλαμπές από στιγμές
ξαφνικά γέλια
κάτι μεσημέρια
λιγότερα πρωινά
πολλές νύκτες...
Ερχόμαστε
όταν μας περισσέψει η γενναιότητα
κάτι ν' αφήσομε
τακτοποιούμε
λαξεύομε στοές
μέχρι τα όνειρά μας
Προσποιούμαστε
(όπως κ’ εκείνοι άλλωστε)
πως δε βλέπομε τους Νεκρούς
που μας θωρούν
με την απίστευτη αγάπη
της ερημιάς …
Μονάχα τα μικρά παιδιά
Κάνουν εκείνη τη κίνηση
Να πέσουν στη αγκαλιά μας
Δεν έχουν μάθει ακόμα
να πειθαρχούν στο θάνατο
ξεχνάμε δήθεν κάτι
θα το αγκαλιάσουν όταν φύγομε
η φρίκη
Στόν Γιώργο Σεφέρη
" Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει•
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος."
Ο άνεμος που φυσά τούτες τις μέρες
μας φέρνει από κάπου, σαν φύλλα ξερά, νεκρές πλέον επιθυμίες.
Ξεσκεπάζει τη φρίκη .
Φυσά κάτω από τις έρημες χειμωνιάτικες γέφυρες
με τον στιγμιαίο θάνατο της προσδοκίας
στο βλέμμα του μοναχικού αστέγου,
εκεί κάτω από τη γέφυρα
που ξαναγυρνά τη πλάτη σ εσένα και στο κρύο άνεμο .
Ποιός άραγε γνωρίζει τι ήλπισε ακούγοντας τα βήματά σου
(ποιος άραγε γνωρίζει ποιος νόμισε ότι έρχονταν ).
[Εδώ όμως πρέπει να σταματήσει το ποίημα
διότι αν συνεχιστεί θα συναντήσει την φρίκη
εκείνη την φρίκη που δεν αντέχω να σου περιγράψω
και εσύ δεν αντέχεις ν ακούσεις]
για την οποία λέει ο Ποιητής ότι
«δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει•
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.»
Ας σταθούμε λοιπόν εδώ , στις σκόρπιες εικόνες
του άστεγου κάτω από την αδιάφορη και έρημη γέφυρα ,
ή του βράχου
που θρυμματίζει το κρύο κύμα
ολομόναχος , στα μετανιωμένα από τα όργια του καλοκαιριού
χειμωνιάτικα ακρογιάλια΄
ή τις γριές μητέρες που όταν πεθαίνουν σαν απροστάτευτα παιδιά
μαζί με τις ζωντανές τους μνήμες για σένα
σ αφήνουν γυμνό, στη παγωμένη λησμονιά
αλλά ποτέ στους νέους που βρίσκουν νεκρούς
σκεπασμένους με μια κουβέρτα, στα κρύα, μοναχικά, φοιτητικά δωμάτια
σπάζοντας τις πόρτες .
Ποτέ, ποτέ, στο χαμόγελο, το τελευταίο χαμόγελο, και στο βλέμμα
το βλέμμα που θυμάσαι ότι προσπέρασες
όπως προσπέρασες κι εκείνο του αστέγου
εκεί κάτω από την γέφυρα, όταν ο άνεμος μας φέρνει
σαν φύλλα ξερά
νεκρές πλέον επιθυμίες.
τα νησιά των αναμνήσεων
βραχώδη
νεκρά
χωρίς κύματα
ένα ή δυο κυπαρίσσια
χωρίς πουλιά.
Θαλάσσια κοιμητήρια
Θροΐζουν τα ασημένια αναθήματα
χέρια, μάτια, πρόσωπα.
Αναλαμπές από στιγμές
ξαφνικά γέλια
κάτι μεσημέρια
λιγότερα πρωινά
πολλές νύκτες...
Ερχόμαστε
όταν μας περισσέψει η γενναιότητα
κάτι ν' αφήσομε
τακτοποιούμε
λαξεύομε στοές
μέχρι τα όνειρά μας
Προσποιούμαστε
(όπως κ’ εκείνοι άλλωστε)
πως δε βλέπομε τους Νεκρούς
που μας θωρούν
με την απίστευτη αγάπη
της ερημιάς …
Μονάχα τα μικρά παιδιά
Κάνουν εκείνη τη κίνηση
Να πέσουν στη αγκαλιά μας
Δεν έχουν μάθει ακόμα
να πειθαρχούν στο θάνατο
ξεχνάμε δήθεν κάτι
θα το αγκαλιάσουν όταν φύγομε
η φρίκη
Στόν Γιώργο Σεφέρη
" Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει•
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος."
Ο άνεμος που φυσά τούτες τις μέρες
μας φέρνει από κάπου, σαν φύλλα ξερά, νεκρές πλέον επιθυμίες.
Ξεσκεπάζει τη φρίκη .
Φυσά κάτω από τις έρημες χειμωνιάτικες γέφυρες
με τον στιγμιαίο θάνατο της προσδοκίας
στο βλέμμα του μοναχικού αστέγου,
εκεί κάτω από τη γέφυρα
που ξαναγυρνά τη πλάτη σ εσένα και στο κρύο άνεμο .
Ποιός άραγε γνωρίζει τι ήλπισε ακούγοντας τα βήματά σου
(ποιος άραγε γνωρίζει ποιος νόμισε ότι έρχονταν ).
[Εδώ όμως πρέπει να σταματήσει το ποίημα
διότι αν συνεχιστεί θα συναντήσει την φρίκη
εκείνη την φρίκη που δεν αντέχω να σου περιγράψω
και εσύ δεν αντέχεις ν ακούσεις]
για την οποία λέει ο Ποιητής ότι
«δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει•
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.»
Ας σταθούμε λοιπόν εδώ , στις σκόρπιες εικόνες
του άστεγου κάτω από την αδιάφορη και έρημη γέφυρα ,
ή του βράχου
που θρυμματίζει το κρύο κύμα
ολομόναχος , στα μετανιωμένα από τα όργια του καλοκαιριού
χειμωνιάτικα ακρογιάλια΄
ή τις γριές μητέρες που όταν πεθαίνουν σαν απροστάτευτα παιδιά
μαζί με τις ζωντανές τους μνήμες για σένα
σ αφήνουν γυμνό, στη παγωμένη λησμονιά
αλλά ποτέ στους νέους που βρίσκουν νεκρούς
σκεπασμένους με μια κουβέρτα, στα κρύα, μοναχικά, φοιτητικά δωμάτια
σπάζοντας τις πόρτες .
Ποτέ, ποτέ, στο χαμόγελο, το τελευταίο χαμόγελο, και στο βλέμμα
το βλέμμα που θυμάσαι ότι προσπέρασες
όπως προσπέρασες κι εκείνο του αστέγου
εκεί κάτω από την γέφυρα, όταν ο άνεμος μας φέρνει
σαν φύλλα ξερά
νεκρές πλέον επιθυμίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου