Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές... Ο φίλος στο fb Kostas Vonstatzoglou γράφει για τον πατέρα του Μέντη Μποσταντζόγλου (Μποστ) (facebook, 6/12/2018)

.............................................................
 

Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές...

Ο φίλος στο fb Kostas Vonstatzoglou γράφει για τον πατέρα του Μέντη Μποσταντζόγλου (Μποστ) (facebook, 6/12/2018)



Ο μπαμπάς γύρισε επιτέλους, κατάκοπος αλλά ευτυχής Τρίτη βράδυ στην οικία του. Οι δουλειά για την οποία είχε προσκληθεί είχε πάει καλά. Ο ίδιος ήταν ικανοποιημένος. Δεν είχε προλάβει να βγάλει το κλειδί από την πόρτα και η κόρη του τον υποδέχτηκε κουνώντας τρελαμένα τον πισινό της, ξεστρώνοντας ότι χαλί συναντούσε στην φούρια της να τον αγκαλιάσει και χοροπηδώντας στην προσπάθειά της να φτάσει τα 1,80 του προσώπου του για να του δαγκώσει χαδιάρικα τη μύτη. Δεν τα κατάφερε ούτε όταν σκαρφάλωσε στο κεφαλάρι του καναπέ και έκανε ένα αυτοκτονικό άλμα βγάζοντας ένα μακρόσυρτο γουργουριστό γαύγισμα. Ο καλός πατέρας την περιμάζεψε έκπληκτη από το πάτωμα, την χαϊδεψε στοργικά, συγκινημένος εμφανώς από την αγάπη που του έδειχνε το ζώον και φίλησε την μουσούδα της με την υγρή μύτη που αποδείκνυε πως ήταν τόσο υγιής όσο ήταν πριν την αποχωριστεί για να πάει για εργασία στα ξένα.
Η γυναίκα του μετανάστη ήταν πιο συγκρατημένη, διότι έτσι είναι από την φύση της. Τον κοίταξε παραπονιάρικα, του είπε μου έλειψες, τον μέμφθηκε διότι δεν την είχε πάρει τηλέφωνο ξεμυαλισμένος από άλλες γυναίκες, τον αγκάλιασε και κούρνιασε στην ευρύχωρη θερμή αγκαλιά του πανευτυχής που τον είχε πάλι δικό της. Φίλησε και αυτηνής την μουσούδα για να μην ζηλεύει την κόρη της και της εξήγησε ήρεμα πως δεν την είχε πάρει τηλέφωνο μια ολόκληρη μέρα, διότι είναι άνθρωπος, ως άνθρωπος έχει αδυναμίες και μία από αυτές τις αδυναμίες είναι να αμελεί την σύζυγό του όταν βρίσκεται στην ξενιτιά μόνος και υπάρχουν άλλες έμπροσθέν του που τον ποθούν. Η γυναίκα του αυτομάτως αναγνώρισε το βάσιμον των εξηγήσεών του και τον συγχώρεσε για το ατόπημά του. Του είπε: να μην μου το ξανακάνεις αυτό, διότι άνευ της φωνής του συζύγου ένοιωθα δυστυχής και αυτός της το υποσχέθηκε γνωρίζοντας καλώς, ότι οι πιθανότητες να πατήσει την υπόσχεσή του είναι μεγάλες, διότι έχει άστατον χαρακτήρα και οι πειρασμοί είναι άφθονοι. Δυστυχώς έτσι είμεθα οι άντρες. Δίνουμε άφθονες υποσχέσεις τις οποίες δεν τηρούμε επακριβώς. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η ενδοοικογενειακή βία ανθεί στις ελληνικές οικογένειες και κάποτε φονευόμεθα αδίκως με ειδεχθή τρόπο.
Ύστερα από αυτά τα διαδικαστικά ζητήματα της υποδοχής και αφού έβγαλε το παλτό του, ο μετανάστης ρωτήθηκε για τις συνθήκες διαβίωσης στον μακρινό βορρά. Είχε κρύο; Το φαγητό ήταν καλό; Οι άνθρωποι εκεί φέρθηκαν καλά; Η εργασία σου πως πήγε; O ξενιτεμένος απάντησε διεξοδικά σ’ αυτόν τον καταιγισμό των ερωτήσεων. Ναι. Τα φαγητά ήταν καλά. Τα είχε δοκιμάσει όλα για να κρίνει την ποιότητά τους και να τα βαθμολογήσει ως κριτής της Μισελέν αποδίδοντάς τους αστέρια. Τα ψητά κρέατα τον είχαν μαγεύσει διότι έλιωναν στο στόμα και τον προμήθευσαν με την απαραίτητον χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια που είναι χρήσιμα για να εκτιναχθούν στο υψόμετρον της Ροδόπης και να χτυπήσουν κόκκινο οι τιμές τους στην επόμενη εξέταση. Το κρύο ήταν ανεκτό. Οι πολικές θερμοκρασίες δεν τον είχαν επηρεάσει. Είχε βοηθήσει βεβαίως και το γεγονός ότι ουδέποτε κυκλοφόρησε εν Κομοτηνή γυμνός ή με φανελάκι τας ημέρας του Δεκεμβρίου από έμφυτο αίσθημα αιδημοσύνης. Δεν ήθελε να βάλει σε πειρασμό τον ιθαγενή γυναικείο πληθυσμό με το κορμί του που θα ενέπνεε ακόμα και τον Πραξιτέλη για να δημιουργήσει αριστουργήματα. Το κατάλυμά του ήταν ωραιότατο σύγχρονο, άνετο - καμία σχέση με ιγκλού - και φυσικά, είχε κλείσει κατάμουτρα και αποφασιστικά την πόρτα του στις θαυμάστριες που συνωστίζονταν απέξω και έκαναν ουρά καραδοκώντας για να τον χαρούν. Η απογοήτευσίς τους εκρίθη απαραίτητη από τον γοητευτικό συνταξιούχο δια να συντηρηθεί ο μύθος του που τον ήθελε αλώβητο στα γυναικεία θέλγητρα σαν ασκητή του Αγίου Όρους. Οι κυρίες που τον προσκάλεσαν δια εργασίαν ήταν γλυκύτατες, ευγενέστατες και χαιρόταν να μιλά μαζί τους για διάφορα θέματα. Τις είχε φιλήσει όλες πατρικά ξεκινώντας από την κοσμήτορα και τις πρυτάνεις και καταλήγοντας στις φοιτήτριες. Με την φόρα που είχε πάρει, φίλησε και τους διδάκτορες και τους πρυτάνεις του Πανεπιστημίου που έκπληκτοι δέχονταν τις διαχύσεις του. Αν ξέχασε αφίλητον κάποια ή κάποιον, αυτό έγινε εκ παραδρομής. Την άλλη φορά που θα κληθεί στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Θράκης για να μιλήσει, θα τους φιλήσει όλους. Να μην ανησυχούν. Και ναι. Συνεννοείτο μαζί τους θαυμάσια σε απλά ελληνικά. Τα ήξεραν όλοι. Ίσως επειδή οι περισσότεροι ήταν καθηγητές γλωσσολογίας. Ίσως. Δεν είναι σίγουρος, αλλά μάλλον γι’ αυτόν τον λόγο. Ακόμα όμως και αν μιλούσαν μαζί του σε κάποια άλλη γλώσσα, θα τους αποσβόλωνε με την άνεση με την οποία λέγει το χαόυ ντου γιου ντού και το αλόνζ ανφάν ντε λα πατρί που τα κατέχει απταίστως ως πολύγλωσσος. Ήταν προετοιμασμένος για τα πάντα. Μια σημαία για να τυλιχτεί, η σάρισα και ένα άλογο του έλειπαν για να εκστρατεύσει κατά των εχθρών του έθνους. Δεν χρειάστηκαν όμως. Απλά θα μιλούσε για τον πατέρα του και ο βαρύς οπλισμός θα τον δυσκόλευε στην εκφορά του λόγου.
Γιατί σε φώναξαν και πως ήταν η ομιλία σου; είχε την αφέλεια να τον ρωτήσει η πολυφίλητος σύνευνός του όσο η κόρη του λυσσόδηκτη ξύλωνε μεθοδικά το πουλόβερ του πτωχού ξενιτεμένου με τα νύχια της, προσπαθώντας να χωθεί ανάμεσα στον πατέρα και την μητέρα της δια να λάβει την δέουσα στοργήν και οικογενειακήν θαλπωρήν που δικαιούτο ως παιδί.
Με φώναξαν εξήγησα υπομονετικά ο σύζυγος, διότι με εθεώρησαν ειδήμονα επί του θέματος. Έζησα κοντά στον πατέρα μου ως μεγαλύτερος ιός του, δύο χρόνια νωρίτερα από τον αδερφό μου, άρα γνωρίζω περισσότερα για αυτόν. Μόνον η μητέρα μου έζησε κοντά του περισσότερον χρόνο, αλλά ως γνωρίζεις καλώς, επήγε προ τεσσάρων ετών να τον συντροφεύσει στα υψηλά, άρα δεν μπορούσε να μιλήσει εκείνη και να εκθέσει τας απόψεις της. Όσο για την ομιλία μου, εδώ την έχω. Πρόχειρη. Θα στην διαβάσω και κρίνε μόνη σου.
Δεν πειράζει, μου είπε έντρομη η συμβία μου. Μου την διαβάζεις άλλη φορά. Είμαι κουρασμένη τώρα και δεν θα την απολαύσω. Άστην και θα την διαβάσω μόνη μου κάποια στιγμή. Όχι της είπα. Θα στην διαβάσω εγώ. Τώρα! Αυτό και έκανα ως διάσημος ρήτωρ και νέος Δημοσθένης χωρίς να βάλω βότσαλα στο στόμα μου για να ανταγωνιστώ την βοή του ανταριασμένου κύματος των διαμαρτυριών και των ικεσιών της. Έτσι είμαι εγώ. Κάνω τα πάντα για να ευχαριστήσω την γυναίκα που μου ορκίστηκε πίστη και αφοσίωση πριν εικοσιπέντε συναπτά έτη θαμπωμένη από τα κάλη μου και αγνοώντας παντελώς τι την περίμενε. 

«Σεβασμιότατε, κύριε Υπουργέ Πολιτισμού, κύριε Πρόεδρε του Αρείου Πάγου, κύριε Νομάρχα, Αντιστράτηγέ μου, αξιότιμες κυρίες και κύριοι βουλευτές, κυρίες και κύριοι... »
Έτσι ξεκίνησε μια ομιλία του ο πατέρας μου πρίν από τριάντα τόσα χρόνια. Επίσημα και βαρύγδουπα, όπως αρμόζει σε μια καθώς πρέπει ομιλία. Φυσικά, ούτε σεβασμιώτατος υπήρχε τότε παρών, ούτε υφυπουργός Πολιτισμού - αυτό δα έλειπε - ούτε οι αρχές ήταν παρούσες - πάντα έχουνε σημαντικότερα πράγματα να κάνουν από το να ακούνε τους προφήτες του τόπου τους - υπήρχανε μόνο κυρίες και κύριοι, όπως εσείς.
Έτσι σκέφτηκα να αρχίσω και εγώ να σας μιλάω για τον πατέρα. Επίσημα και βαρύγδουπα. Οι αρχές μας όπως τότε, όπως πάντα, έτσι και σήμερα, απουσιάζουν. Οι επίσημοι εκπρόσωποι του πολιτισμού αγνοούνται. Είμαστε εμείς και εμείς.
Κάποια άλλη φορά που μίλαγα για τον πατέρα, είχανε μαζευτεί καμμιά εικοσαριά άνθρωποι. Έξω έβρεχε, ήτανε περαστικοί και μπήκανε στην αίθουσα για να προστατευθούν. Περίμενα λίγο μπάς και εμφανιστεί κανένας άλλος, δεν εμφανίστηκε, και είπα να κλειδώσουνε την πόρτα μπας και φύγουνε κι αυτοί που ήρθαν. Ύστερα είπα στους παρευρεθέντες πολύ σημαντικά πράγματα. Κάποιοι ενθουσιάστηκαν. Δύο κακοήθεις, μου ζήτησαν το λόγο μου για να τον ακούνε πριν τον ύπνο.
Σήμερα με ακούτε περισσότεροι. Η αναλογία σε κακοήθεις θα είναι μεγαλύτερη. Μετά το τέλος της ομιλίας μου, παρακαλώ πολύ, οι κακοί να μη με πλησιάσουν για να μου πούνε πικρές κουβέντες. Όλοι οι άλλοι είστε ευπρόσδεκτοι.
Ο Χρύσανθος Βοσταντζόγλου λοιπόν, όπως είναι επισήμως καταγεγραμμένος, του Κλεοβούλου και της Ουρανίας, το γένος Καρακάσογλου, εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει, στας 16 Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1918. Ναι! Ήταν σκορπιός. Αυτή η πληροφορία είναι αφάνταστα χρήσιμη σε όσες κυρίες ασχολούνται με την έγκριτη επιστήμη της αστρολογίας.
Καταγωγή του, η Αμάσεια της Μικράς Ασίας. Η Αμάσεια είναι μια πανέμορφη πόλη. Βρίσκεται στο μέσο μιας καταπράσινης εύφορης κοιλάδας που διασχίζει ο ποταμός Άλυς. Δεν ήτανε βλάκας ο Μιθριδάτης που την είχε πρωτεύουσα στο βασίλειό του. Όπως έλεγε ο πατέρας, «Είμαστε τρελλοί εμείς οι Μποσταντζόγλου. Φύγαμε από την Αμάσεια για να έρθουμε στην χώρα της Αμασίας».
Είχε χρώμα οφθαλμών: καστανόν. Χρώμα κόμης: μέλαν. Σχήμα προσώπου: ωοειδές. Θρήσκευμα: X κεφαλαίο, τελεία, Ο κεφαλαίο, τελεία. Δηλαδή, Χριστιανός Ορθόδοξος. Ποιός ευφυής της Ασφαλείας Αθηνών έγραψε ορθόδοξο τον πατέρα μου δεν ξέρω. Ο πατέρας μου ήτανε γενικώς ανορθόδοξα και καθολικώς διαμαρτυρόμενος.
Οι περισσότεροι τον ξέρετε σαν Μέντη Μποσταντζόγλου ή με το συγκεκομμένο Μποστ.
Η μάνα μου τον έλεγε «Μεντάκο», η αδερφή του τον έλεγε «Μπόμπο», η γιαγιά μου τον έλεγε χαϊδευτικά «μισκίνη», που στα Τούρκικα πα’ να πει σιχαμένε, ο αδερφός μου τον έλεγε «χρυσούλη μου», ο εγγονός του τον έλεγε «παππούλη», οι φίλοι του «Μέντη», κάποιοι άσχετοι «Μένιο» ή «Μένη» μπερδεύοντάς τον με τον κύριο Κουμανταρέα, ο γείτονάς μας ο μπάρμπα Σπύρος ο Βασιλείου, πάντα τυπικός, τον έλεγε «κύριο Μποσταντζόγλου», η εφορία τον έλεγε «ζάπλουτο», η ασφάλεια τον έλεγε «εαμοβούλγαρο», εγώ τον έλεγα «μπαμπά». Τον έλεγα και βιβλιοθήκη που περπατάει.
Όπως και να τον πείτε, ήτανε ένας αυστηρός, άγαρμπος, βλοσυρός, ξεροκέφαλος, ευθύς, εργασιομανής, τρυφερός, ευαίσθητος, ρομαντικός, φανατικά έντιμος, βαρύς κι ασήκωτος Ανατολίτης. Όσοι τον ξέρανε, δεν μπορούσανε να καταλάβουνε που είχε θαμμένο το δαιμονικό του χιούμορ όταν μίλαγε μαζί τους. Πάντα, σε όλους, μιλούσε σοβαρά. Μετρημένα. Μετά από σκέψη. Ποτέ δεν έκανε αστειάκια. Ο χείμαρρος του χιούμορ του ξεσπούσε και ξεχείλιζε αποκλειστικά και μόνο στη δουλειά του.
Από τις χαμένες πατρίδες κουβάλησε απλές αξίες. «Οι φίλοι αξίζουν τα πάντα. Δανείσου για να δανείσεις τον φίλο. Διάβαζε, πρόσεχε και μάθαινε. Έτσι μοναχά θα γίνεις χρήσιμος για εσένα και για τους γύρω σου. Τα λεφτά δεν τα παίρνουμε μαζί μας. Δεύτερη ζωή δεν έχει».
Ο πατέρας δεν επεδίωξε ποτέ να γίνει γνωστός. Το ότι έγινε, το θεώρησε φυσικό μιας και επιβράβευε τους κόπους μιας ζωής, αλλά μη ξέροντας και μη θέλοντας να διαχειριστεί αυτό το γεγονός, το αντιμετώπιζε αμήχανα. Ώρες, ώρες το έβλεπε και σαν δυστύχημα. Ήτανε φανατικά σεμνός και απλός. Παρεξηγήσιμα χαμηλών τόνων. Θα έλεγε κανείς πως δεν ήξερε την αξία του. Λάθος. Την ήξερε. Απλά, δεν έδινε σημασία σε εφήμερα πράγματα. Προτιμούσε να είναι ένας άνθρωπος, ένας οικογενειάρχης όπως όλοι. Να τον αγαπάει ο περίγυρός του, το σόϊ του, να τον εκτιμούν οι φίλοι του. Ο πατέρας γινότανε θυσία για την οικογένειά του.
Σας μιλάω για τον μπαμπά που σηκωνόταν από το κρεβάτι του ανήσυχος και μας σκέπαζε τη νύχτα μην κρυώσουμε. Τον μπαμπά που ανάσαινε και ζούσε δίπλα μας. Τον μπαμπά που μας αγκάλιαζε, που μας φιλούσε στο μέτωπο, που έπαιζε μαζί μας γκαζές, που μας πήγαινε στο Σινεάκ, που στεκότανε στο προσκεφάλι μας όταν αρρωσταίναμε. Που μας πήγαινε στον Καραγκιόζη, σε μουσεία, σε εκθέσεις, σε συναυλίες, σε θέατρα. Που μας έμαθε τους αρχαίους τραγικούς, μας έμαθε τον Θεόφιλο, τον Αίσωπο και τον Σωκράτη, τον Σπαθάρη, τον Μόλα και τον Κόντογλους, τον Ρήγα και τον Μακρυγιάννη, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Καβαδία, τον Ρίτσο και τον Βάρναλη, τον Τσαρούχη και τον Κουν, τον Οικονόμου τον Χατζηκυριάκο Γκίκα και τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο τον επιμήκη Θεοδωράκη, τους πιο άξιους του τόπου. Έναν ατέλειωτο κατάλογο που θα παραλείψω χιλιάδες αν το επιχειρήσω. Μιλάω για τον μπαμπά που δεν κουραζότανε να λύνει τις βλακώδεις παιδικές απορίες μας και που μας βοηθούσε να ανακαλύπτουμε την ομορφιά γύρω μας.
Μιας και ζούσαμε στην Ελλάδα, την ιστορία της, την ομορφιά της, τον λαϊκό της πολιτισμό, τα μνημεία της, τους ανθρώπους της, τους ταπεινούς ανώνυμους τεχνίτες της που ιστορούσανε ξωκκλήσια, σκάλιζαν την πέτρα, λυγίζανε το σίδερο, υφαίνανε, χτίζανε γιοφύρια, τραγουδούσανε τους καημούς του λαού, τις ιδέες των ανθρώπων που την κάνανε μεγάλη.
Σας μιλάω για τον μπαμπά που μας έμαθε να εκτιμάμε τις πραγματικές αξίες. Να εκτιμάμε όπως εκείνος, απεριόριστα, τους ανθρώπους που πήγαιναν τους άλλους ανθρώπους και τον πολιτισμό ένα σκαλοπάτι πιο πάνω και όχι αναγκαστικά τους διάσημους.
Σας μιλάω για εκείνον που όταν δεν με γράφανε στην πρώτη Δημοτικού επειδή είχα μακριά μαλλιά, κάθησε χλωμός σαν λεμόνι και άκουγε σιωπηλός, βράζοντας, τις προσβολές ενός ανεκδιήγητου Διευθυντή Δημοτικού, που του έλεγε με ύφος χιλίων καρδιναλίων, πως όσοι έχουνε μακριά μαλλιά είναι αλήτες - ο πατέρας είχε μακριά μαλλιά - πως είναι ύποπτοι για γυναικωτοί - δεν χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση - και πως ή θα με κούρευε γουλί ή δεν θα εγγραφόμουν ποτέ για να μάθω γράμματα και να γίνω άνθρωπος.
Ο πατέρας με πήρε και φύγαμε. Το απόγευμα με πήγε στον κουρέα και με κούρεψαν με την ψιλή. Όση ώρα με κούρευαν, ο φουκαράς έκλαιγε.
Ως γλόμπος ενεγράφην στην Α’ Δημοτικού. Ήμουνα πλέον ικανός να παρακολουθήσω και να κατανοήσω ανώτερες έννοιες, όπως το: «Έλα Έλλη. Να ένα τόπι», που πριν εμποδίζονταν να μπουν στο κεφάλι μου «λόγω βοστρύχων» όπως έλεγε ο πατέρας.
Αυτός ο μπαμπάς που υποχώρησε, σώπασε και δεν εξεγέρθηκε μπροστά στο υπέρτερο καλό, μπάς και μάθω γράμματα δηλαδή και γίνω από γομάρι άνθρωπος, που θυσίασε ότι πιο πολύτιμο είχε, την αξιοπρέπειά του για χάρη μου - να ένας λόγος που τον λάτρευα - ήταν ένας τολμηρός, ένας ανυπόταχτος άνθρωπος που έπαιρνε μέρος σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες. Πρωτοφακελώθηκε στην δικτατορία του Μεταξά γιατί είχε δώσει μαθητής ων, λεφτά σε έρανο για τους Δημοκρατικούς της Ισπανίας. Γνώρισε τα κρατητήρια πάλι επί Μεταξά γιατί πήρε το μέρος ενός κουλουροπώλη που έδερνε ένας αστυφύλακας. Η κατοχή τον βρήκε ναύτη. Η Ελλάδα κατέρρευσε, εκείνος αποστρατεύθηκε και δεν πρόλαβαν οι Γερμανοί να δούνε τι σημαίνει να τα βάζουν μ’ έναν Μποσταντζόγλου. Ήτανε στο Ε.Α.Μ., υπήρξε ένας από τα ιδρυτικά μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη, πάλαιψε για την Κύπρο, για την παιδεία και το 114, την αποστασία, αντιστάθηκε στη χούντα, στάθηκε αταλάντευτα στην αριστερή πλευρά της πολιτικής - ήτανε ένας μπαμπάς που δεν δεχότανε λογοκρισίες, που έλεγε πάντα τη γνώμη του στα ίσια τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στους συντρόφους του και που δεχότανε να πληρώσει το τίμημα. Όποιο κι αν ήτανε. Και στις εποχές αγριανθρώπων που έζησε, σας διαβεβαιώ πως το τίμημα ήτανε ιδιαίτερα ακριβό. Σήμαινε πως επιλέγεις συνειδητά την ανεργία, σήμαινε την φτώχεια, σήμαινε συνεχείς διώξεις από το επίσημο κράτος.
Σας μιλάω για έναν άνθρωπο που θαυμάζαμε στο σπίτι για όλα όσα ήτανε και δεν τολμούσαμε καν να του το πούμε, γιατί θα σήκωνε το φρύδι του ειρωνικά και μετά, θα μας αποδείκνυε με ακλόνητα - κατά τη γνώμη του επιχειρήματα - πως κάνουμε λάθος, πως δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο και υπάρχουν άλλοι πολύ καλύτεροι και καλό είναι να θαυμάζουμε εκείνους.
Σας μιλάω για έναν άνθρωπο που αγαπούσαμε και δεν τολμούσαμε να του δείξουμε πόσο. Αν μας άφηνε να του το δείξουμε, θα τον είχαμε συνέχεια αγκαλιά, θα τον νταντεύαμε, θα τον χαϊδολογούσαμε και δεν θα μπορούσε να δουλέψει για να βγάλει χρήματα να μας θρέψει. Άρα, καλώς κατά τη γνώμη του, δεν μας άφηνε.
Ο πατέρας ήτανε περίεργο πολυτάλαντο όν. Υπήρξε εργάτης υφαντουργείου, εικονογράφος, γελοιογράφος, διαφημιστής, στιχουργός, γλύπτης, ζωγράφος, έμπορος ειδών λαϊκής τέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Έβλεπε τον κόσμο με μαγικά γυαλιά. Ήτανε ο μάγος του απρόοπτου, του λογοπαίγνιου και της ανατροπής. Ένας άνθρωπος που γύριζε τα πάντα ανάποδα για να δει και την άλλη πλευρά.
Επειδή θέλω να τεκμηριώνω τα πράγματα, να τα ατσαλώνω κατά πως λέγανε οι παλιοί στο κόμμα και για να μη νομίζετε πως λέω λόγια του αέρα, ας δούμε παραδείγματα.
Σε ένα πίνακα που αφιέρωσε στη μάνα μας, η αφιέρωση λέει:
«Κυρία Μαρία, επί την ονομαστικήν σας εορτήν ....να χαίρεστε τον κύριο Μέντη».
Στην «Φαύστα» του, ανακαλύπτει το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού - που τόσα καλά μας έφερε - δέκα πέντε ολόκληρα χρόνια πριν το ανακαλύψει ο Μίλτον Φρίντμαν και το εφαρμόσουν ο Πινοσέτ, ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ. Οι πλούσιοι στη «Φαύστα» δεν πρέπει να φορολογούνται. Σε μια φανταστική χώρα ονόματι Κίνα, εκθειάζει το σύστημα στο οποίο:
«Οι πλούσιοι που ζουν εκεί πάντα απαλλαγούνται
Ουδείς, κανείς τους ενοχλεί και δεν φορολογούνται.
Φορολογούνται οι πτωχοί και μάλιστα βαρέως
με δυσβαστάκτους εισφοράς επί της ζαχαρέως».
Εκεί, σ’ αυτή τη φανταστική χώρα, οι φτωχοί θα προσπαθήσουνε με κάθε τρόπο να γίνουνε πλούσιοι. ...Για να μη φορολογούνται... Άρα, το κίνητρο για να επέλθει πρόοδος και το κράτος να ορθοποδήσει, είναι να τρελλάνουν τους φτωχούς στα χαράτσια!
Νομίζω πως ο κύριος Τσακαλώτος έχει μελετήσει τον μπαμπά μου.
Σε ένα σκίτσο του, ο Πειναλέων παιδεύεται γιατί πρέπει να λύσει ένα απλό πρόβλημα. Μισθωτός με δύο χιλιάδες που είναι αναγκασμένος να ξοδεύει περισσότερα από το εισόδημά του, όχι πως θα τα βγάλει πέρα... Όχι! Το ερώτημα είναι πότε θα πεθάνει. Ο Πειναλέων λέει στη μαμά του πως ο μισθωτός του προβλήματος θα πεθάνει Δεκέμβρη. Η μαμά Ελλάς βρίσκει λάθος το λογαριασμό. Θα πεθάνει νωρίτερα! Σας θυμίζουνε τίποτα όλα αυτά; Είναι από το μακρινό 1960 και είναι σαν χτεσινά.
Για να καταλάβετε καλύτερα με τι φοβερόν και τρομερόν θηρίον της αποκαλύψεως είχαμε να κάνουμε στο σπίτι μας, καθημερινά, ένα θηρίον που κατεδάφιζε με το πνεύμα του τα πάντα στο διάβα του, θα σας πω κάτι που προόριζε για νανούρισμα. Το νανούρισμα έχει τίτλο και το έκανε και σκίτσο. Αργότερα το έδωσε στον φίλο μας τον κύριο Βασίλη Δημητρίου που το μελοποίησε για τις ανάγκες του έργου ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΠΟΣΤ που σκηνοθέτησε ο κος Παπαγεωργίου.
Ο τίτλος του νανουρίσματος είναι:
O AΓΡΙΟΣ ΚΡΟΚΟΔΗΛΟΣ.
Ένα μωρόν ιθαγενής πηγαίνη στο ποτάμι
και ρίπτεται εις των νερών ένα λουτρόν να κάμη.
Πλένη τις αμασχάλες του κε πλένων το κορμί
κροκόδιλος προβάλη κε κολυμβά μορμή.
Σε λίγο πλησιάζει το λούζοντος πεδί
που πλένοντος το σώμα αφτόν δεν είχε δη.
Αφτός παραφυλάη κε προχωρή γερά
να μην τον διακρίνη στα βρώμικα νερά.
Ανοίγων τας μασέλας, γεναίως προχωρών
φθάνων εις ένα μέτρον, τον βλέπη το μωρόν.
Κροκόδειλε του λέγη, μόλις τον είχε δη,
πλενώμουν εις το ύδωρ, είμε καλό πεδί
κάμνω την προσευχή μου πριν φάγομεν λεφκόν
και έχω μια αδερφούλα, μικράν τριών ετών.
Το ζώον συγκινήτε και κλείνει την μασέλα
κε το πεδί αμέσως τον πάει στην κοπέλα.
Αφτή του λέγει είναι διορθόνων το βρακί του
Κι όρμησεν ο κορκόδηλος κι έφαγε την αδερφή του.
Το γιατί ούτε εγώ, ούτε ο αδερφός μου γίναμε σατανιστές με τέτοια νανουρίσματα, μυστηριώδες παραμένει.
Ο μπαμπάς ήτανε άσχετος με τα πρακτικά θέματα του κόσμου ετούτου. Κάποτε, θέλησε να ξεκουράσει τη μάνα και είπε να της μαγειρέψει μακαρόνια. Έβαλε τα μακαρόνια στην κατσαρόλα με νερό και περίμενε υπομονετικά να γίνουν από μόνα τους. Χωρίς φωτιά. Ούτε με τα αυγά τα πήγαινε καλύτερα. Τα τηγάνιζε με τα τσόφλια. Αν περιμέναμε να αποδώσει ως μάγειρος θα πεθαίναμε από πείνα. Πάντως είχε καλή θέληση και μας νοιαζόταν. Αυτό μετράει.
Αν δεν υπήρχε η μαμά να τον ταΐζει θα ξέχναγε να φάει. Αν δεν τον έντυνε, θα κυκλοφορούσε με προβιά σαν τον Ηρακλή, κουβαλώντας ένα ρόπαλο. Το μόνο που τον ενδιέφερε πραγματικά, ήτανε να έχει άφθονα χαρτιά για να σκιτσάρει και να γράφει, χρώματα για να ζωγραφίζει, βιβλία για να μελετάει και κάποιον να τον προσέχει μπας και ασχοληθεί με τα ηλεκτρολογικά του σπιτιού. Α! Ήθελε και λεφτά για να αγοράζει αντίκες. Άλλωστε όπως μας έλεγε βαρύγδουπα:
«Την δόξαν πολλοί εμίσησαν. Τον Πλούτων ουδείς».
Για να μας αποδείξει μάλιστα πως όλοι ζητάνε εκείνο που δεν έχουνε, στην δική του περίπτωση αντίκες, μας έλεγε κάτι που ο ίδιος - μάλλον λανθασμένα - απέδιδε στον Πικάσο.
«Όταν μαζεύονται πέντε εφοπλιστές, μιλάνε για τέχνη. Όταν μαζεύονται πέντε καλλιτέχνες, μιλάνε για λεφτά».
Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε φυσικά το πόσο τετράγωνη ήταν η λογική του. Όταν κάποτε ακρίβηναν οι φακές, ήξερε αμέσως το γιατί. Ο σίδηρος στα διεθνή χρηματιστήρια είχε ανέβει. Οι φακές περιέχουν σίδηρο. Άρα μοιραία ήταν η άνοδος της τιμής.
Ο πατέρας διέθετε έμφυτη παιδική αθωότητα. Ήτανε ένα τεράστιο σοφό μωρό. Τον θυμάμαι στο Ηρώδειο στην πρεμιέρα του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Τον βάσταγε αγκαζέ η μάνα και βαδίζανε στην είσοδο. Το θέατρο ήτανε κατάμεστο. Είχε πεντέμιση χιλιάδες θεατές. Είδε όλο το κοινό να σηκώνεται όρθιο και να χειροκροτεί.
«Θα ήρθε κανένας υπουργός» γύρισε και είπε στη μάνα.
«Εσένα χειροκροτούν» του είπε εκείνη.
Πιάστηκε ανέτοιμος. Έγινε σαν παντζάρι. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Δεν είχε περάσει ποτέ μα ποτέ από το μυαλό αυτουνού του κατά τα άλλα εύστροφου και ιδιοφυούς ανθρώπου, πως ο κόσμος τον ήξερε, τον θαύμαζε και τον αγαπούσε. Πως τον τιμούσε. Κι ας είχανε γράψει τότε πως ήτανε ο «νέος Αριστοφάνης». Όταν του είχα δείξει την εφημερίδα, το σχόλιό του ήτανε κάτι που πιστεύω πως θα θαύμαζε ακόμα και ένας αρχαίος Σπαρτιάτης:
«Ο Αριστοφάνης δεν ζωγράφιζε», μου είπε απαξιωτικά.
Εννοούσε πως αυτός είναι ζωγράφος και είναι βλακώδες να τον συγκρίνω με τον Αριστοφάνη.
Πάρα κάτω, στο ίδιο άρθρο, έγραφε πως ήτανε «νέος Θεόφιλος».
«Ο Θεόφιλος ζωγράφιζε όμως» του είπα εγώ, δείχνοντάς του το και θεωρώντας πως τον αποστόμωνα.
«Ο Θεόφιλος δεν έγραφε θεατρικά έργα» μου είπε κοιτάζοντάς με αθώα.
Εννοώντας πως αυτός γράφει θέατρο και δεν είναι ζωγράφος εφάμιλλος του Θεόφιλου.
«Οι δημοσιογράφοι γράφουν ότι τους κατέβει».
Εκεί, τελείωσε τη συζήτηση.
Σας μιλάω για τον μπαμπά μου και λιγάκι για το πως σκεφτότανε. Δεν σας μιλάω για τον καλλιτέχνη. Αυτό άφησα να το κάνουν άλλοι, αν και ο ίδιος δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τους κριτικούς και τους αναλυτές του έργου του. Έλεγε πως:
«Mόνο ένας που κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά με εσένα μπορεί να σε κρίνει σωστά».
«Εγώ» έλεγε, «Ποτέ δεν έχω κρίνει τη δουλειά ενός χειρούργου».
Όταν διάβαζε μια κριτική για κάτι δικό του που έπαιρνε προεκτάσεις που ο ίδιος δεν είχε επιδιώξει, με ρώταγε δήθεν απορημένα και δηλητηριωδώς ειρωνικά:
«Εγώ τα σκέφτηκα όλα αυτά; Μπράβο μου!»
Για τον πατέρα, εκείνο που μέτραγε ήταν αν ένα έργο μίλαγε στην καρδιά σου. Το αίσθημα που σου αφήνει κάποιο πράγμα. Στην κλίμακα αξιών του υπήρχανε μόνο τρία σκαλοπάτια. Αυτό που έκρινε ή ήτανε καλό ή ήτανε κακό ή ήτανε μέτριο. Όλα τα άλλα, ήταν εκ του περισσού. Παρ’ όλη την αυστηρότητά του, δεν έλεγε κακή κουβέντα για κάποιον ή κάτι που δεν του άρεσε ιδιαίτερα. Σε όλους έβρισκε κάτι καλό για να τους επαινέσει.
«Για να γίνει οτιδήποτε» μου έλεγε: «Πρέπει να κοπιάσεις. Αυτός προσπάθησε. Άρα, δικαιούται μια καλή κουβέντα».
Οι μόνοι που δεν άντεχε να πει μια καλή κουβέντα γι’ αυτούς, ήτανε διαχρονικά, οι εκάστοτε κυβερνήτες αυτής της έρημης ρημαγμένης χώρας. Αυτούς βάραγε χάμω σαν χταπόδια. Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, δεν του δίνω κανένα άδικο. Θα είχε άδικο, αν σήμερα είχαμε καλύτερους πολιτικούς, καλύτερη παιδεία, αν είχαμε καλύτερη υγεία και πρόνοια, είχαμε ασφάλεια και ειρήνη - χωρίς κατ’ ευφημισμόν προστάτες του πολίτη - είχαμε χρήματα για τον πολιτισμό, δεν είχαμε την Ανεργίτσα και τον Πειναλέοντα μέσα σε όλα σχεδόν τα σπίτια των Ελλήνων. Aν δεν είχαμε σκάνδαλα, δεν είχαμε τρόϊκα - τι κομψή έκφραση για να μακιγιάρει και να ωραιοποιήσει τα ξεπουλήματα, την καταστροφή και την οικονομική κατοχή - και αν τα καλύτερα μυαλά μας δεν πήγαιναν μετανάστες. Τότε ναι! Θα έλεγα πως είχε άδικο. Δυστυχώς για όλους μας, είχε δίκαιο.
Θα σας πω κάτι ακόμα που θυμάμαι και δείχνει τον χαρακτήρα του. Ήταν όταν του γνώρισα την μέλλουσα γυναίκα μου. Την είχα προετοιμάσει πως είναι λίγο άγριος στην όψη, πως σπάνια χαμογελούσε και να μην δώσει σημασία. Ο πατέρας ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, ταλαιπωρημένος και σε χειρότερα κέφια απ’ ότι συνήθως. Εκείνη τον πλησίασε τρέμοντας. Ο πατέρας σηκώθηκε, πήρε τα χέρια της στα δικά του, τα φίλησε και της είπε: «σ’ ευχαριστώ που κάνεις ευτυχισμένο τον γυιό μου». Αυτή έλειωσε. Κι αυτό μονάχα να θυμόμουνα από εκείνον, θα αρκούσε να τον λατρεύω.
Κάθε μέρα που περνάει μου λείπει. Μου λείπει αφάνταστα και αυτός και η ανθρωπιά του. Μου λείπει το αρνάκι μου.
Σας μιλάω τόση ώρα για τον μπαμπά που λείπει. Που με άφησε ορφανό εδώ και εικοσιτρία χρόνια, να μιλάω για εκείνον και για λίγα από εκείνα που θυμάμαι.
Ελπίζω πως δεν προσπάθησε αυτός ο θυμόσοφος Ανατολίτης, το alter ego του Νασρεντίν Χότζα που είχα πατέρα, επί ματαίω, να μας ξυπνήσει μέσα από τα σκίτσα του. Μέσα από τα γραφτά του που τα ζαχάρωνε με αστεία γιατί μιλούσαν για τραγικά πράγματα. Ελπίζω πως κάτι μπορεί να μάθει ο καθένας από τη στάση του και την οπτική του απέναντι στη ζωή και τις δυσκολίες της. Και πως κάποια στιγμή, αυτά που ονειρεύτηκε για μια καλύτερη Ελλάδα, με καλύτερους ανθρώπους, θα βρούνε - ίσως και μέσα από εσάς τους ίδιους - τη δικαίωσή τους.
Ευχαριστώ για την υπομονή σας

Όταν σήκωσα τα μάτια από το γραφτό μου, στο σπίτι ήταν απόλυτη ησυχία. Η γυναίκα μου είναι σε κωματώδη κατάσταση. Αν δεν συνέλθει τις επόμενες τρεις μέρες θα ανησυχήσω. Μάλλον κάτι θα έφαγε πριν έρθω που την πείραξε. Η κόρη μου θέλει να της ανοίξω την μπαλκονόπορτα να σκαρφαλώσει στο κάγκελο και να βουτήξει στο κενό. Εγώ πάλι νομίζω πως τους τα διάβασα όμορφα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: