Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

«Ούτε παλιός, ούτε καλός» έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης («Εφημερίδα των Συντακτών», 22/12/2018)

..............................................................





·       «Ούτε παλιός, ούτε καλός»





          έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης («Εφημερίδα των Συντακτών», 22/12/2018)

   «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Μαριχουάνα STOP!», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Υπάρχει και φιλότιμο» κ.ά. είναι μόνο μερικοί από τους τίτλους παλιών ελληνικών ταινιών που μέσα στο φθινόπωρο βρήκανε χώρο στις ελληνικές θεατρικές σκηνές. Σχεδόν όλες τους μεγάλες (για την κλίμακα της εποχής) παραγωγές, με τηλεοπτικά αναγνωρίσιμους ηθοποιούς, μεγάλες ρεκλάμες, διαφήμιση κτλ. Κάποιες βασισμένες σε θεατρικές επιτυχίες που στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και ακολούθως αναπαράχθηκαν χιλιάδες φορές στη μικρή οθόνη. Η τάση αυτή, ορατή όλα τα τελευταία χρόνια, περιγράφει την αμηχανία του ελληνικού θεάματος να σταθεί στην εποχή της κρίσης. Αδυνατώντας να παράγει, καταλήγει να αναπαράγει, να κινείται στους κοινούς τόπους του οικείου προς ανώδυνη επανάληψη. Επιλέγει την ευκολία μιας τυποποιημένης πρότασης που δεν προτείνει αλλά κοιτάζει το παρελθόν με επιδερμική νοσταλγία, επιθυμώντας την επιστροφή ενός μη τόπου που δεν υπήρξε, μιας αθωότητας που δεν είχε τίποτα αθώο. Οι ηθοποιοί δεν παίζουν τους ρόλους αλλά ενσαρκώνουν παλαιότερους ηθοποιούς, μιμούνται μιμήσεις σε ένα ατελείωτο παιχνίδι αναγνώρισης, συνομιλίας και αντικατοπτρισμών σε αραχνιασμένους ρετρό καθρέφτες. Κείμενα γερασμένα, αστεία ξαναζεσταμένα, ανθρωπότυποι καταργημένοι περιγράφουν τη χαμογελαστή στασιμότητα του παρόντος μας.
   Πάντοτε ένιωθα αμηχανία όταν άκουγα για τον «παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο» ακριβώς γιατί δεν καταλάβαινα πού αντιστοιχούσαν οι τέσσερις λέξεις στις ταινίες που έβλεπα. Πρώτον οι ταινίες δεν είναι και τόσο «παλιές». Υπό την έννοια ότι η παλαιότητά τους δεν δικαιολογεί τα λάθη τους, τη μουσειακή χροιά τους, τα ατελείωτα χάσματα. Αριστουργήματα του ιταλικού κινηματογράφου της ίδιας ακριβώς περιόδου στέκουν σήμερα ατόφια μέσα στην απλότητά τους. Και τι ακριβώς σημαίνει «παλιός» στην τέχνη; Ταυτόχρονα η απόλυτη έλλειψη σε κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα από τη μεριά των ταινιών τις κάνουν να συνομιλούν όχι με μια κοινωνία, αλλά με ένα φαντασιακό μιας ορισμένης εποχής, ένα φαντασιακό που τόσα χρόνια μετά πλασάρεται αποκλειστικά ως πραγματικότητα. Ο πραγματικός χρόνος απουσιάζει από τις ταινίες.
   Ταυτόχρονα οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κινηματογραφικές. Εκτός αν αποδεχτούμε πως κινηματογράφος είναι οτιδήποτε συμβαίνει μπροστά από μια κάμερα. Ο κινηματογραφικός κώδικας και η κινηματογραφική γλώσσα, η πρόθεση να εκφραστούν ιδέες (έστω και απλές) σε μορφή εικόνας, απουσιάζουν. Η απόλυτη έλλειψη μοντάζ, οι αλλοπρόσαλλες κινήσεις της κάμερας, η έλλειψη οποιασδήποτε αίσθησης κινηματογραφικού χρόνου περιγράφουν τις ταινίες ως θέατρο μπροστά στις κάμερες. Αλλά ακόμα και το «ελληνικός» είναι σχετικό. Παίρνοντας ως δεδομένη την απουσία των ελληνικών κοινωνικών συμφραζομένων και προσθέτοντας σε αυτή τον μιμητισμό από αμερικανικά μιούζικαλ, γαλλικές και ιταλικές ηθογραφίες, ακόμα και την απόλυτη κλοπή άλλων σεναρίων (π.χ. «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» είναι καραμπινάτη αντιγραφή του “It Happened One Night” του Φρανκ Κάπρα με τον Κλαρκ Γκέιμπλ ως άλλο Δημήτρη Παπαμιχαήλ) καταλήγουμε πως η ελληνικότητα περιορίζεται στη γλώσσα και στα τοπία.
   Αν συμπληρώσουμε σε όλα αυτά τις υποτυπώδεις πλοκές, τους ακατέργαστους διαλόγους, την απόλυτη συντήρηση, την κοινοτοπία ως δεδομένη συνθήκη καταλαβαίνουμε πως η λέξη «καλός» είναι ίσως η πιο άστοχη από τις τέσσερις. Φυσικά ο Κακογιάννης, ο Τζαβέλλας και ακόμα κάποιοι σκηνοθέτες σώζονται από την ομαδοποίηση. Το μόνο που μένει είναι κάποιοι καλοί ηθοποιοί ή καρατερίστες που αυτοσχεδιάζουν συνεχώς πάνω στον ίδιο ρόλο και σε παραλλαγές περιστάσεων.
   Αυτό που προκύπτει όμως ως εύλογη ερώτηση είναι για ποιο λόγο όλες αυτές οι ταινίες αναπαράγονται μέχρι σήμερα με τέτοια ευλάβεια. Και γιατί βρίσκουν πάτημα στο απόλυτο παρόν της θεατρικής πράξης. Πώς είναι δυνατόν ήθη όπως το προξενιό ή το ξύλο στους μαθητές, ο τεντιμποϊσμός ή ο διάχυτος ρατσισμός («Τον αράπη και αν τον πλένεις»), τα ομοφοβικά αυτονόητα και η θέση της γυναίκας ως ομιλούν έπιπλο να αποτελούν κομμάτι του θεάματος σήμερα;
   Έχω την αίσθηση πως η στάση αυτή περιγράφει μια απόλυτη παραίτηση. Μια ευκολία που καλοπιάνει τις συνήθειες, βαφτίζει «κλασικό» το επαναλαμβανόμενο και αδιαφορεί πλήρως για τις σύγχρονες αποτυπώσεις. Η νοσταλγία του ανύπαρκτου, η πραγματικότητα ως αισιόδοξη μπαλαφάρα και το φαντασιακό ως μόνη πραγματική μας καταγωγή. Ακόμα και σε επίπεδο θεάματος και ψυχαγωγίας η στάση αυτή περιγράφει την αδυναμία μιας εποχής να αναμετρηθεί με τα ήθη της, να δει το πρόσωπό της, να στοχαστεί πάνω στο παρόν της. Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά στην αναπαραγωγή ενός ανύπαρκτου παρελθόντος ως τέλμα του παρόντος μας.


 (http//tsalapatis.blogspot.gr)


Δεν υπάρχουν σχόλια: