..............................................................
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ, Ο ΤΙΜΗΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΓΕΙΑΣ ΖΩΗΣ
έγραψε ο Θωμάς Κοροβίνης ("Εντευκτήριο", τ. 84, Ιαν. -Μαρτ. 2009)
Διατρέχω το corpus των ποιημάτων του ποιητή Γιώργου Χρονά σχολιάζοντας κάποια, κατά την κρίση μου, δυνατά ελπίζω, σημεία.
Κάνω στάση σε ποιητικές φωτογραφίες στιγμιαίες αμέριμνων παιδιών που παίζουν στις φτωχογειτονιές του Περάματος με φόντο τη Σαλαμίνα. Ανάμεσά τους, σαν σφήνα στο μίζερο παρόν, απροσδόκητα εισβάλλουν σπαράγματα της εποποιίας των κλασικών χρόνων : ελληνικά αγάλματα, ο Ευριπίδης και ο Αλκιβιάδης. Ρωμαϊκά αγάλματα, ο Σενέκας και ο Νέρων -και προπαντός ο Αδριανός με τους ευνοουμένους του-. Ήρωες από την εθνεγερσία, ο Καραϊσκάκης και ο Διάκος. Ήρωες του κυπριακού μαρτυρολογίου, σαν τον Αυξεντίου. Τυραννισμένες πολιτείες του βαλκανικού και του ανατολικού κόσμου, καθαγιασμένες από τα μαρτύρια των κατοίκων τους : Ζάγκρεμπ, Μπαγκλαντές, Βηρυτός, Ρουάντα. Μνήμες από ταξιδιωτικές αποδράσεις σε πόλεις της ελληνικής επαρχίας : Αλεξανδρούπολη, Καλαμάτα, Μεσολόγγι. Πολυάνθρωπες πόλεις-σύμβολα της Δύσης : Νέα Υόρκη, Σικάγο, Βερολίνο. Φιγούρες υπέρλαμπρων άστρων, όπως ο Μπράντο, ο Τζέημς Ντην, η Μονρόε. Λυγερά ναυτάκια του Τσαρούχη. Σπαθάτοι χορευτές των φλαμένκος. Παιδαράδες του λαού σε καθαρόαιμα απογειωτικά ζεϊμπέκικα. Τρόφιμοι της πλατείας Ομονοίας και των πέριξ. Θαμώνες των σινεμά πορνό. Γυναίκες που εργάζονται σε χαμαιτυπεία. Όλα αυτά και πολλά άλλα πρόσωπα, τοπία και σταθμοί αποτελούν την βάση της προσωπικής μυθολογίας και της ανθρωπογεωγραφίας του ποιητή και συνδιαμορφώνουν τον ποιητικό του κόσμο. Πρόσωπα, γεγονότα και περιοχές παρμένες από το διαχρονικό σώμα της ιστορίας και της μυθολογίας κι άλλα τόσα, ίσως και περισσότερα, πλάσματα της φαντασίας του, που δημιουργούν ένα καινούριο μύθο, μιαν ιδιότυπη, νέα, προσωπικής επινόησης ιστορία. Ο πόνος των ανθρώπων, η ανάγκη για ουσιαστική επικοινωνία, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι, η ανθρώπινη ματαιότητα, ο θρήνος και το πένθος για την απώλεια, η υπαρξιακή αγωνία, ο τρόμος μέχρι τα άκρα, συναλλάσσονται μεταξύ τους και ενισχύουν την δραματικότητά τους τοποθετημένα σαν σουρεαλιστικές πινελιές πάνω σ’ ένα τοπίου θανάτου.
ΖΕΙ
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Ρώτησε η γοργόνα το ναύτη
Κι εκείνος που ’δενε τα σχοινιά
ψηλά στα κατάρτια φώναξε :
-Ζει!
Ζούσε δε ζούσε, δεν ήξερε
Μα ήταν ναύτης μόνος στη θάλασσα
και τα σκοινιά ήταν γεμάτα αλάτι
και φυσούσε πολύ.
Εικόνες σπαρακτικής ζωής. Περιπτώσεις ανθρώπων τσακισμένων απ’ την φθορά του χρόνου, απ’ τα στραπάτσα της αναδουλειάς και της αρρώστιας, απ’ την ψυχική διαφθορά, απ’ την ερωτική πολυχρησία του κορμιού, από την ασυδοσία των ποικίλων προαγωγών, απ’ την καταλήστευση της ψυχής, όλοι τους μαγκωμένοι, αρπαγμένοι από ένα προσωρινό πλάνο, το οποίο μοιάζει παντοτινό, γιατί πασχίζει να αιχμαλωτίσει τον στιγμιαίο χρόνο και να ακυρώσει τον παρελθόντα και τον μέλλοντα.
Ο Χρονάς σε κάθε νυχτερινή ιχνηλασία καταγράφει τα άγραφα, ξεσαβουριάζει τη νύχτα από την σοβαροφανή, επίσημη ενδυμασία της και αναδεικνύει τα αστείρευτα ερωτικά και κοινωνικά ράκη της, βγάζει στο φως ό,τι πετάει με περιφρόνηση η ζωή της μέρας στα σκουπίδια, ό, τι, δηλαδή, ανήκει στην περιοχή της προσωπικής του μυθολογίας.
Βάλτε σε παλιό πικ απ για ακρόαση τη φωνή του Γιώργου στον «Αναιδή θρίαμβο». Με τη συνοδεία των πλήκτρων και της μουσικής του μαέστρου Τάσου Καρακατσάνη. Ακούστε τον να απαγγέλλει «Το Πέραμα». Ή, «Σαν σήμερα κηδεύαμε την Τερέζα». Να διαβάζει σπαράγματα από «Τα μαύρα τακούνια». Μέσα σε μαστιγωτικό, διαβρωτικό σιγανοψιχάλισμα, σαν αργό, σατραπικό κινέζικο μαρτύριο. Μια ατμόσφαιρα ατέρμονης αγωνίας και συντριβής χωρίς έλεος. Τα ποιήματα του Χρονά είναι αλύτρωτα. Εννοώ οι ήρωές του.
Αυτές οι γυναίκες που περπατούν μέσα στο πυκνό πούσι σαν φαντάσματα, ή αγαλματώνονται σε καθίσματα, την ώρα που πίνουν καφέ ή σε ορθοστασία, την ώρα που σιδερώνουν. Με τα πράσινα κομπινεζόν και τα μαύρα πανωφόρια. Παροπλισμένες. Πανικόβλητες, κυνηγημένα θηράματα μες στο σκοτάδι. Με τις κατάμαυρες γόβες που οι οπλές τους αφήνουν στάμπες στην ψυχή των περαστικών.
Με μαύρα παλτά και με ψηλά τακούνια
που πάνε θεέ μου
αυτές οι γυναίκες μέσα στη νύχτα
δεν ξέρουνε σ’ αυτές τις μάντρες
κρύβονται μηχανουργεία
ηλεκτρολόγοι και οξυγονοκολλητές
Γυναίκες πνιγμένες απ’ τα πάθη τους, ανολοκλήρωτες, που κάποτε καταφεύγουν σε παράτολμες δοξασίες :
Πολύ ελπίζουν τώρα οι γυναίκες
στους άντρες που πλαγιάζουν απόψε
μ’ άλλους άντρες
Οι ήρωες του Χρονά είναι αλύτρωτοι. Όπως κι ο ίδιος. Για να ανακουφιστεί φτιάχνει στίχους αφορισμού, όταν, για παράδειγμα, κατέχεται από οιδιπόδειο οίστρο :
Κηδεύω τη μητέρα μου
όπως οι άντρες
κηδεύουν τις γυναίκες τους
Τα δρώμενα τελούνται συνήθως στο βαθύ, αμείλικτο σκοτάδι. Βαλσαμωμένες κινήσεις ή ακινησίες μέσα σε μιαν ιδιόμορφη φορμόλη. Περιμένοντας από κάτι να ζωντανέψουν. Κάπου-κάπου χτυπά και πάλι ο Καβάφης την πόρτα. Ενίοτε ερωτικός. Κυρίως διδακτικός :
ΑΦΗ Ή ΣΚΟΤΆΔΙ
Ξόδεψε τη ζωή του
σε δρόμους και στενά
σε σκοτεινά σοκάκια.
Τώρα οι σάλπιγγες
γι’ αυτόν ηχούν.
Τα λεωφορεία αφήνουν χώρο
να περάσει.
Κοιτάχτε τον,
ψάχνει τόπο σαν τα σκυλιά
να ξαποστάσει.
Κοιτάχτε τον,
ψάχνει μνήμα να μπει μέσα.
Κάτω απ’ τα ποιήματα του Χρονά, μισοκρυμμένα, ακούγονται απεγνωσμένα όμως αγέρωχα και αδιάβροχα ρεμπέτικα. «Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος που αγάπη δε γνωρίζει» του Τούντα, «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια» του Μπαγιαντέρα, «Αντιλαλούνε τα βουνά» του Τσιτσάνη. Καθώς ο λόγος του ποιητή ερωτοτροπεί ανοιχτά με την πρόκληση του θανάτου ακούγεται η φωνή του Γιώργου Σαραντάρη :
«Ο θάνατος δεν γοητεύει,
μάλλον θέλγει»
Ακούγονται σιγανά πατήματα του Παζολίνι, που θα τον οδηγήσουν στο καλοσχεδιασμένο φονικό της Όστιας. Τραγούδια σπαρακτικού λυρισμού σαν του Λόρκα, καθώς παίζει πιάνο ο ίδιος, τραγουδισμένα απ’ τη φωνή της Αργεντινίτα. Ακούγονται ψιθυριστά «Τα τείχη» του Καβάφη απ’ τον ίδιο τον Μεγάλο Αλεξανδρινό και Κωνσταντινουπολίτη. Ακούγεται ο Όσκαρ Ουάιλντ να διαβάζει μέσα απ’ το κελί του την «Μπαλάντα της φυλακής»:
Δεν ξέρω αν οι νόμοι είναι δίκαιοι.
Κι ούτε που ξέρω αν αδικούνε.
Αυτό που ξέρουν μόνο οι κατάδικοι
Είν’ τα ψηλά ντουβάρια όπου τους κλειούνε
Η ποίηση του Χρονά είναι μια διηνεκής συνομιλία με κόσμους υπόγειους : με τον κόσμο της φυλακής, τον κόσμο των κλοσάρ, τον κόσμο των τρελών, τον κόσμο των ερωτικά απεγνωσμένων, μια συνομιλία με τον κάτω κόσμο, μια αγωνιώδης προετοιμασία για το επέκεινα.
Σχεδόν εκατό ποιήματα του Χρονά έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Έχω ακούσει πολλές φορές την εξαιρετική ερμηνεύτρια Λιζέτα Καλημέρη να τραγουδάει ένα ποίημα του Χρονά : «Ήτανε αέρας». Το μελοποίησε ο συνθέτης Γιώργος Καζαντζής. Και απορώ πως κατάφερε να κάνει τραγούδι ένα τόσο δύστροπο στιχούργημα. Θέλω να πω γενικεύοντας πως τα ποιήματα του ποιητή μας είναι απελπιστικά δύσκολο να γίνουν τραγούδια. Ακόμη κι εκείνα τα ελάχιστα που μοιάζουν να διαθέτουν κάποια τονικότητα, κάποια μέτρα, που θα ευνοούσαν την μελοποίησή τους. Θυμάμαι αχνά τραγουδισμένο πολύ υποβλητικά από την αθάνατη Βίκυ Μοσχολιού, -δεν το τραγουδάει, το αφηγείται τραγουδιστά- την «Αλεξάνδρεια», ένα άλλο ποίημά του, που λίγοι θα τολμούσαν να το κάνουν τραγούδι.
Τα χαράματα έφυγαν για την Αλεξάνδρεια
ο Αντίνοος
ο Νίκος
ο Ίβυκος
ο Καραϊσκάκης
ο χορευτής του Σαίντ Ιλαίρ
η Σωτηρία Μπέλλου
ο Χριστός
η Μαίριλυν Μονρόε
ο Γρηγόρης Αυξεντίου
και
ο κιθαριστής των φλαμένκος
Όλοι εκείνοι οι άξιοι ποιητές της «γενιάς του’ 70», είτε ο Χρονάς, είτε ο Πούλιος, είτε ο Κοντός, είτε η Λαϊνά, είτε η Αγγελάκη-Ρουκ, (αναφέρω ενδεικτικά κάποια ονόματα), ποιητές που αρνήθηκαν εντελώς την παραδοσιακή φόρμα, παρουσιάζουν παρόμοια δυσκολία στην μελοποίηση των ποιημάτων τους.
Ούτε οι γνώσεις μου, ούτε οι αναγνώσεις μου αρκούν για να ανιχνεύσω με ακρίβεια τις άμεσες επιρροές του Χρονά από προγενέστερους ή συγχρόνους του ξένους ποιητές. Ξέρω ότι έχει μελετήσει πολλή ποίηση. Και νιώθω κάποια ποιήματά του να έχουν κάτι απ’ την ατμόσφαιρα του Γκίνσμπεργκ ή του Παζολίνι. Πάντως από τους Έλληνες δε βρίσκω ιδιαίτερες επιδράσεις. Αν εξαιρέσω λίγο τον Καβάφη, τον Λαπαθιώτη, τον Σεφέρη και τον Χριστιανόπουλο. Ούτε με τους συγκαιρινούς του βρίσκω πολλές συγγένειες. Κι απ’ αυτή την πλευρά μου φαίνεται αρκετά πρωτότυπος. Αλλά και απόμακρος. Τα ποιήματά του, όταν είναι μεγάλα, μοιάζουν με μακρές ποιητικές αφηγήσεις και τα σύντομα, είναι σαν εύστοχες ατμοσφαιρικές ταινίες μικρομηκάδων.
Ο Χρονάς είναι τιμητής της υπόγειας, της χαμηλής ζωής. Αρνείται τις λαμέ φιγούρες, τα αστραφτερά μπιζού, που αγοράστηκαν πανάκριβα. Μοναχοπεριπατητής, με το βλέμμα προς τα κάτω, -όμως ένα πεπειραμένο και ψυλλιασμένο βλέμμα-, συνομιλεί με αποσυνάγωγους, απορριμένους και σακάτηδες. Σκύβει ευλαβικά και μαζεύει απ’ την άκρη του καλντεριμιού ό,τι αρνείται η ψεύτικη χλιδή των ανυποψίαστων. Μυημένος σε μιαν αόρατη αίρεση, εκεί που τον έφεραν τα βήματα της παράδοξης οδοιπορίας του, γονατίζει μπροστά σε μια ξεχαρβαλωμένη καρφίτσα ή έναν τσαλαπατημένο σταυρουδάκι. Ακούει τις εξομολογήσεις των απολωλότων. Αφουγκράζεται τις προσευχές των ισοβιτών. Προσκυνάει τα σαράκια των παριών. Μετουσιώνει τα ματαιωμένα μηνύματα, τους ανεπίδοτους έρωτες, τα ανεκπλήρωτα πάθη. Αυτή είναι η σοδειά του, το μπερεκέτι του. Διαλέγει κάποια απ’ αυτά και τα φυλάει στην ψυχή του και στην αποθήκη της μνήμης του. Κάποτε τα κάνει ποιήματα. Και μας τα κάνει δώρο. Αυτό είναι το ταπεινό του μεγαλείο.
"Εντευκτήριο", τ. 84, Ιαν. -Μαρτ. 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου