..............................................................
ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΝΤΟΡΡΟ
(1895-1954)
σε ξένες θετικότητες.
Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα
απ’ την υγεία ώς την αρρώστια.
Πιο άνθρωποι,
θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,
τα τωρινά μας.
Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε
στιγμές κι αιωνιότητες.
Δεν είν’ αυτά που θά ’λεγα
Ούτε κι εκείνα που τα φέραν.
(Θ. ΝΤ.)
Στό μεταίχμιο πολλῶν φιλολογικῶν καί γραμματολογικῶν ἐρευνῶν
ἐγγράφεται ἡ περίπτωση τοῦ ποιητῆ Θεόδωρου Ντόρρου, ὁ ὁποῖος ἐμφάνισε
ξαφνικά μία ποιητική συλλογή τό 1930 μέ τόν εὐφάνταστο καί χιουμοριστικό
τίτλο «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι». Τά μόνα στοιχεῖα πού μᾶς γνωστοποιοῦν
κάτι τό συγκεκριμένο γιά τόν ποιητή εἶναι οἱ δύο διευθύνσεις του πού
ἀναγράφονται στό βιβλίο: μία τῆς Νέας Ὑόρκης καί μία τοῦ Παρισιοῦ, πρός
τίς ὁποῖες ἄν ἀπευθύνονταν οἱ ἐνδιαφερόμενοι θά ἐλάμβαναν δωρεάν τή
συλλογή. Ἡ ἀλληλογραφία του μέ τόν Θράσο Καστανάκη, ἀλλά καί νεώτερες
ἔρευνες ἐπιβεβαιώνουν σήμερα τή γέννησή του ἀπό ἑλληνοαμερικανούς γονεῖς
κατά τό 1895 καί τήν αὐτοκτονία μαζί μέ τή γυναίκα του τό 1954 στό
Παρίσι. Τό ὄνομά του εἶναι πραγματικό καί ὄχι ψευδώνυμο, ὅπως πολλοί
εἶχαν φαντασθεῖ, καί ὁ ἴδιος εἶχε ἀπασχοληθεῖ στήν οίκογενειακή
ἐπιχείρηση εἰδῶν προικός Dorros Bros.
Ἡ ποιητική συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» (Παρίσι 1930, 1931, Ἀθήνα 1981, 2005) εἶναι ὁλόκληρη γραμμένη σέ ἐλεύθερο στίχο καί αὐτό συνιστοῦσε μιά πρωτοπορία γιά τήν ἐποχή, ἀφοῦ μέχρι τότε ὁ ἐλεύθερος στίχος εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ἀπό ἐλάχιστους καί μόνο σέ κάποια σποραδικά τους ποιήματα. Ὁ Ντόρρος ὅμως, παρά τήν ἐμφανῆ του προσφυγή στόν ἴαμβο καί τίς συχνές μετρικές του ἰσορροπίες, δέν σταματάει μόνον ἐκεῖ. Θέλει νά εἶναι προκλητικός τόσο μέ τό ὕφος τῶν ποιημάτων ὅσο καί μέ τό νοηματικό τους περιεχόμενο καί τήν ἐν γένει μορφολογία τους. Μέ ὅλα αὐτά δείχνει ὅτι - αὐτός, ένας ἄγνωστος καί ἐντελῶς ξαφνικά - εἶναι σέ θέση νά ἀναζητήσει καινούρια πράγματα. Τόν κατέταξαν ἀμέσως στόν ὑπερρεαλισμό (Ν. Λαπαθιώτης, Δ. Μεντζέλος), ἕνα κίνημα πού ἔμπαινε ἀνώριμο ἀκόμα στήν Ἑλλάδα. Ἐξετάζοντας μέ προσοχή σήμερα τήν ἀναπάντεχη ποίηση τοῦ Ντόρρου προβληματιζόμαστε ὡς πρός τήν κατάταξή της σέ μιά συγκεκριμένη σχολή. Ἡ σύγχρονη κριτική (Ἀ. Ἀργυρίου, Ν. Βαγενᾶς, Γ. Γιάνναρης, Φ. Ἀμπατζοπούλου κλπ) βλέπει κατευθύνσεις πολλές μέσα στά λιγοστά ποιήματα τοῦ Ντόρρου, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες ὑπάρχει βέβαια καί ἡ ὑπερρεαλιστική πρακτική, παράλληλα μέ τή μοντερνικότητα, τή μετασυμβολιστική ἐκδοχή καί τήν καθαρά νεωτερική γραφή. Τό πλέον βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι ὁ Θεόδωρος Ντόρρος ἐπιδόθηκε σέ μιά ποίηση μέ «ἀσυνεχῆ λογική» (Μ. Ἀθανασοπούλου), διαμορφωμένη ἀπό τήν πιεστική ἀνάγκη νά βρεῖ καινούρια ἔκφραση, νά δημιουργήσει ἕνα μορφικό παλίμψηστο, πού πολύ δύσκολα θά ἄφηνε νά φανεῖ ἀπό κάτω του τό ὑπόστρωμα τῆς ποιητικῆς ἀπελπισίας τοῦ μεσοπολέμου ἤ ὁ νόστος τοῦ Μπωντλαίρ. Ὁ δεσμός του ὅμως μέ τόν ὑπερρεαλισμό εἶναι πιό βαθύς, ὅπως φαίνεται ἀπό μία ἐπακόλουθη πραγματεία του («Intelligence», Παρίσι, 1936) μέ τήν ὁποία καταθέτει τή δική του μαρτυρία περί τά κοινωνιολογικά καί θεωρητικά τῆς τέχνης.
Ἡ συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» ἀποτελεῖται ἀπό 15 μικρά καί μεγάλα ποιήματα μέσα στά ὁποῖα δεσπόζει ὁ προβληματισμός τοῦ ἀστικοῦ τοπίου καί ὁ ψυχισμός τοῦ ξενιτεμένου καί ἀποκομμένου ἀπό τίς ρίζες του ἀνθρώπου. Ἡ ἀτελής γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας βαραίνει στήν ἔκφραση καί σ’ αὐτήν ἐν πολλοῖς ὀφείλονται καί κάποιες ἐξεζητημένες ἀσάφειες, πού πολλές φορές ἐκλαμβάνονται ὡς ἠθελημένες νοηματικές ἐκτροπές καί μορφικές ἀσυνέχειες. Ὁ Ντόρρος συνομιλεῖ ἐμφανῶς μέ τόν Καρυωτάκη καί τόν Μπωντλαίρ, παίζει ἀνάμεσα στή νοσταλγία καί τήν ἀποστροφή, τήν ἀντίσταση καί τήν προσχώρηση, τή συναίνεση καί τήν ἄρνηση, τήν κρυφή οἰμωγή καί τόν σαρκασμό. Τό βλέμμα του ἐπικεντρώνεται συχνά στό μή-ποτέ καί τόν μή-τόπο. Οἱ παρομοιώσεις του σημαίνουν ὅτι κρύβει ἔντεχνα τόν λυρισμό, ἐνῶ οἱ πολυδύναμες εἰκόνες του εἶναι ὅ,τι τό πιό ζωντανό στοιχειώνει καί ἀναδεικνύει τό ποίημά του. Καταλήγει σχεδόν πάντα συμπερασματικός ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόθεση εἶναι κάτι τό ἀπελπιστικά τελειωμένο καί ἀδικαίωτο, ὁπότε καί ὁ δρόμος του πρός τήν αὐτοκτονία ἦταν προδιαγεγραμμένος τόσο ὡς ἐνδοκειμενικό ὅσο καί ὡς ἐξωκειμενικό στοιχεῖο.
Ἡ ποιητική συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» (Παρίσι 1930, 1931, Ἀθήνα 1981, 2005) εἶναι ὁλόκληρη γραμμένη σέ ἐλεύθερο στίχο καί αὐτό συνιστοῦσε μιά πρωτοπορία γιά τήν ἐποχή, ἀφοῦ μέχρι τότε ὁ ἐλεύθερος στίχος εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ἀπό ἐλάχιστους καί μόνο σέ κάποια σποραδικά τους ποιήματα. Ὁ Ντόρρος ὅμως, παρά τήν ἐμφανῆ του προσφυγή στόν ἴαμβο καί τίς συχνές μετρικές του ἰσορροπίες, δέν σταματάει μόνον ἐκεῖ. Θέλει νά εἶναι προκλητικός τόσο μέ τό ὕφος τῶν ποιημάτων ὅσο καί μέ τό νοηματικό τους περιεχόμενο καί τήν ἐν γένει μορφολογία τους. Μέ ὅλα αὐτά δείχνει ὅτι - αὐτός, ένας ἄγνωστος καί ἐντελῶς ξαφνικά - εἶναι σέ θέση νά ἀναζητήσει καινούρια πράγματα. Τόν κατέταξαν ἀμέσως στόν ὑπερρεαλισμό (Ν. Λαπαθιώτης, Δ. Μεντζέλος), ἕνα κίνημα πού ἔμπαινε ἀνώριμο ἀκόμα στήν Ἑλλάδα. Ἐξετάζοντας μέ προσοχή σήμερα τήν ἀναπάντεχη ποίηση τοῦ Ντόρρου προβληματιζόμαστε ὡς πρός τήν κατάταξή της σέ μιά συγκεκριμένη σχολή. Ἡ σύγχρονη κριτική (Ἀ. Ἀργυρίου, Ν. Βαγενᾶς, Γ. Γιάνναρης, Φ. Ἀμπατζοπούλου κλπ) βλέπει κατευθύνσεις πολλές μέσα στά λιγοστά ποιήματα τοῦ Ντόρρου, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες ὑπάρχει βέβαια καί ἡ ὑπερρεαλιστική πρακτική, παράλληλα μέ τή μοντερνικότητα, τή μετασυμβολιστική ἐκδοχή καί τήν καθαρά νεωτερική γραφή. Τό πλέον βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι ὁ Θεόδωρος Ντόρρος ἐπιδόθηκε σέ μιά ποίηση μέ «ἀσυνεχῆ λογική» (Μ. Ἀθανασοπούλου), διαμορφωμένη ἀπό τήν πιεστική ἀνάγκη νά βρεῖ καινούρια ἔκφραση, νά δημιουργήσει ἕνα μορφικό παλίμψηστο, πού πολύ δύσκολα θά ἄφηνε νά φανεῖ ἀπό κάτω του τό ὑπόστρωμα τῆς ποιητικῆς ἀπελπισίας τοῦ μεσοπολέμου ἤ ὁ νόστος τοῦ Μπωντλαίρ. Ὁ δεσμός του ὅμως μέ τόν ὑπερρεαλισμό εἶναι πιό βαθύς, ὅπως φαίνεται ἀπό μία ἐπακόλουθη πραγματεία του («Intelligence», Παρίσι, 1936) μέ τήν ὁποία καταθέτει τή δική του μαρτυρία περί τά κοινωνιολογικά καί θεωρητικά τῆς τέχνης.
Ἡ συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» ἀποτελεῖται ἀπό 15 μικρά καί μεγάλα ποιήματα μέσα στά ὁποῖα δεσπόζει ὁ προβληματισμός τοῦ ἀστικοῦ τοπίου καί ὁ ψυχισμός τοῦ ξενιτεμένου καί ἀποκομμένου ἀπό τίς ρίζες του ἀνθρώπου. Ἡ ἀτελής γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας βαραίνει στήν ἔκφραση καί σ’ αὐτήν ἐν πολλοῖς ὀφείλονται καί κάποιες ἐξεζητημένες ἀσάφειες, πού πολλές φορές ἐκλαμβάνονται ὡς ἠθελημένες νοηματικές ἐκτροπές καί μορφικές ἀσυνέχειες. Ὁ Ντόρρος συνομιλεῖ ἐμφανῶς μέ τόν Καρυωτάκη καί τόν Μπωντλαίρ, παίζει ἀνάμεσα στή νοσταλγία καί τήν ἀποστροφή, τήν ἀντίσταση καί τήν προσχώρηση, τή συναίνεση καί τήν ἄρνηση, τήν κρυφή οἰμωγή καί τόν σαρκασμό. Τό βλέμμα του ἐπικεντρώνεται συχνά στό μή-ποτέ καί τόν μή-τόπο. Οἱ παρομοιώσεις του σημαίνουν ὅτι κρύβει ἔντεχνα τόν λυρισμό, ἐνῶ οἱ πολυδύναμες εἰκόνες του εἶναι ὅ,τι τό πιό ζωντανό στοιχειώνει καί ἀναδεικνύει τό ποίημά του. Καταλήγει σχεδόν πάντα συμπερασματικός ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόθεση εἶναι κάτι τό ἀπελπιστικά τελειωμένο καί ἀδικαίωτο, ὁπότε καί ὁ δρόμος του πρός τήν αὐτοκτονία ἦταν προδιαγεγραμμένος τόσο ὡς ἐνδοκειμενικό ὅσο καί ὡς ἐξωκειμενικό στοιχεῖο.
(Δεν βρέθηκε φωτογραφία του ποιητῆ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου