..............................................................
Για τον Γιώργο Μοσχίδη...
Κι ακριβώς γι’ αυτό, (...) ακριβώς γι’ αυτό, όσοι πιστεύουν πως είναι ζωντανοί, νομίζουν πως θρηνούν τους νεκρούς τους, κι απεναντίας θρηνούν τον δικό τους θάνατο, τη δική τους πραγματικότητα που δεν υπάρχει πια στη συνείδηση εκείνων που έφυγαν
Λουίτζι Πιραντέλο
Κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι μας στην Καβάλα -στην κοινή μας
πατρίδα- ο Μοσχίδης ήταν γιορτή. Σαν σκηνές από το «Amarcord» του
Φελίνι, θυμάμαι με τι έξαψη τον περίμενα, θυμάμαι να γίνεται αντιληπτός
από τα παιδιά της γειτονιάς προς άκρον εκνευρισμό του (τότε, μέσα
δεκαετίας ’80, παιζόταν το πολύ δημοφιλές σίριαλ «Χαίρε Τάσο Καρατάσο»),
θυμάμαι να ξεφουρνίζει μια απίθανη σεξουαλική ιστορία, για να
προκαλέσει τη σύγχυση της μητέρας του, της Ελενίτσας, της θείας Κορίνας
και της θείας Μαρίκας - οι θείες της Καβάλας που μας συνέδεαν.
Κι ύστερα, καθώς ανακάτευε με το δάκτυλο τον πάγο στο ουίσκι του,
άρχιζε να μιλάει, κατακαλόκαιρο, απογευματιάτικα, για τη ζωή, για τον
θάνατο, για την πολιτική και για το αγαπημένο του θέμα, τον έρωτα. Για
το θέατρο μιλούσε μόνο με την προτροπή του πατέρα μου ή τη δική μου. Και
τότε έρχονταν τα μπουλούκια, κάτι ονόματα παλιών ηθοποιών σαν άγνωστοι
πλανήτες… Ευάγγελος Μαμίας, Τάκης Γαλανός, Χριστίνα Καλογερίκου… Ο Χορν,
ο Ροντήρης, ο (κύριος) Κουν -έτσι τον έλεγε μέχρι την τελευταία φορά
που τον είδα έναν μήνα πριν-, η Λαμπέτη που τον περιμάζεψε από την
εθνική οδό κάπου στο Αργος, αφού μετά από το γύρισμα κάποιας ταινίας με
τον Κωνσταντάρα στο Υδρα Beach ξεκίνησε άφραγκος να πάει με τα πόδια(!)
στην Καλαμάτα(!) για να απαγάγει μια κοπέλα! Και κάπως ξαφνικά…
-Γεια σας, θα έρθω οπωσδήποτε αύριο και… εξαφανιζόταν.
Εγωκεντρικός, παθιασμένος, αντιφατικός, υλιστής και μεταφυσικός,
έτοιμος πάντα να εκραγεί και ξαφνικά απρόσμενα τρυφερός και
εξομολογητικός. Ενα βράδυ, τον θυμάμαι ανησυχητικά απογοητευμένο από τη
δουλειά του, καθώς κρυφάκουγα να μιλάει με τον πατέρα μου. Κι ήταν ήδη
μετά τα μισά της διαδρομής του. Ηθοποιός! Ο Μοσχίδης ήταν πολύ περήφανος
που ήταν ηθοποιός. Δεν το έλεγε, αλλά από παιδί το καταλάβαινα. Μέσα σ’
όλην αυτήν τη ζαλιστική φασαρία της παρουσίας του, το θέατρο στο
πρόσωπο του Μοσχίδη μού φαινόταν κάτι πολύ σοβαρό -όχι όμως ιερό, όχι
εκκλησία- καθαρό και τακτικό, όπως τα ρούχα του και το σπίτι του, αλλά
και κάτι που υπόσχεται πάθος, περιπέτεια και μεθύσι.
Πρώτη φορά που τον είδα, πρέπει να ήταν στην «Εντα Γκάμπλερ» με την
Καρέζη. Θυμάμαι μια παρέα που καθόταν μπροστά μας, που ρωτούσε ποιος
είναι αυτός που παίζει τον Mπρακ. Νομίζω ότι ο Μοσχίδης με πολύ κόπο και
μεθοδικότητα κατέκτησε τον τίτλο του best second. Εγινε ο νούμερο ένα
best second. Τίτλος που σήμερα, που η έννοια ηθοποιός έχει γίνει τόσο
κοινόχρηστη, ίσως δεν μας λέει και πολλά.
Ανασύρω πρόχειρα απ’ τη μνήμη μου τη σκηνή της μεταμόρφωσής του σε
ρινόκερο, στο «Ρινόκερο» του Ιονέσκο, στο Εθνικό Θέατρο, τη δεκαετία του
’90, πώς μετέτρεπε την αδιόρατη αδιαθεσία του σε μια υποβλητική φρίκη
που ηλέκτριζε το κοινό και υποσχόταν το τελικό ξέσπασμα, τον
συγκλονιστικό Φιρς του «Βυσσινόκηπου» σε σκηνοθεσία Λιουμπίμοφ. Αφηνε,
όπως όλοι οι σπουδαίοι ηθοποιοί, συγκινησιακό αποτύπωμα σε όσους τον
είδαν. Και βέβαια κάθε φορά που συναντιόταν επί σκηνής με τον Γιώργο
Μιχαλακόπουλο. Αυτό ήταν γλέντι! Θυμάμαι τη βραδιά που είδα το «Κάτω από
τη σκάλα» -σκηνοθεσία Βολανάκη- σαν μεγάλη βραδιά!
Οταν δούλεψα στο θέατρο, κατάλαβα ότι αυτός ο δύσκολος άνθρωπος ήταν
πολύ αγαπητός και πολύ σεβαστός στους ανθρώπους του χώρου. Τα τελευταία
χρόνια, χρόνια της απόσυρσής του, τον έβλεπα πιο συχνά στο καραγατσικό
διαμερισματάκι του, της οδού Χατζηγιάννη Μέξη, πότε μόνος, πότε με τον
αγαπημένο μας φίλο, τον Γιάννη Φέρτη.
Ενα βράδυ, με κάλεσε για να μου παραδώσει τελετουργικά το βαλιτσάκι
με τα βαφτικά του και τη συλλογή του από θεατρικά γυαλιά μονόκλ κ.λπ.
Τον θυμάμαι που μου έλεγε ότι ονειρεύεται έναν μεγάλο θίασο ρεπερτορίου,
όπου θα είναι μαζεμένοι οι καλύτεροι και ο ίδιος θα παίζει τον πιο
μικρό ρόλο! Οι ίδιες ιστορίες σε νέες παραλλαγές, η αξιοπρεπής, επίμονη
μοναξιά του, η καλοκαιρινή μεταξωτή ρόμπα του και αυτός γυμνός από μέσα,
ανάμεσα στα στιλπνά παραδείσια φυτά της βεράντας του.
Μια ιστορία εξήντα και πλέον χρόνων επαγγελματικής και καλλιτεχνικής
συνέπειας (ο ίδιος θεωρούσε ύποπτο και αδιανόητο τον διαχωρισμό τους),
ένας ολόκληρος κόσμος αριστοκρατικής αλητείας, που στο πρόσωπό του
απήλθε οριστικά την παραμονή των Χριστουγέννων με το ελαφρύ πάτημα που
ήξερε να απέρχεται και απ’ τη σκηνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου