.............................................................
ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΡΟΣΙΝΗ
(Ἀθήνα 1859-1951)
Στὸ ρημαγμένο παρεκκλήσι
τῆς Ἄνοιξης τὸ θεῖο κοντύλι
εἰκόνες ἔχει ζωγραφίσει
μὲ τ᾽ ἀγριολούλουδα τ᾽ Ἀπρίλη.
Ὁ ἥλιος γέρνοντας στὴ δύση
μπροστὰ στοῦ ἱεροῦ τὴν πύλη
μπαίνει δειλὰ νὰ προσκυνήσῃ
κι ἀνάφτει ὑπέρλαμπρο καντήλι
Σκορπάει γλυκειὰ μοσκοβολιὰ
δάφνη στὸν τοῖχο ριζωμένη-
θυμίαμα ποὺ καίει ἡ Πίστις-
καὶ μία χελιδονοφωλιά,
ψηλὰ στὸ νάρθηκα χτισμένη
ψάλλει τὸ Δόξα ἐν Ὑψίστοις...
[ Γ. Δ. Ἑσπερινός]
Ἂν καί συνέγραψε πλῆθος διηγημάτων, μυθιστορημάτων, μελετῶν ποικίλου
περιεχομένου καὶ συνέδεσε τὴ ζωή του μὲ τὴ διεύθυνση τοῦ περιοδικοῦ
"Ἑστία" (τὴν κατοπινὴ ὁμώνυμη ἐφημερίδα) καὶ τοῦ "Συλλόγου πρὸς
διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων", ἐν τούτοις ὁ Γεώργιος Δροσίνης παραμένει
τόσο στὴ μνήμη μας, ὅσο καὶ στὶς μορφὲς τῆς γραμματείας μας μιὰ
παρουσία καθαρὰ ποιητική.
Οἱ σπουδές του ἦταν σημαντικὲς γιὰ τὴν ἐποχή του, ἐπειδὴ μετὰ τὴ φιλοσοφικὴ σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν παρακολούθησε νεώτερη φιλολογία στὴ Δρέσδη, τὸ Βερολίνο καὶ τὴ Λειψία. Τὸ ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι οὶ σπουδές του αὐτὲς καὶ ἡ διαμονή του εἰς τὴν ξένην οὐδεμίαν ἐπίδραση ἐπέφεραν στὸ ἔργο του. Παρέμεινε σταθερὰ ἑλληνοπρεπής, δεμένος μὲ τὴν παράδοση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Νικολάου Πολίτη. Ὑπῆρξε ἱδρυτὴς τοῦ "Ἡμερολογίου τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος" (1922) καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μέλη τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Ὑπηρέτησε ὡς ἀνώτερος ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Ὡς ποιητὴς εἶχε τὴ χαρὰ νὰ εἶναι ὁ εὐνοούμενος, σχεδὸν τὸ καμάρι, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν Ἀθηνῶν. Ἂν καὶ ξεκίνησε ὡς συνοδοιπόρος τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, παρέμεινε ἐκφραστὴς τῶν χαμηλῶν τόνων, ἥπιος καὶ συγκρατημένος, ἀφήνοντας τὸν Παλαμᾶ νὰ ἀρθεῖ στὶς ποιητικὲς καὶ ἐθνικοπατριωτικὲς ὁραματικὲς ἐξάρσεις. Δὲν εἶχε οὔτε τὴ δυνατότητα, οὔτε καὶ τὴ διάθεση γιὰ τέτοια ἅλματα. Ὅμως ἡ ἀντίθεσή του μὲ τὸν Παρασχισμὸ σφράγισε τὴν ποιητική του μοίρα. Πολέμησε τὸν ρομαντισμὸ καὶ τὴν καθαρεύουσα (τὴν ὁποία ἐξόχως εἶχε δοκιμάσει σὲ πολλὰ ἀφηγήματα) καὶ ἀναγορεύτηκε ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ συνεπεῖς καὶ πιὸ ἀξιόλογους ἐκπροσώπους τῆς νέας σχολῆς.
Ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο "Ἰστοὶ ἀράχνης" ἐκδόθηκε τὸ 1880. Τὰ ποιήματα αὐτὰ τὰ ἀποδέχθηκε πολὺ εὐνοϊκὰ τὸ ἀστικὸ κοινὸ καὶ ὁ Γεώργιος Δροσίνης παρέμεινε προσηλωμένος τόσο πρὸς τὸ ἐπίπεδο τῆς ποίησης αυτῆς, ὅσο καὶ πρὸς τὸ πρόσχαρο κοινό του. Μερικὰ ποιήματα (π.χ. Ἡ μυγδαλιὰ) ἔγιναν ἐλαφρὰ τραγουδάκια τοῦ συρμοῦ, γεμάτα χάρη καὶ τρυφερὴ διάθεση.
Ὁ Γεώργιος Δροσίνης δὲν μπόρεσε νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπὸ τὸ κοινό του αὐτό, τὸ ὁποῖο μέσα στὴν καθημερινή του ἀνεμελιὰ ἀρεσκόταν νὰ ἀκούει ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς λεκτικὰ σκιρτήματα γιὰ φυσικὲς ὀμορφιὲς καὶ ἠθικὲς παραινέσεις. Παρέμεινε ἐγκλωβισμένος μέσα στὰ σχεδὸν ἀσφυκτικὰ πλαίσια τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ποὺ ὁ ὀξυδερκὴς Παλαμᾶς ἀποκαλοῦσε "ποίηση κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς λαογραφίας". Ὅλα διαυγῆ καὶ πεντακάθαρα, ὅλα φανερά. Πουθενὰ τὰ πολύσημα σημάδια τῆς σκοτεινῆς ἀμφιβολίας ἤ τοῦ νυκτικοῦ λόγου. Οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὰ βαθιὰ φαράγγια τῆς ἀπροσδιόριστης ἀγωνίας ποὺ κατατρώει τὴν ὕπαρξη.
Κάποτε ὅμως ἔρχονται στιγμὲς -λίγες, ἀλλὰ ξεχωριστὲς- ποὺ ὁ ποιητὴς ξεπερνάει τὴν κοσμικὴ ἐρωτοτροπία καὶ τὴν εἰδυλλιακὴ περιγραφικότητα. Δημιουργεί κάποια ποιήματα μὲ διαχρονικὴ συγκίνηση, μὲ τεχνικὴ ἀρτιότητα, μὲ ποιητικὴ ἀτμόσφαιρα ὑψηλοῦ ἐπιπέδου καὶ στοχασμοὺς ἑνὸς ἰδιαίτερου ψυχισμοῦ. Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ποιήματα βρίσκονται μέσα στὴ συλλογή του «Γαλήνη» («Ἑστία», 1902).
Τὸ ἰσχυρίζομαι αὐτὸ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν εὐρέως γνωστῶν καὶ καλῶν ποιημάτων ποὺ περιέχει, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ ποιήματα αὐτὰ ἔγιναν πολὺ 'αγαπητὰ ἀπὸ τὶς συχνὲς δημοσιεύσεις τους σὲ ἀνθολογίες καὶ σχολικὰ ἀναγνωστικά. Τέτοια ποιήματα ποὺ ἀξίζει νὰ τὰ μνημονεύσουμε γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ εἶναι τὰ: «Τὸ χωριό μας», «Ὁ Καλογιάννος», «Τὸ κοιμητήρι», «Ἡ φωτιά», «Ἑσπερινός», «Τραγουδάκι», «Ὕμνος τοῦ βουνοῦ», «Τὸ πυροφάνι», «Ὁ πεθαμένος ψαρᾶς», «Ἡ ψαρόβαρκα», «Ὁ γρίπος» καὶ, ἴσως, καὶ μερικὰ ἄλλα ἀκόμα. Ἡ συλλογὴ περιλαμβάνει 46 ποιήματα συνολικά, γραμμένα ἀπὸ τὸ 1891 ἕως καὶ τὸ 1902 καὶ εἶναι χωρισμένη σὲ δύο ἑνότητες μὲ τοὺς εἰδικότερους τίτλους «Τὸ χωριό μας» καὶ «Τ’ ἀκρογιάλι μας». Κυριαρχοῦν τὰ ὀλιγόστροφα μὲ ὀχτασύλλαβους ἰαμβικοὺς στίχους ποιήματα, χωρὶς νὰ λείπουν, ὅμως, καὶ οἱ κλασικοί δεκαπεντασύλλαβοι καὶ τὰ λίγα ἀκριβοζυγιασμένα σονέτα. Τὰ τελευταῖα συνιστοῦν καὶ τὸ ὑψηλότερο ποιητικὸ ἀπόσταγμα τοῦ Δροσίνη, τουλάχιστον στὴ συλλογὴ αὐτὴ.
Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ παραπάνω ἀναφερθέντα ποιήματα εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου ἐκεῖνα ποὺ ἀνυψώνουν τὸν Δροσίνη ἀπὸ τὴν περιγραφικὴ μετριότητα καὶ τὴν ἠθογραφικὴ ἀντίληψη τῆς ποίησής του. Ὁ στίχος του ἀποκτᾶ νεῦρο καὶ ἐσωτερικὸ παλμό, ἡ μορφή του ἰσορροπία καὶ Μαβιλικὴ τελειότητα, ἡ γλώσσα του καθαρότητα καὶ ἀνεπαίσθητους ὑπαινιγμούς, τὸ ὕφος του μιὰ προσωπικὴ καὶ μουσικόφιλη χροιά. Οἱ στιγμὲς αὐτὲς διασώζουν τὸν ποιητὴ καὶ τὸν συγκρατοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνυποληψία καὶ τὴν ἀφάνεια. Στὰ ὑπόλοιπα ποιήματα ὁ Δροσίνης ἀναλώνεται στὴν εὔκολη συγκίνηση, στὴ φλύαρη περιγραφὴ καὶ, ἐνῶ ψάχνει ἀπεγνωσμένα κάποιο βάθος, στὸ τέλος παραμένει στὴν εὐτέλεια τῆς ρηχότητας. Ἴσως ἡ εὐκολία τῆς γραφῆς, ἴσως καὶ ἡ ἄμεση ἀποδοχὴ του ἀπὸ ἕνα ἄκριτο καὶ ἀπροβλημάτιστο κοινό, νὰ εὐθύνονται γιὰ τὴν ἀπροθυμία τοῦ ποιητῆ νὰ καλλιεργήσει πιὸ βαθιὰ τὴν ποίησή του. Ὡστόσο, αὐτὲς οἱ λίγες καὶ ἀκριβὲς ποιοτικὲς στιγμές του, ἀρκοῦν γιὰ νὰ τὸν ἀναζητοῦμε ξανὰ καὶ ξανά.
Οἱ σπουδές του ἦταν σημαντικὲς γιὰ τὴν ἐποχή του, ἐπειδὴ μετὰ τὴ φιλοσοφικὴ σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν παρακολούθησε νεώτερη φιλολογία στὴ Δρέσδη, τὸ Βερολίνο καὶ τὴ Λειψία. Τὸ ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι οὶ σπουδές του αὐτὲς καὶ ἡ διαμονή του εἰς τὴν ξένην οὐδεμίαν ἐπίδραση ἐπέφεραν στὸ ἔργο του. Παρέμεινε σταθερὰ ἑλληνοπρεπής, δεμένος μὲ τὴν παράδοση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Νικολάου Πολίτη. Ὑπῆρξε ἱδρυτὴς τοῦ "Ἡμερολογίου τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος" (1922) καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μέλη τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Ὑπηρέτησε ὡς ἀνώτερος ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Ὡς ποιητὴς εἶχε τὴ χαρὰ νὰ εἶναι ὁ εὐνοούμενος, σχεδὸν τὸ καμάρι, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν Ἀθηνῶν. Ἂν καὶ ξεκίνησε ὡς συνοδοιπόρος τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, παρέμεινε ἐκφραστὴς τῶν χαμηλῶν τόνων, ἥπιος καὶ συγκρατημένος, ἀφήνοντας τὸν Παλαμᾶ νὰ ἀρθεῖ στὶς ποιητικὲς καὶ ἐθνικοπατριωτικὲς ὁραματικὲς ἐξάρσεις. Δὲν εἶχε οὔτε τὴ δυνατότητα, οὔτε καὶ τὴ διάθεση γιὰ τέτοια ἅλματα. Ὅμως ἡ ἀντίθεσή του μὲ τὸν Παρασχισμὸ σφράγισε τὴν ποιητική του μοίρα. Πολέμησε τὸν ρομαντισμὸ καὶ τὴν καθαρεύουσα (τὴν ὁποία ἐξόχως εἶχε δοκιμάσει σὲ πολλὰ ἀφηγήματα) καὶ ἀναγορεύτηκε ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ συνεπεῖς καὶ πιὸ ἀξιόλογους ἐκπροσώπους τῆς νέας σχολῆς.
Ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο "Ἰστοὶ ἀράχνης" ἐκδόθηκε τὸ 1880. Τὰ ποιήματα αὐτὰ τὰ ἀποδέχθηκε πολὺ εὐνοϊκὰ τὸ ἀστικὸ κοινὸ καὶ ὁ Γεώργιος Δροσίνης παρέμεινε προσηλωμένος τόσο πρὸς τὸ ἐπίπεδο τῆς ποίησης αυτῆς, ὅσο καὶ πρὸς τὸ πρόσχαρο κοινό του. Μερικὰ ποιήματα (π.χ. Ἡ μυγδαλιὰ) ἔγιναν ἐλαφρὰ τραγουδάκια τοῦ συρμοῦ, γεμάτα χάρη καὶ τρυφερὴ διάθεση.
Ὁ Γεώργιος Δροσίνης δὲν μπόρεσε νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπὸ τὸ κοινό του αὐτό, τὸ ὁποῖο μέσα στὴν καθημερινή του ἀνεμελιὰ ἀρεσκόταν νὰ ἀκούει ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς λεκτικὰ σκιρτήματα γιὰ φυσικὲς ὀμορφιὲς καὶ ἠθικὲς παραινέσεις. Παρέμεινε ἐγκλωβισμένος μέσα στὰ σχεδὸν ἀσφυκτικὰ πλαίσια τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ποὺ ὁ ὀξυδερκὴς Παλαμᾶς ἀποκαλοῦσε "ποίηση κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς λαογραφίας". Ὅλα διαυγῆ καὶ πεντακάθαρα, ὅλα φανερά. Πουθενὰ τὰ πολύσημα σημάδια τῆς σκοτεινῆς ἀμφιβολίας ἤ τοῦ νυκτικοῦ λόγου. Οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὰ βαθιὰ φαράγγια τῆς ἀπροσδιόριστης ἀγωνίας ποὺ κατατρώει τὴν ὕπαρξη.
Κάποτε ὅμως ἔρχονται στιγμὲς -λίγες, ἀλλὰ ξεχωριστὲς- ποὺ ὁ ποιητὴς ξεπερνάει τὴν κοσμικὴ ἐρωτοτροπία καὶ τὴν εἰδυλλιακὴ περιγραφικότητα. Δημιουργεί κάποια ποιήματα μὲ διαχρονικὴ συγκίνηση, μὲ τεχνικὴ ἀρτιότητα, μὲ ποιητικὴ ἀτμόσφαιρα ὑψηλοῦ ἐπιπέδου καὶ στοχασμοὺς ἑνὸς ἰδιαίτερου ψυχισμοῦ. Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ποιήματα βρίσκονται μέσα στὴ συλλογή του «Γαλήνη» («Ἑστία», 1902).
Τὸ ἰσχυρίζομαι αὐτὸ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν εὐρέως γνωστῶν καὶ καλῶν ποιημάτων ποὺ περιέχει, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ ποιήματα αὐτὰ ἔγιναν πολὺ 'αγαπητὰ ἀπὸ τὶς συχνὲς δημοσιεύσεις τους σὲ ἀνθολογίες καὶ σχολικὰ ἀναγνωστικά. Τέτοια ποιήματα ποὺ ἀξίζει νὰ τὰ μνημονεύσουμε γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ εἶναι τὰ: «Τὸ χωριό μας», «Ὁ Καλογιάννος», «Τὸ κοιμητήρι», «Ἡ φωτιά», «Ἑσπερινός», «Τραγουδάκι», «Ὕμνος τοῦ βουνοῦ», «Τὸ πυροφάνι», «Ὁ πεθαμένος ψαρᾶς», «Ἡ ψαρόβαρκα», «Ὁ γρίπος» καὶ, ἴσως, καὶ μερικὰ ἄλλα ἀκόμα. Ἡ συλλογὴ περιλαμβάνει 46 ποιήματα συνολικά, γραμμένα ἀπὸ τὸ 1891 ἕως καὶ τὸ 1902 καὶ εἶναι χωρισμένη σὲ δύο ἑνότητες μὲ τοὺς εἰδικότερους τίτλους «Τὸ χωριό μας» καὶ «Τ’ ἀκρογιάλι μας». Κυριαρχοῦν τὰ ὀλιγόστροφα μὲ ὀχτασύλλαβους ἰαμβικοὺς στίχους ποιήματα, χωρὶς νὰ λείπουν, ὅμως, καὶ οἱ κλασικοί δεκαπεντασύλλαβοι καὶ τὰ λίγα ἀκριβοζυγιασμένα σονέτα. Τὰ τελευταῖα συνιστοῦν καὶ τὸ ὑψηλότερο ποιητικὸ ἀπόσταγμα τοῦ Δροσίνη, τουλάχιστον στὴ συλλογὴ αὐτὴ.
Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ παραπάνω ἀναφερθέντα ποιήματα εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου ἐκεῖνα ποὺ ἀνυψώνουν τὸν Δροσίνη ἀπὸ τὴν περιγραφικὴ μετριότητα καὶ τὴν ἠθογραφικὴ ἀντίληψη τῆς ποίησής του. Ὁ στίχος του ἀποκτᾶ νεῦρο καὶ ἐσωτερικὸ παλμό, ἡ μορφή του ἰσορροπία καὶ Μαβιλικὴ τελειότητα, ἡ γλώσσα του καθαρότητα καὶ ἀνεπαίσθητους ὑπαινιγμούς, τὸ ὕφος του μιὰ προσωπικὴ καὶ μουσικόφιλη χροιά. Οἱ στιγμὲς αὐτὲς διασώζουν τὸν ποιητὴ καὶ τὸν συγκρατοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνυποληψία καὶ τὴν ἀφάνεια. Στὰ ὑπόλοιπα ποιήματα ὁ Δροσίνης ἀναλώνεται στὴν εὔκολη συγκίνηση, στὴ φλύαρη περιγραφὴ καὶ, ἐνῶ ψάχνει ἀπεγνωσμένα κάποιο βάθος, στὸ τέλος παραμένει στὴν εὐτέλεια τῆς ρηχότητας. Ἴσως ἡ εὐκολία τῆς γραφῆς, ἴσως καὶ ἡ ἄμεση ἀποδοχὴ του ἀπὸ ἕνα ἄκριτο καὶ ἀπροβλημάτιστο κοινό, νὰ εὐθύνονται γιὰ τὴν ἀπροθυμία τοῦ ποιητῆ νὰ καλλιεργήσει πιὸ βαθιὰ τὴν ποίησή του. Ὡστόσο, αὐτὲς οἱ λίγες καὶ ἀκριβὲς ποιοτικὲς στιγμές του, ἀρκοῦν γιὰ νὰ τὸν ἀναζητοῦμε ξανὰ καὶ ξανά.
Η.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου