..............................................................
Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)
Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)
· «Οι
μεγαλομάρτυρες της Πρωτοχρονιάς»
Από τη συλλογή
διηγημάτων του Άντον
Τσέχωφ (1860-1904) «Χριστούγεννα και άλλες χριστουγεννιάτικες ιστορίες» (μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. ΕΡΑΤΩ, 2010)
ΣΤΟΥΣ
ΔΡΟΜΟΥΣ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΔΗ ΣΕ ΧΡΥΣΗ ΚΟΡΝΙΖΑ. Αν
δεν υπήρχε η εορταστική έκφραση στα πρόσωπα των θυρωρών και των αστυνομικών, θα
υπέθετες ότι ο εχθρός πλησιάζει στην πόλη. Εορταστικά έλκηθρα και άμαξες
πηγαινοέρχονται μπρος-πίσω τριζοβολώντας με θόρυβο… Στα πεζοδρόμια,
ξεγλωσσιασμένοι και με μάτια γουρλωμένα, τρέχουν οι επισκέπτες… Τρέχουν με
τέτοια μανία που έτσι και η γυναίκα του Πετεφρή* άρπαζε από τα πέτα κάποιον
κολεγιακό σύμβουλο**, τότε στα χέρια της θα έμενε όχι μόνο το πέτο, αλλά και όλο
το πλευρό του δημοσίου υπαλλήλου με το συκώτι και τη σπλήνα του μαζί…
Ξάφνου ακούγεται διαπεραστική η σφυρίχτρα
ενός αστυνομικού. Τι συνέβη; Οι θυρωροί εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και
τρέχουν στο άκουσμα της σφυρίχτρας…
«Απομακρυνθείτε! Προχωρήστε! Δεν έχετε
τίποτα να δείτε εδώ! Ποτέ δεν είδατε πεθαμένο εσείς; Τι κόσσσσμος…»
Κοντά σ’ ένα κατώφλι, κείτεται στο
πεζοδρόμιο ένας καλοντυμένος άντρας με καστόρινο παλτό και καινούργιες γαλότσες
από καουτσούκ… Πλάι στο νεκρικά χλωμό, φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του κυλιούνται
σπασμένα τα γυαλιά του. Το καστόρινο παλτό είναι ορθάνοιχτο στο στήθος και το
συγκεντρωμένο πλήθος βλέπει ένα κομμάτι φράκου και το παράσημο της τρίτης
τάξεως του Στανισλάβ. Το στήθος ανασαίνει βαριά και αργά, τα μάτια είναι
κλειστά…
«Κύριε!» σκουντά τον δημόσιο υπάλληλο ο
αστυνόμος. «Κύριε, δεν επιτρέπετε να μένετε εδώ ξαπλωμένος! Ευγενέστατε!»
Αλλά ο κύριος, ούτε μιλιά, ούτε ανάσα… Αφού
περνάνε πέντε λεπτά και δεν καταφέρνουν να τον συνεφέρουν, τα όργανα της τάξεως
τον φορτώνουν σ’ ένα αμάξι και τον πηγαίνουν στην αίθουσα παραλαβής ασθενών…
«Ωραίο παντελόνι!» κάνει ο αστυνομικός ενώ
βοηθά τον νοσοκόμο να ξεντύσει τον άρρωστο. «Θα πρέπει να κοστίζει έξι ρούβλια!
Και γιλέκο ωραίο… Αν κρίνω από το παντελόνι, μάλλον για ευγενή θα πρόκειται…»
Αφού έμεινε μισή ώρα ξαπλωμένος στην αίθουσα
παραλαβής ασθενών και αφού ήπιε ένα ολόκληρο μπουκαλάκι βαλεριάνα, ο δημόσιος
υπάλληλος συνέρχεται… Μαθαίνουν ότι πρόκειται για τον ενάτου βαθμού δημόσιο
υπάλληλο Γκεράσιμ Κουζμίτς Σινκλετέγιεφ.
«Πού πονάτε;» τον ρωτά ο γιατρός της
αστυνομίας.
«Καλή χρονιά, καλή τύχη…» ψελλίζει αυτός
κοιτώντας βλακωδώς το ταβάνι και βαριανασαίνοντας.
«Επίσης… Αλλά πού πονάτε; Γιατί πέσατε;
Θυμηθείτε λοιπόν! Μήπως ήπιατε κάτι;»
«Ό… όχι…»
«Τότε γιατί είστε σε τέτοια χάλια;»
«Τα έχω χαμένα… Εγώ… έκανα επισκέψεις…
«Δηλαδή, κάνατε πολλές επισκέψεις;»
«Ό… όχι… όχι πολλές… Φεύγοντας απ’ τη
λειτουργία, ήπια ένα τσάι και πήγα στον Νικολάι Μιχαήλιτς… Εκεί, φυσικά, δήλωσα
την παρουσία μου… Από εκεί πήγα στην περιοχή της Οφιτσιέρσκαγια, στον
Κοτσάλκιν… Και εκεί το ίδιο… Θυμάμαι ακόμα ότι εκεί στο διάδρομο με φύσηξε ένα
ρεύμα και την άρπαξα… Απ’ τον Κατσάλκιν, πήγα στην Βιμπόρσκαγια, στο σπίτι του
Ιβάν Ιβάνιτς… και εκεί δήλωσα την παρουσία μου…»
«Φέρανε έναν ακόμα δημόσιο υπάλληλο!»
ανακοινώνει ο αστυνόμος.
«Απ’ το σπίτι του Ιβάν Ιβάνιτς», συνεχίζει ο
Σινκλετέγιεφ, «πήγα στον έμπορο Χρίμωφ, δυο βήματα παρακάτω… Πετάχτηκα να του
ευχηθώ… να χαίρεται την οικογένειά του… Μου πρότειναν να πιω για τη γιορτή…
Γίνεται να μην πιεις; Θα τους προσβάλεις έτσι και δεν πιεις… Ε, ήπια κι εγώ
τρία ποτηράκια… έφαγα και σαλάμι… Από εκεί πήγα στη Πετερμπούργσκαγια Σταρανά,
να δω τον Λιχοντέγιεφ… Καλός άνθρωπος…»
«Παντού με τα πόδια πηγαίνατε;»
«Με τα πόδια… Στου Λιχοντέγιεφ και κει
δήλωσα την παρουσία μου… Φεύγοντας από αυτόν, πήγα στην Πελαγία Αιμιλιάνοβνα…
Εκεί με βάλανε να φάω πρωινό και με κέρασαν και καφέ. Με τον καφέ ίδρωσα για τα
καλά και αυτό θα πρέπει να με χτύπησε στο κεφάλι… Απ’ την Πελαγία Αιμιλιάνοβνα
πήγα στον Αμπλεούχωφ… Τον Αμπλεούχωφ τον λένε Βασίλι, είχε την γιορτή του… Να
μη φας απ’ την πίττα που έφτιαξαν για τη γιορτή του; Θα τον προσβάλεις…»
«Έφεραν έναν απόστρατο αξιωματικό και δυο
δημοσίους υπαλλήλους!» ανακοινώνει ο αστυνόμος.
«Έφαγα ένα κομματάκι πίττα, ήπια και λικέρ
από σούρβο και πήγα στην Σαντόναγια στον Ιζτούμωφ… Στου Ιζτούμωφ ήπια παγωμένη
μπύρα… με πείραξε στον λαιμό… Απ’ τον Ιζτούμωφ πήγα στον Κόσκιν, έπειτα στον
Καρλ Κάρλιτς… από κει πήγα στον θείο Πιοτρ Σεμιόνιτς… Η ανηψιά του η Νάσια με
κέρασε σοκολάτα… Μετά πετάχτηκα στον Λιάπκιν… Και παντού ένιωθα μια χαρά… Μετά
πήγα στον Ιβάνωφ, στον Κουρντιούκωφ και στον Σίλλερ, στον συνταγματάρχη
Παρασκώφ πήγα και εκεί μια χαρά ένιωθα… Στον έμπορο Ντούνκιν πήγα… Αυτός μου
έγινε στενός κορσές να πιω κονιάκ και να φάω λουκάνικο γεμιστό με λάχανο… Ήπια
τρία ποτηράκια… έφαγα κάμποσα λουκάνικα… ούτε εκεί ένιωθα τίποτα… Μόνο μετά,
βγαίνοντας απ’ του Ρίζωφ, άρχισα να βλέπω αστράκια… Ένιωθα μια αδυναμία… Δεν
ξέρω γιατί…»
«Εξαντληθήκατε… Ξεκουραστείτε λιγάκι κι
εμείς θα σας στείλουμε στο σπίτι σας…»
«Δεν
γίνεται να πάω στο σπίτι μου…» βογγά ο Σινκλετέγιεφ. «Πρέπει ακόμα να πάω στον
γαμπρό μου, τον Κουζμά Βαβίλιτς… να πάω στη Ναταλία Γιεγκόροβνα… Σε πολλούς δεν
έχω πάει ακόμα…»
«Και δεν πρέπει να πάτε».
«Αδύνατον… Γίνεται να μην τους ευχηθώ για
τον καινούργιο χρόνο; Πρέπει… Να μην πάω στη Ναταλία Γιεγκόροβνα; Μετά δεν θα
θέλω τη ζωή μου… Αφήστε με λοιπόν, γιατρέ, μην με πιέζετε…»
Ο Σινκλετέγιεφ σηκώνεται και κάνει να πάρει
τα ρούχα του.
«Αν θέλετε, πηγαίνετε στο σπίτι σας», λέει ο
γιατρός, «αλλά τις επισκέψεις ούτε να τις σκέφτεστε…»
«Δεν πειράζει, ο Θεός θα με βοηθήσει…»
αναστενάζει ο Σινκλετέγιεφ. «Σιγά-σιγά θα πάω…»
Ο δημόσιος υπάλληλος ντύνεται αργά,
τυλίγεται στο καστόρινο παλτό του και, παραπατώντας, βγαίνει στο δρόμο.
«Φέρανε άλλους πέντε δημοσίους υπαλλήλους»
ανακοινώνει ο αστυνομικός. «Πού να τους βάλουμε; Διατάξτε!»…
*Σημ.:
Αναφορά στη βιβλική φιγούρα της θερμόαιμης συζύγου του Πετεφρή, οικονόμου του
Φαραώ, που έβαλε στο μάτι τον νεαρό Ιωσήφ, αλλά εκείνος απέρριψε τις προτάσεις
της (Σ.τ.μ.)
**Σημ.: Ογδόου βαθμού δημόσιος
υπάλληλος, σύμφωνα με την δεκατετράβαθμη κλίμακα των δημοσίων υπαλλήλων της
τσαρικής Ρωσίας (Σ.τ.μ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου