.............................................................
H ποιητική του Θανάση Παπακωνσταντίνου
Σκέψεις και μια αποτίμηση του στιχουργικού έργου του Θανάση Παπακωνσταντίνου
Του Παναγιώτη Λογγινίδη
«Poet has no identity, no nature» λέει ο
John Keats, για τον οποίο τόσα πολλά έγραψαν στο ελληνικό αναγνωστικό
κοινό ο Σεφέρης και ο Λορεντζάτος. Και πριν προλάβει κάποιος εύκολα να
παρεξηγήσει αυτόν τον πνευματικό ισχυρισμό, η αλήθεια του νοηματικού του
πυρήνα συμπυκνώνεται, κατά τη γνώμη μου, στο ακόλουθο: ο ποιητής είναι ο
φορέας της εποχής του· διαπιστώνει τη γλώσσα της, την υποδεικνύει και
ανοίγει δρόμους, άλλοτε δύσβατους, άλλοτε ευρείς στη μάζα που τον
επηρεάζει κι από την πλευρά της, τον καθοδηγεί. Ο ποιητής λοιπόν,
αφήνεται στον εξαφανισμό του, στην απώλεια του δρώντος υποκειμένου του
για να γίνει η κοινή γλώσσα, το συλλογικό προϊόν των ιδεών (αστικών,
επαρχιακών, φυσικών) που συνεχώς τον βομβαρδίζουν (ή έτσι τουλάχιστον
γινόταν έως πρόσφατα) και συνεχώς τις περνά από κόσκινο. Η φλυαρία
λοιπόν δε χωρεί στην ποιητική γραφή καθώς είναι προϊόν έλλειψης
διαλογής, άρα έλλειψης ολιγάρκειας, στοιχείο συνυφασμένο μόνο με την
ποιητική γραφή.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον ποιητή, ο οποίος μπορεί να είναι λεξοπαραγωγός σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργεί μαζικές γλωσσικές συμπεριφορές (Ελύτης, Βάρναλης, Ρίτσος), πολύ περισσότερο με τους ποιητές που καθορίζουν τη γλωσσική και πνευματική πορεία ενός έθνους (Κάλβος, Σολωμός), ο στιχουργός εμπνέει, συνομιλεί, προτείνει, συστήνει αλλά μένει πάντα σε ένα επίπεδο πρώτης ψηλάφησης.
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο ποιητής είναι
αυτός που αποτελεί το δείγμα του πλέον ανοιχτού σώματος, του πλέον
δεκτικού νου, του πιο πρόσφορου ψυχισμού για κάθε συγκίνηση (όσο κι αν
οι τελευταίες εκλείπουν στην εποχή μας). Όμως το βάρος που φέρει
μοναδικά αυτός στον κόσμο είναι αυτό της εγγύησης ανάδειξης της γλώσσας
που χρησιμοποιεί μια κοινωνία, η κοινωνία του. Η λεκτική του φτώχεια,
είναι δείγμα της λεξιπενίας, της ελλειμματικής έκφρασης της εποχής του. Η
ξενικότητά του, είναι δείγμα κατακερματισμού της κοινωνίας, ελλείμματος
συλλογικής συναισθηματικής έκφρασης, πιθηκισμού συμπεριφορών δυνατών,
στοιχεία δηλαδή ακατάλληλα για πανομοιότυπη εφαρμογή σε κάθε περιβάλλον.
Τα παραπάνω καθήκοντα βαραίνουν σίγουρα
τον ποιητή, μέσα από τα οποία επιβιώνει, μοναχικός και αόρατος. Αυτά
είναι η ταυτότητά του, αν μας επιτρέπεται να συγκεντρώσουμε
χαρακτηριστικά σε κάποιον, τόσα ώστε να καταλήξουμε σε κάποιον
χαρακτηρισμό. Σπάνια συνθέτες (σύγχρονου) τραγουδιού καθορίζουν σε
επίπεδο πνευματικής «αριστοκρατίας» τη γλωσσική οδό ενός λαού ή ακόμα
καλύτερα μιας περιοχής, πριν κατακλειστούμε από εθνικά σύνορα και στεγνά
έθνη-κράτη.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον ποιητή, ο
οποίος μπορεί να είναι λεξοπαραγωγός σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργεί
μαζικές γλωσσικές συμπεριφορές (Ελύτης, Βάρναλης, Ρίτσος), πολύ
περισσότερο με τους ποιητές που καθορίζουν τη γλωσσική και πνευματική
πορεία ενός έθνους (Κάλβος, Σολωμός), ο στιχουργός εμπνέει, συνομιλεί,
προτείνει, συστήνει αλλά μένει πάντα σε ένα επίπεδο πρώτης ψηλάφησης.
Αγία Νοσταλγία (1993) |
Ήδη με μια δεδομένη πια πνευματική
ατροφία από τη δεκαετία του ’80 και τη σχεδόν παντελή έλλειψη νέων
ποιητών βάθους ή τέτοιας σπουδαιότητας που να τοποθετηθούν στη σειρά της
αιώνιας ποιητικής κλίμακας, η στιχουργική φαινόταν να μας προσφέρει τις
τελευταίες πνευματικές αναπνοές, με διαρκώς γηρασμένους
στιχοπαραγωγούς. Από τις λίγες λοιπόν εξαιρέσεις που ακολούθησαν τη
στιχουργική μεγαλοσύνη μίας ολόκληρης γενιάς, ο Θανάσης
Παπακωνσταντίνου, εισερχόμενος στα στιχουργικά, αθόρυβα, έμελε να
στεριώσει στη μαζική μουσική έκφραση, θυμίζοντάς μας εποχές, που η
ποιότητα και η αξία που αυτή επέφερε στον ψυχισμό, μπορούσε να
μεταφέρεται στους πολλούς μέσω των στίχων και της συμφυούς μουσικής
επένδυσης. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ήρθε λοιπόν για να μείνει, όπως
μαρτυρά η αδιάκοπη έως τώρα παρουσία του στις μουσικές συνήθειές μας.
Παρακολουθώντας την πορεία του Θανάση
Παπακωνσταντίνου στην πρώιμή του περίοδο διακρίνει τη σταδιακή καταξίωσή
του στους λαϊκούς δημιουργούς μέσω της εμπέδωσης των φυσικών αξιών που
λάμπουν στον λόγο του και τις οποίες το αντίθετο παρά κρυπτικά
παρουσιάζει στους καλεσμένους, σα σεμεδάκια σε προίκα. Έτσι ο νέος
Θανάσης Παπακωνσταντίνου ακολουθεί στα μουσικά πράγματα το δημιουργικό
crescendo των μεγάλων ποιητών. Στη στιχουργική του νεότητα είναι
αισιόδοξος, ζωντανός, γεμάτος ανεμελιά και ακατάπαυστη ερωτολατρεία. Δεν
τον απασχολούν στην πρώτη αυτή χρονική του περίοδο βαριά ζητήματα που
στοιχειώνουν τους μεσήλικες και δικαιώνουν έτσι την ενεργητική σπιρτάδα
των νεότερων. Πέρα από την ιδιότυπη γλώσσα του, στην οποία θα άξιζε μια
αυτοτελής αναφορά, το βασικό στοιχείο των πρώτων δίσκων του (δεκαετία
’90) είναι η θεματολογία, κοινή με τη μεγάλη (λαϊκή) παράδοση: κοινά
μοτίβα όπως ο έρωτας («Οι Καλογέροι», «Όποιος αγάπησε δεν ξέρει να το
πει»), το πάθος για τις γυναίκες («Λύκος κακός», «Μιλώ για σένα»,
«Στυλίτης»), ο θάνατος («Κάτω απ’το μαξιλάρι», «Του κάτω κόσμου οι
φύλακες») αλλά και το αντίθετό του, δηλαδή το φιλί ως δείγμα αιώνιας
ζωής ή αλλιώς θανάτου του χρόνου («Φιλί αμέθυστο», «Κομήτης του Χάλευ»).
Ο σκληρός πυρήνας των λεκτικών σημαινομένων των στίχων του, περνάει πρώτα από την έγκριση της φύσης, του απόλυτου και μόνου ρυθμιστή της καθημερινής ζωής του ανθρώπου, αφού όλα συμβαίνουν κατά τις διαταγές της και όποιος το αντιλαμβάνεται άμεσα, κοιμάται τουλάχιστον με την πόρτα ανοιχτή.
Η θεματολογία της πρώτης δεκαετούς
σημαντικής παρουσίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου στη μουσική και
στιχουργική ζωή κυριαρχείται απ’ ό,τι κυριαρχούσε ανά τους αιώνες στη
θεματολογία όλων των σπουδαίων λογοτεχνών: απλά ζητήματα, συναισθηματικά
σταθερά μοτίβα, χωρίς εξειδικευμένες περίπλοκες αναφορές ή θέματα
πολυγώνια. Άλλωστε η καλλιτεχνία έγκειται στην ανάπτυξη του απλού (από
το οποίο μπορείς πιο εύκολα να φτάσεις, παντού κατά τον Ο. Ελύτη) και
όχι στο ίδιο το θέμα, αυτό καθ' εαυτό. Φτάνει κανείς να αναλογιστεί τον Οιδίποδα Τύραννο ή τον Άμλετ για να αντιληφθεί τι εννοώ.
Στην Ανδρομέδα και στη γη (1995) |
Η πρώτη αυτή στιχουργική του δεκαετία
–τουλάχιστον όπως εμφανίζεται στους εκδοθέντες δίσκους του– φανερώνει
ταυτόχρονα και την κυρίαρχη ιδεολογικά πλευρά του στιχουργού, αυτό το
στοιχείο του ψυχισμού του ξεχειλίζει, σαν υπερχειλούς υποκειμενικού
κινήτρου πράξη κι αφήνει αμείωτα σημάδια στους στίχους του. Κι αυτό το
στοιχείο δεν είναι άλλο από το ιδεοσύμβολο της φυσικής ρύθμισης των
γήινων, τη μόνη αλήθεια στο σύμπαν του Θανάση Παπακωνσταντίνου που
καθόλου τυχαία αποτελεί την αλήθεια των σπουδαίων στιχουργών αλλά και
των μεγάλων ποιητών όλων των εποχών, με εξαίρεση τη δική μας.
Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι κάπου εκεί, στο πέρασμα ανάμεσα απ’ τα κοντά
παντελονάκια στην ευθυτενή ανδρική σοβαρότητα, ο Θανάσης
Παπακωνσταντίνου δέχτηκε το βάπτισμα της φύσης (βλ. Μελέτες
Λορεντζάτου), διαδικασία κάποτε απαραίτητη για κάθε σπουδαίο ποιητή. Ο
σκληρός πυρήνας των λεκτικών σημαινομένων των στίχων του, περνάει πρώτα
από την έγκριση της φύσης, του απόλυτου και μόνου ρυθμιστή της
καθημερινής ζωής του ανθρώπου, αφού όλα συμβαίνουν κατά τις διαταγές της
και όποιος το αντιλαμβάνεται άμεσα, κοιμάται τουλάχιστον με την πόρτα
ανοιχτή. Ενίοτε κι εφόσον αποφασίσει να πάει παραπέρα τη νόησή του, η
αντίληψη της λειτουργίας και της καλαισθησίας των κανόνων της φύσης
αποτελεί το μόνο ελατήριο για τη μοναδική γραφή, αυτή που είναι
προορισμένη να ξεπεράσει την εποχή της, αφού η αέναη αναπαραγωγή των
φυσικών κανόνων ταπεινώνει το χρόνο. Η αντίθετη πορεία, οδηγεί τους
καλλιτέχνες ή τους ποιητές σε αυτιστικούς κύκλους και ατελή
συναισθηματικά vertigo, με αποτέλεσμα το διαρκές κυνήγι της αλήθειας που
ποτέ δεν τη φτάνουν. Ποιας αλήθειας όμως όταν οι αστοί γραφιάδες της
εποχής μας έχουν δει μόνο τη μισή ζωή και αγνοούν την αιτία της ή ακόμα
καλύτερα τη βάση της, την αποκωδικοποίησή της;
Η γλώσσα της φύσης, που έτσι κι αλλιώς
αποτελεί το κύριο κοινό στοιχείο όλων των σπουδαίων καλλιτεχνών πρέπει
να είναι θεμελιώδης στην κατάκτησή της από τους σύγχρονους καλλιτέχνες
ώστε να ξαναεφευρεθεί η τέχνη. Αφού λοιπόν το ωραίο έχει κατακτηθεί κατά
το Γάλλο διανοούμενο, αφού όλα τα σπουδαία έχουν από καιρό αποτυπωθεί
στην ανθρώπινη γλώσσα και εικονοπλασία, αυτό που μένει στους καλλιτέχνες
κάθε εποχής είναι να ξαναβρούν τους στόχους οι οποίοι δεν είναι άλλοι
από αυτούς κάθε εποχής, προσαρμοζόμενους στις συνθήκες της. Γίνεται
αντιληπτό ότι ο άξονας που διαπερνά τους καλλιτέχνες και τους ποιητές
κάθε εποχής είναι ένας και μοναδικός και εκεί πάνω ο καθένας φτιάχνει
τέχνη. Η κατανόηση όμως της ανθρώπινης υπόστασης στο όλο, στο περιβάλλον
είναι προαπαιτούμενο για σπουδαίες επιδόσεις.
Βραχνός προφήτης (2000) |
Τόσο πολύ λοιπόν έχει κατανοήσει ο
Θανάσης Παπακωνσταντίνου αυτή την αυστηρή αρχή ώστε οι λέξεις του
υποκλίνονται στον αέρα που φυσάει στον κάμπο και ο ήχος του ψυχισμού του
παίρνει την αντήχηση του τριζονιού, βράδυ Αυγούστου. Παραθέτω ως
αναγνώριση της αξίας των στίχων του Θανάση Παπακωνσταντίνου τους
παράλληλους στίχους του Γ. Σεφέρη Στέρνες άδεις κι αυτές που ηχούν και που τις προσκυνούμε,
ενώ ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου απευθύνεται στο μεταφυσικό πρόσωπο του
Πηνειού, ο οποίος αντίστοιχα είναι αντικείμενο λατρείας, υπερσκελίζοντας
την εικόνα για να πάει κατευθείαν στο σημαινόμενο. Κι αν ζούμε σε
εποχές που εικόνα και εικονιζόμενο ταυτίζονται (Αρανίτσης, orphan drugs)
κι αυτό καθιστά αδύνατο στους καλλιτέχνες να διακρίνουν την αλήθεια, ο
Θανάσης Παπακωνσταντίνου ανήκει σε εκείνη τη γενιά που πρόλαβε το
διαχωρισμό και με ορθάνοιχτες τις αισθήσεις της είδε το εικονιζόμενο,
δηλαδή την αλήθεια του κόσμου.
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να πει με παρρησία ότι η στιχουργική (ίσως και η μουσική) του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι τρόπον τινά η συνέχιση του λαϊκορεμπέτικου ή του δημοτικού, του λαϊκού εν γένει τραγουδιού, ειδικά στο βαθμό που μαζικά και ποιοτικά ψυχαγωγεί.
Κατά τα λοιπά, η γλώσσα του Θανάση
Παπακωνσταντίνου στην πρώιμη πρώτη περίοδό του (1990-2000)
χαρακτηρίζεται ως απλή, ευθεία, άμεση, κατά το δυνατόν λαϊκή, χωρίς
υπαινιγμούς, φληναφήματα και μεγαλόστομες εκρήξεις. Τρόπος δηλαδή που
μαρτυρά τη σύνδεσή του με τη στιχουργική απλότητα του καθόλου απλού
ρεμπέτικου τραγουδιού ή και του πρώτου λαϊκού που η διαφάνειά τους τα
φύτεψε δια παντός στο συλλογικό υποσυνείδητο. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος
να πει με παρρησία ότι η στιχουργική (ίσως και η μουσική) του Θανάση
Παπακωνσταντίνου είναι τρόπον τινά η συνέχιση του λαϊκορεμπέτικου ή του
δημοτικού, του λαϊκού εν γένει τραγουδιού, ειδικά στο βαθμό που μαζικά
και ποιοτικά ψυχαγωγεί. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που εύκολα θα
συνέχεε κάποιος τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου με ένα ρεμπέτικο ή
δημοτικό, χαρακτηριστικό παράδεθγμα το «Μιλώ για σένα», αφήγηση βγαλμένη
απ’ την ανέμελη σκληρότητα της Ηπείρου, της οποίας η αμεσότητα γίνεται
πιο έντονη στον επαγγελματία στιχουργό με τα γλωσσικά τεχνάσματα
(συναιρέσεις, εκθλίψεις/μιλώ, μ’ απάντησαν). Άλλωστε, η
επανάληψη στιχουργικού μοτίβου παραπέμπει συνεχώς σε λαϊκά και δημοτικά
τραγούδια, όπως η συνομιλία με εξωανθρώπινα όντα (π.χ. «Μαύρα σύννεφα»),
στοιχείο παρμένο από το γνωστό μοτίβο των πουλιών που μιλούν την
ανθρώπινη γλώσσα. Η μαγική ικανότητα της ανθρώπινης γλώσσας σε όντα που
φυσιολογικά δεν την εκστομίζουν, μόνο την αλήθεια μπορεί να φανερώνει,
αφού τους δόθηκε η λαλιά για να αποκαλύψουν με μεταφυσικό τρόπο το
μυστικό, κομιστές δηλαδή της ακαταμάχητης θεόσταλτης αλήθειας. Επομένως,
η θεόσταλτη λαλιά, ως ισορροπιστής του ανεξήγητου μεταφυσικού με το
ανθρώπινο γήινο, ως ηρεμιστικό δηλαδή της επιθανάτιας αγωνίας του
ελλειμματικού ανθρώπου μόνο αληθινό μπορεί να είναι. Κι έτσι λοιπόν, τα γεφύρια χορταριάζουν, η γη ανθίζει εκεί που θέλει κι είναι χάρτινοι οι αγγέλλοι.
Αγρύπνια (2002) |
Ακολούθως, στη δεύτερη περίοδό του, αν
μου επιτρέπεται ο τεχνητός αυτός κατακερματισμός, δηλαδή κατά τη
δεκαετία του 2000, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου εμφανίζεται γλωσσικά και
άρα νοηματικά, πιο συμπαγής, πιο επικός, θάλλουν τα πολιτικά στοιχεία
για να ανοίξουν τα μπουμπούκια στην τρίτη του περίοδο, την πρωτίστως
πολιτικοποιημένη. Τα πράγματα λοιπόν στη δεύτερη περίοδο σοβαρεύουν. Οι
κοινωνικοπολιτικές υπομνήσεις καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο σε βάρος
του γλεντιού και της παρέας. Χαρακτηριστικά, φράσεις όπως: όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός βγαίνει απ’ τα πιο σφιγμένα χείλη, όπως επίσης, πότε αλύγιστος και πότε χάρτινος, ή ακόμα και, από τα θαύματα του κόσμου εξαντλημένος, ξύπνα να δεις τους άρχοντες πως γίνονται κουρέλια,
δεν επιδιώκουν τίποτα άλλο παρά την καλλιτεχνική ωρίμανση του νοήματος,
όπως επισυμβαίνει στους στίχους του Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Η
αρτιότερη στιχουργικά παρουσία του επισφραγίζεται από την εμφάνιση
ποιητικόμορφων στίχων, όπου κυριαρχεί η τονικότητα.
Εντύπωση προκαλούν τραγούδια
(«Περσεφόνη», «Αγρύπνια» κ.α), ατόφια ποιήματα, στα οποία προτάσσει
μερικώς την έμμετρη γραφή (μεταξύ 2ου και 4ου στίχου κάθε στροφής), σε
μια περίοδο που τραγούδια του είναι γραμμένα ολόκληρα σε έμμετρο λόγο
(«Πεχλιβάνης», «Στην Αμερική»). Φυσικά, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση,
συχνά δεν ξεχνάει να μας υπενθυμίσει με στιχουργικά τρικ ότι πρόκειται
για τραγούδια, για λεκτικά δηλαδή υποσύνολα που σκοπό έχουν να
ακολουθήσουν και τελικά να μεταστρέψουν τη διάθεση του ακροατή κι όχι να
υποκαταστήσουν τη δίνη της ποιητικής ανάγνωσης. Ας πούμε ότι
διακρίνουμε έξυπνα απλοϊκότροπα ρεφραίν («Κομμωτριάκι», «Βάλια Κάλντα») ή
επαναλαμβανόμενες φράσεις (Όλη της γης η σκόνη/«Διάφανος», Α, και στην Αμερική, μαζί με την Μαρίκα, το Δούσια, τον Κωστή/«Στην
Αμερική») κι άλλα τεχνικά κόλπα που μαρτυρούν την ικανότητα του Θανάση
Παπακωνσταντίνου να χειρίζεται μουσικά τις λέξεις όπως έμαθε τόσο από
της ανατολικής προέλευσης λαϊκορεμπέτικης μουσικής γραφής όσο κι από το
δυτικό μπόλιασμα του διαφωτισμού στη μουσική μας και στη λογοτεχνική μας
κουλτούρα.
Η τρίτη περίοδος του Θανάση Παπακωνσταντίνου, η πιο ώριμή του ηλικιακά, συνδυάζεται με αυτό που ούτως ή άλλως συμβαίνει στον κύκλο της ποιητικής ζωής: οι λέξεις σοβαρεύουν, τα νοήματα απειλούν, ο ουρανός δεν είναι μόνο έναστρος.
Η τρίτη περίοδος του Θανάση
Παπακωνσταντίνου, η πιο ώριμή του ηλικιακά, συνδυάζεται με αυτό που
ούτως ή άλλως συμβαίνει στον κύκλο της ποιητικής ζωής: οι λέξεις
σοβαρεύουν, τα νοήματα απειλούν, ο ουρανός δεν είναι μόνο έναστρος. Ήδη
από τους τίτλους των τραγουδιών προμηνύεται η αυστηρότητα των
αποκαλυπτόμενων νοημάτων, η σύνοψη των εμπειριών που καραδοκούν στην
ανθρώπινη ζωή σαν απειλές και σαν απολαύσεις («Η Αλίκη στη χώρα των
τραυμάτων», «Ο ελάχιστος εαυτός», «Μηδεια-μα»). Ο Θανάσης
Παπακωνσταντίνου δεν χορεύει αμέριμνος πια, δεν ονειρεύεται τη ζωή ενώ
ταυτόχρονα τη ζει (δεν ερωτεύεται, κατά τον Αρανίτση), δεν αποζητά να
βρει το καλούπι που δημιούργησε το φυσικό φαντασιακό του. Αυτά είναι πια
κομμάτι της σαρκικής του υπόστασης καθώς και των ακροατών του και τώρα,
αγωνιά για το αίτιο. Οι λέξεις, από πέτρες τη δεύτερη περίοδό του
γίνονται ακούνητοι βράχοι και μας πλακώνουν: Δυο ύαινες σπαράσσονται/σε οργισμένη πάλη/η κάθε μια αναζητά/να καταπιεί την άλλη.
Οι στίχοι προδίδουν ψιχία διανόησης κι επίκρισης της προβληματικής μας
πια ζωής, δηλαδή της έλλειψης πρωτογενούς νοήματος και του θανάτου των
συμβολικών μαξιλαριών για τις μεταφυσικές ανθρώπινες αγωνίες. Οι
«Οδοιπόροι», είναι ίσως ο καθρέφτης κι η απάντηση στην εναγώνια
προσπάθεια του σκεπτόμενου στιχουργού να εντοπίσει τη μέχρι πρότινος
θέση του ανθρώπου στην κοινότητα, στο χωριό, στο σύνολο˙την εκπλήρωση
δηλαδή εκείνων των ψυχικών διαδικασιών που εγγυώνται τη διαπροσωπική
αλληλοσυμπλήρωση και τελικά τη συλλογική ένταξη στο περιβάλλον.
Διάφανος (2006) |
Αφού λοιπόν ξεκίνησε τη στιχουργική του
γραφή με πομπούς τη χαρά και τους χορούς, όπως εξάλλου ταιριάζει στη
νεότητα, ολοκληρώνει την έως τώρα παρουσία του σαν το τίναγμα του σκύλου
όταν βρέχεται, με μια προσπάθεια δηλαδή να απαλλαγεί από όλα αυτά τα
δυσάρεστα που πια βλέπει και που δεν βρίσκουν γιατρειά στον χρόνο ή στις
κοινές συνήθειες του σύγχρονου ανθρώπου. Η γλώσσα από την πλευρά της,
χάνει αρκετά τη φυσική της απόχρωση και βαραίνει, γίνεται κάπως πιο
αστική, δηλαδή πιο θεωρητική και πιο πολιτική. Βρίσκουμε πια στα
τραγούδια του λέξεις φορτισμένες ιδεολογικά (φασισμός, μισάνθρωπος ή
θεματικά φιλελεύθερα), τα οποία αντανακλούν πολιτικά αφηγήματα της
εποχής μας: εθνικοπατριωτισμός ή έλλειψη συνόρων; πανανθρώπινη
αλληλεγγύη ή μισαλλοδοξία; Κατ’ αυτή την έννοια, ο λόγος του Θανάση
Παπακωνσταντίνου παίρνει ποιητική μορφή, αφού οι λέξεις του προσπερνούν
τον ρόλο του διασκεδαστή και γίνονται πιόνια στρατευμένα να πυκνώσουν τη
σκέψη, να τραυματίσουν τις αστικές μας αντοχές, να δημιουργήσουν το
πλαίσιο για σκέψη (cogito).
Από τη σύγκριση λοιπόν των τριών αυτών στιχουργικών εποχών του Θανάση Παπακωνσταντίνου, θα λέγαμε ότι ο στιχουργός κατέληξε να αντικαταστήσει τελικά την ενήλικη ηλικία του με την αιώνια, την παιδική.
Από τη σύγκριση λοιπόν των τριών αυτών
στιχουργικών εποχών του Θανάση Παπακωνσταντίνου, θα λέγαμε ότι ο
στιχουργός κατέληξε να αντικαταστήσει τελικά την ενήλικη ηλικία του με
την αιώνια, την παιδική, την πάντα ζώσα και καθορίζουσα το χρώμα των
ματιών μας. Η γενναιοδωρία των στίχων του ομοιάζει με τη γενναιοδωρία
των μεγάλων ποιητών στο βαθμό που αυτοθυσιάζεται, που προσφέρει τον
εαυτό του στο συλλογικό (ξοινόν) λόγο. Κι αυτό ακριβώς είναι το
μέγιστο κατόρθωμα για κάθε σπουδαίο γραφιά. Όχι να εκφράζεις το εγώ ή
τον άλλον αλλά τον Άλλο, αυτό που συγκεντρώνει τα πάντα, την κρυφή
αλήθεια του κόσμου, αυτό το γενικό που μέσα από τους αιώνες έγινε
πανσεβάσμιο. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη φύση που έχει την ικανότητα
να παρέχει στους αναγνώστες της την ψυχική αγαλλίαση. Αν κάποτε ο
Θανάσης Παπακωνσταντίνου έζησε στο παιδικό του πετσί το πέρασμα του αέρα
του κάμπου, ώσπου να καταλάβει τι χρώμα αφήνει στο δέρμα το τρίψιμο με
τις καλαμιές και πόσο ο ήλιος ωριμάζει το μεσημέρι τις λέξεις και τις
συνήθειες των ανθρώπων, αυτό αποτελεί το σπουδαίο μάτι του στιχουργού.
Μια ματιά, συντηρημένη στη φορμόλη από εποχές γεμάτες νοήματα.
Κι αυτό είναι χωρίς αμφιβολία που κινεί καρδιακές παλινδρομήσεις
διαφορετικών ταχυτήτων, διαφορετικών ανθρώπων ταξικά ή μορφωτικά.
Με στόμα που γελά (2018) |
Παράδοξο της στιχουργικής γλωσσικής
απόδοσης του Θανάση Παπακωνσταντίνου, η διατήρηση ενός κατά τ’ άλλα
παλαιομοδίτικου γλωσσικού μοτίβου, καταδικασμένου σε μαρασμό από τους
σύγχρονους αστούς στον κοινό λόγο. Οι γλωσσικές αποχρώσεις του Θανάση
Παπακωνσταντίνου κάποτε ήταν οι συνήθειες στη ζωή των ανθρώπων, αφού η
γλώσσα δεν ήταν τίποτα άλλο απ’ τον συγχρονισμό της ακοής των ανθρώπων
που κατοικούσαν ένα μέρος, η οποία μάλιστα πήρε πολύ χρόνο να συγκλίνει
και να δημιουργήσει τους ήχους των λέξεων, τις ντοπιολαλιές, τις ενώσεις
λεκτικών πολιτισμών, συμπορευμένη αυτή η κοινή ακοή με τη γλώσσα του
περιβάλλοντος. Όχι απλώς δεν το κρύβει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου αλλά
αυτά τα γλωσσικά rebondissement, είναι η κύρια αλήθεια του, ο
σκληρός πυρήνας της ζωής του, το μέσο πραγμάτωσης της τέχνης του. Γιατί,
ακόμα κι αν κάποιος υπονόμευε το νόημα των στίχων του, η σύνθεσή τους
και η μουσικότητά τους είναι καθαρή τέχνη, arte pura.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι εκτός από ένας τεχνίτης μιας λαϊκότροπης μουσικής κι ένας τεχνίτης του λόγου, του επαρχιακού και του βαθιά κοσμοπολίτικου, όπως και κάθε σπουδαίος ποιητής.
Αν μπορούμε τελικά να παραλληλίσουμε τον
Θανάση Παπακωνσταντίνου με έναν ποιητή, παραμένει το αρχικό ερώτημα
στις συνειδήσεις του κοινού του. Είναι αλήθεια ότι συχνά, οι στίχοι του
Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι σε μεγάλο μέρος τους φυτεμένοι στο ίδιο
χωράφι με αυτούς των ποιητών. Άλλοτε πάλι σε όμορο, λιγότερο γόνιμο,
χωρίς όμως ο στιχουργός να ισχυρίζεται κάτι περισσότερο. Σημασία έχει σε
αυτόν τον παραλληλισμό ότι οι ρίζες των στίχων είναι το ίδιο βαθιές σαν
κι αυτές των ουσιωδών ποιημάτων. Πρόκειται δηλαδή για λέξεις τόσο καλά
στερεωμένες στη γλωσσική μελαγχολία, τη μόνη σίγουρη δίοδο προς την
ήρεμη και χορτασμένη ζωή, ώστε φαντάζουν σαν το ύψιστο κατόρθωμα της
λεκτικής τέχνης, την ποίηση, έχοντας ταυτόχρονα την πρόνοια να
διαχωρίζονται από αυτήν. Άλλοτε βιαστικά, άλλοτε αποχαυνωμένα, άλλοτε
ρωμαλέα, άλλοτε οπισθοχωρώντας, άλλοτε αντανακλώντας διαύγεια, άλλοτε
σαν βαριές πέτρες σε θολό πάτο ποταμιού, οι λέξεις του Θανάση
Παπακωνσταντίνου δεν τρίβονται στα πόδια μας γεμάτες ικεσία, αλλά τους
επιτρέπουμε να μας ισοπεδώσουν, χωρίς καμιά προσπάθεια άμυνας. Ο Θανάσης
Παπακωνσταντίνου είναι εκτός από ένας τεχνίτης μιας λαϊκότροπης
μουσικής κι ένας τεχνίτης του λόγου, του επαρχιακού και του βαθιά
κοσμοπολίτικου, όπως και κάθε σπουδαίος ποιητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου