Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

"Ο «Οδυσσέας» («Ulysses») του Τζέημς Τζόυς. Μια Πανοραμική Θέαση" έγραψε ο Ελευθέριος Ανευλαβής (http://www.oanagnostis.gr)

.............................................................
 



·       Ο «Οδυσσέας» («Ulysses») του Τζέημς Τζόυς. Μια Πανοραμική Θέαση


 
James Joyce 1882 - 1941


                                                έγραψε ο Ελευθέριος Ανευλαβής

Βρώμικο, βλάσφημο, άσεμνο και τελικά αδιάβαστο έχει χαρακτηρισθεί το βιβλίο του Τζόυς Ulysses (Οδυσσέας)[1] από πολλούς κριτικούς και αναγνώστες. Ορισμένοι θεωρούν τον Οδυσσέα εγχειρίδιο τεχνικής ή δοκίμιο (αντί)φιλοσοφικό  ή (αντί)πατριωτικό ή (αντί)εκκλησιαστικό. «Εάν ο Οδυσσέας δεν αξίζει να διαβαστεί τότε η ζωή δεν αξίζει να την ζει κανείς» απαντά ο Τζόυς, για το νεωτερικό  δημιούργημά του.
«Είναι ένα βιβλίο στο οποίο όλοι μας χρωστάμε και από το οποίο κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει»[2] γράφει ο Τόμας Έλιοτ.  Ένα βιβλίο που έφερε επανάσταση στη λογοτεχνία. Ένα έργο, όπου ο λυρισμός και η χυδαιότητα φθάνουν στα άκρα, συνθέτοντας ένα Απολλώνιο και Διονυσιακό αμάλγαμα.
Ο Οδυσσέας του Τζόυς,  έχει τα χαρακτηριστικά ενός νεωτερικού μυθιστορήματος στο οποίο, σύμφωνα με την Βιρτζίνια Γούλφ,[3] «καμία μέθοδος γραψίματος κανένας λογοτεχνικός πειραματισμός δεν απαγορεύεται. Το μόνο που απαγορεύεται είναι η δολιότητα και η υποκρισία.  Σε ένα τέτοιο έργο οτιδήποτε είναι κατάλληλο υλικό. Κάθε αίσθημα, κάθε σκέψη, εφόσον έχει πνεύμα και ζωή μέσα της. Μια συνηθισμένη σκέψη σε μια συνηθισμένη μέρα της ζωής μας.»
Ο Τζόυς, στον Οδυσσέα, καταγράφει τις σκέψεις και τις πράξεις πραγματικών ανθρώπων, ακόμη και τις πιο αισχρές και άσεμνες. Η σεξουαλικότητα της Τζοϋσικής Πηνελόπης, της Μόλλυ Μπλουμ, στο τελευταίο κεφάλαιο και οι σαδομαζοχιστικές «παραισθήσεις» του Μπλουμ στο κεφάλαιο της Κίρκης, καθώς και ο αυνανισμός του στο κεφάλαιο της Ναυσικάς είναι μερικά παραδείγματα, αλλά όχι τα μόνα.
Στον Οδυσσέα, ο Τζόυς επιστρέφει στο ομηρικό έπος της Οδύσσειας και αποδομεί τον Έλληνα ήρωα, τον πολύτροπο Οδυσσέα, σε μια παρωδία «περιπλανώμενου Ιουδαίου». Στη θέση του ελληνικού στωικισμού και της ρώμης του ομηρικού Οδυσσέα, ο Τζόυς τοποθετεί έναν μοντέρνο «ήρωα», τον Τζοϋσικό Οδυσσέα-Μπλουμ, που τον χαρακτηρίζουν ταπεινές ανθρώπινες δραστηριότητες και βίτσια: λαιμαργία, αφόδευση, ούρηση,  αυνανισμός, μπανιστήρι,  σαδομαζοχισμός, κοπροφιλία.
Αν και ο Μπλουμ είναι ο μείζων πρωταγωνιστής του έργου, σημαντικό μέρος στον Οδυσσέα αφιερώνεται στο Στέφανο Δαίδαλο. Μέσω του Στέφανου, πρωταγωνιστή των δύο προηγουμένων έργων του Τζόυς: Stephen Hero (Στήβεν ο Ήρωας)[4] και Portrait of the Artist as a Young Man (Το Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία),[5] ο Τζόυς συζητά και αναλύει τα αμφιλεγόμενα θρησκευτικά και πολιτικά θέματα που κυριαρχούν στο έργο του και στην Ιρλανδία της εποχής του.
Περιγράφει το Δουβλίνο και τους Δουβλινέζους ως το μισό-συνένοχα θύματα της Βρετανικής επιθετικότητας και της καταπίεσης της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Η δομή της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, διευκόλυνε την διαφθορά και συνέβαλλε στην αλλοτρίωση και στo σάπισμα της ανθρώπινης ψυχής, ενώ διεκήρυττε την εξύψωσή της. Ταυτοχρόνως, η Βρετανική κατοχή ταπείνωνε τους Ιρλανδούς πατριώτες και η στρατιωτική παρουσία των Βρετανών ήταν ένα από τα κύρια εμπόδια στο δρόμο προς την Αυτοδιάθεση της Ιρλανδίας (Home Rule).
Παρόλη την αντιπάθεια του για τη βρετανική αποικιακή πολιτική, ο Τζόυς επικρίνει τον φανατισμό του Ιρλανδικού εθνικισμού. Οι εθνικιστές και οι ζηλωτές, στον Οδυσσέα του, είναι γελωτοποιοί, μεθύστακες ή απατεώνες. Η εθνικιστική τους επιχειρηματολογία εξαντλείται στον μισογυνισμό και αντισημιτισμό. Παράλληλα σατιρίζει την εκστρατεία για αναγέννηση της καθαρής Ιρλανδικής γλώσσας, γράφοντας ένα έργο, τον Οδυσσέα, στην αγγλική γλώσσα και χαρίζοντας στην Ιρλανδία ένα έπος.
Με το βλέμμα του Οδυσσέα, το Δουβλίνο, στις 16 Ιουνίου του 1904, γίνεται  το σύμπαν των ανθρώπων, της ιστορίας, της θρησκείας, του πατριωτισμού, της λαγνείας, της προδοσίας. Σχεδόν κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας, σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις ρέουν, με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, στο ρεύμα του υποσυνείδητου και εκβράζονται στην επιφάνεια, περιγράφοντας την πραγματική ζωή της πόλης και των ανθρώπων της, σε μια ημέρα κοινή, όπως όλες οι άλλες.
Όχι, όμως, τόσο κοινή για τον Τζόυς. Η Παρασκευή,  16 Ιουνίου του 1904, είναι η ημέρα που ο Τζόυς είχε το πρώτο του ερωτικό ραντεβού με τη Νόρα Μπάρνακλ, μια καμαριέρα σε ξενοδοχείο στο Δουβλίνο, με την οποία συζούσε σχεδόν 30 χρόνια, πριν να την παντρευτεί.
Το μήνυμα του Οδυσσέα, γιατί, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα και πέραν πάσης αμφιβολίας, υπάρχει μήνυμα στον Οδυσσέα. Και είναι απλό, κοινότοπο, αλλά καλά κρυμμένο και κωδικοποιημένο μέσα στις πράξεις και στα λόγια των ανθρώπων, στις μύχιες σκέψεις τους, στα κίνητρά τους. Είναι ο «μέσα» άνθρωπος, έξω από τις συμβάσεις και σκοπιμότητες του καθημερινού «κανονικού» ανθρώπου.
Οδυσσέας : Είναι ο «μέσα» άνθρωπος, έξω από τις συμβάσεις και σκοπιμότητες του καθημερινού «κανονικού» ανθρώπου
Ένας κόσμος κρυμμένος που φανερώνεται σε όλη του τη μικρότητα και όλο του  το μεγαλείο, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» (Οδυσσέας Ελύτης), διηγημένος με τις παραμικρές λεπτομέρειες της ζωώδους φύσης των ανθρωπίνων σωματικών λειτουργιών.  Ένας κόσμος ρυπαρός και ταραγμένος και σε σύγχυση, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εκφυλισμού, που ποτίζει το αλκοόλ και επιβάλλει η δεσπόζουσα θρησκευτικότητα και υποκρισία της καθολικής εκκλησίας, στο Δουβλίνο και στην Ιρλανδία ολόκληρη του 1904. Ο Οδυσσέας, δεν δείχνει καμιά ευλάβεια για την οργανωμένη θρησκεία, για τη συμβατική ηθικότητα, για το καθιερωμένο λογοτεχνικό στυλ και φόρμα. Δεν υπακούει σε κανέναν. Δεν κλίνει το γόνυ, ούτε στον Θεό, ούτε στον άνθρωπο.
Για να δείξει αυτόν τον κόσμο, ο Τζόυς, περιφρονεί τη «νόρμα» της συνηθισμένης λογοτεχνικής γραφής. Τη γραμμική αλληλουχία ιδεών, καταστάσεων, γεγονότων, μέσα στην πρόταση, στη φράση, στην παράγραφο, που καθιστούν, εύκολα κατανοητό ένα λογοτεχνικό κείμενο, στον αναγνώστη. Η αλληλουχία του χρόνου, η γραμμική ή αλληλοδιάδοχη διευθέτηση των γεγονότων στον χρόνο, όπως συμβαίνει στην παραδοσιακή πλοκή των μυθιστορημάτων, είναι κατακερματισμένη, στον Οδυσσέα.  Ο χρόνος είναι ασυνεχής.  Τα γεγονότα συμβαίνουν και καταγράφονται όπως συμβαίνουν, χωρίς διάταξη και αλληλουχία, καθώς η σκέψη πηδάει από το ένα στο άλλο κάνοντας άλματα στον χρόνο. Η παρατήρηση ενός αντικειμένου ή συμβάντος προκαλεί σκέψεις που οδηγούν στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον, κομματιάζοντας τη χρονική συνέχεια. Το βέλος του χρόνου δεν έχει μονόδρομη πορεία προς το μέλλον. Πορεύεται σε δρόμο διπλής κατεύθυνσης. Πηγαίνει μπρος-πίσω και ανακατεύει παρελθόν με μέλλον. Το παρελθόν γίνεται παλερθόν, πάλι ελθόν.
Για να το κάνει αυτό, χρησιμοποιεί την τεχνική του «ρεύματος της συνείδησης (Stream of consciousness)», του εσωτερικού μονόλογου, που για πρώτη φορά περιέγραψε ο φιλόσοφος και ψυχολόγος Γουίλλιαμ Τζέημς[6]: «Η συνείδηση, η σκέψη, δεν εμφανίζεται σε κομμάτια… Δεν είναι κάτι συναρμοσμένο. Ρέει. Είναι ένα “ποτάμι” ή «ρεύμα” της σκέψης, η της υποκειμενικής εσωτερικής ζωής.»[7]
Η σκέψη, στον  Οδυσσέα, υποδέχεται και δημιουργεί μυριάδες εντυπώσεις, ασήμαντες, φανταστικές, φευγαλέες οι οποίες «καρφώνονται» πάνω της με σαφήνεια. Προέρχονται από οτιδήποτε και αποτελούνται από αναρίθμητες ψηφίδες, που σχηματίζουν το ψηφιδωτό της σκέψης, μιας μέρας. Της Πέμπτης, 16 Ιουνίου 1904. Αυτήν την ημέρα και με αυτόν τρόπο περιγράφει ο Τζόυς στο Οδυσσέα του.
«Η συνείδηση, η σκέψη, δεν εμφανίζεται σε κομμάτια… Δεν είναι κάτι συναρμοσμένο. Ρέει. Είναι ένα “ποτάμι” ή «ρεύμα” της σκέψης, η της υποκειμενικής εσωτερικής ζωής»
Αποκαλύπτει, με κάθε τρόπο, το τρεμούλιασμα της σκέψης,  αυτή την εσώτερη φλόγα, η οποία αστραποβολεί, μαρκονίζοντας τα μηνύματά της. Και προκειμένου να διατηρήσει αυτήν την τρεμουλιαστή σκέψη και να την περισώσει, ο Τζόυς, περιφρονεί, ό,τι του φαίνεται  περιστασιακό, ανεξαρτήτως του πόσο πιθανό είναι ή κατά πόσο έχει λογικό ειρμό. Δεν ακολουθεί καμία από τις καθοδηγητικές πινακίδες που οδηγούν τον  αναγνώστη, όταν αυτός καλείται να φανταστεί αυτό που ούτε μπορεί να αγγίξει, ούτε μπορεί να δει.
Ο Τζόυς, στον Οδυσσέα, παρουσιάζει, ως ήρωα του έργου του, έναν συνηθισμένο αστό, έναν άνθρωπο της πόλης, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα και ιδιαίτερες διακρίσεις. Παρουσιάζει το κοινότοπο και το συνηθισμένο, ως ασυνήθιστο. Χρησιμοποιεί το αρχαίο κλασσικό έπος της Οδύσσειας, για να περιγράψει τις πληκτικές και χυδαίες συζυγικές και κοινωνικές σχέσεις ενός, κατά τα άλλα, μέτριου πράκτορα διαφημίσεων στο Δουβλίνο. Ο Τζοϋσικός Οδυσσέας-Μπλουμ είναι μια καρικατούρα του Ομηρικού ήρωα. Ένας καθημερινός, ασήμαντος, κοινότοπος, «ήρωας» της εποχής του Τζόυς, και γιατί όχι, και της δικής μας εποχής. Ένας ήρωας του «ηρωισμού της μοντέρνας ζωής».[8]
Ο Τζοϋσικός Οδυσσέας είναι ο κερατάς κύριος Μπλουμ του έργου, ο λοιδορούμενος εβραίος και μασόνος διαφημιστικός πράκτορας. Ο Τζοϋσικός Τηλέμαχος είναι ο απόμακρος, απομονωμένος Στέφανος, που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Η Τζοϋσική Πηνελόπη είναι η Μόλλυ Μπλούμ, σύζυγος του Μπλουμ, πριμαντόνα και μοιχαλίδα.
Ο  πολύτροπος Οδυσσέας,  του Ομήρου, περιπλανήθηκε στα πέρατα του κόσμου για 10 χρόνια και γνώρισε πολλών ανθρώπων άστεα και γνώμες, πριν φτάσει  στην Ιθάκη του, και σμίξει με την πιστή σύζυγό του Πηνελόπη, που την τριγύριζαν ο Αντίνοος και οι άλλοι μνηστήρες.
Το ταξίδι του Τζοϋσικού Οδυσσέα Μπλουμ,   είναι ταξίδι, περιπλάνηση, μιας μέρας  στους δρόμους του Δουβλίνου, όπου κάνει διάφορα ψώνια (αγοράζει κρέας, κολόνια για τη γυναίκα του, σαπούνι)  Πηγαίνει στην παραλία, όπου και αυνανίζεται, κρυφοκοιτάζοντας ένα νεαρό κορίτσι, που ουσιαστικά τον προκαλεί, αποκαλύπτοντάς του τους μηρούς και το εσώρουχό της. Έχει μια μαζοχιστική φαντασίωση, όπου  αφέντρα του είναι μια ματρόνα οίκου ανοχής. Συναντά σε διάφορα μέρη του Δουβλίνου τον εραστή της γυναίκας του (ο Τζοϋσικός Αντίνοος) ο οποίος, κι αυτό το γνωρίζει, κατά τις 4 το απόγευμα θα συνευρεθεί μαζί της. Συναντά τον ιδεατό γιό του, Στέφανο Δαίδαλο (ο Τζοϋσικός Τηλέμαχος), έναν εικοσάχρονο που είναι γεμάτος ενοχές, γιατί αρνήθηκε να προσευχηθεί, όπως τον παρακαλούσε η μάνα του πεθαίνοντας. Γυρνώντας, μετά τα μεσάνυχτα, στο σπίτι του (είναι πια ξημέρωμα Παρασκευής), ξαπλώνει στο συζυγικό κρεβάτι, δίπλα στη γυναίκα του, πάνω στη «γούβα», το αποτύπωμα που είχε αφήσει, προηγουμένως, το σώμα του εραστή της.
Ο Τζόυς στον Οδυσσέα, παρουσιάζει τις σκέψεις των Δουβλινέζων, με άλλοτε άλλη λεπτομέρεια περιγραφής. Οι σκέψεις των ηρώων του ρέουν, κατρακυλούν από την πένα του, τυχαία, όπως δημιουργούνται η μια μετά την άλλη, χωρίς τάξη, χωρίς σειρά, πολλές φορές χωρίς ειρμό. Ζωντανεύει στο χαρτί το φροϋδικό id, του υποσυνειδήτου, στο οποίο ελλοχεύουν τα ένστικτα, έτοιμα να ικανοποιηθούν αμέσως, αντιμαχόμενα τον κοινωνικό και ηθικό έλεγχο του υπερεγώ (super-ego).
Το υποσυνείδητο, κατά τον Φρόυντ, αντιπροσωπεύει τον αληθινό, τον γνήσιο άνθρωπο. Τον άνθρωπο της φύσης με τα ένστικτά και τις ορμές του. Η συνειδητή σκέψη, αντίθετα, δείχνει τον τεχνητό άνθρωπο των συμβιβασμών, την κοινωνική μαριονέτα, τον υποκριτή.
Ο Μπλουμ κατουράει, αποπατεί, αυνανίζεται, καταβροχθίζει, μικρολογεί, κοκορεύεται, είναι δουλικός. Είναι, επίσης, αισθηματίας, λαίμαργος και λάγνος.  Τη μια στιγμή συλλογίζεται την αυτοκτονία του πατέρα του και τον θάνατο του νεογέννητου  αγοριού του, και την άλλη κάνει σαν λιμασμένος για ένα κομμάτι τυρί ή «χαλβαδιάζει» τα πισινά μιας κοπέλας στο δρόμο. Ο Μπλούμ, ένα κωμικοτραγικό πρόσωπο.
Όταν ο Τζόυς αναλαμβάνει, το έργο να αποκαλύψει το υποσυνείδητο ενός ηθικού τέρατος, ενός διεστραμμένου, ενός αποστάτη της φυλής και της θρησκείας του· όταν αναλαμβάνει το έργο να δείξει το ομοίωμα ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν διαθέτει, ούτε υπόβαθρο κουλτούρας, ούτε προσωπική αυτοεκτίμηση, όπως συμβαίνει με τον πρωταγωνιστή του, Οδυσσέα-Μπλουμ˙ όταν καταγράφει μια πιστή αναπαράσταση των (υποσυνείδητων, κυρίως) σκέψεών του, τότε, ασφαλώς, ο Τζόυς, γνωρίζει πολύ καλά, ότι προκαλεί τον μέσο άνθρωπο, πετώντας του στα μούτρα το δυσώδες περιεχόμενο των υποσυνειδήτων ορμών και «σκέψεών» του.
Μπορεί πολλοί να απεχθάνονται αυτήν την εικόνα, να εξοργίζονται. Όμως αυτή είναι η πραγματική εικόνα του ανθρώπου στον καθρέφτη του Οδυσσέα, που κρατάει μπροστά σου ο Τζόυς, «Αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι που μου μοιάζεις.»[9]
Το βιβλίο είναι ένας καθρέφτης, κρατημένος μπροστά στη ζωή, όπου καθρεφτίζονται λέξεις, που μιλάνε για όλα τα «ανθρώπινα». Προθέσεις, επιθυμίες, κρυφές και φανερές, βίτσια, λαχτάρες, όνειρα, ματαιώσεις, ελπίδες, ξεπετάγονται μέσα από χάσματα που αφήνουν οι λέξεις, και καθρεφτίζουν τη ζωή όπως είναι: κατακερματισμένη, παραμορφωμένη, θολή, διασπασμένη.  Οι λέξεις, στον καθρέφτη του Οδυσσέα, μιλούν το άφατο του ανθρώπου, που είναι κλεισμένος, παγιδευμένος στον κλειστό χώρο του υποσυνειδήτου. Ο Τζόυς, με τον Οδυσσέα, ανοίγει τον «ιούδα», το μικρό παραθυράκι αυτού του κελιού,  κι ο αναγνώστης κρυφοκοιτάζει τη σκέψη του άλλου, μπαίνει στο κεφάλι ενός άλλου και κρυφακούει τις ανομολόγητες σκέψεις και επιθυμίες του.
Ο Γουίλλιαμ Τζέημς και ο Φρόυντ μας έδειξαν ότι κάτω, στον βυθό της ύπαρξής του, ο άνθρωπος είναι αηδιαστικός, λάγνος, υποκριτής σε μεγαλύτερο βαθμό από όσο  αντιλαμβανόμαστε ή θέλουμε να παραδεχθούμε.  Ο  Τζόυς με τον Οδυσσέα,  μας δίνει μια καλύτερη αίσθηση των υποσυνειδήτων ορμών του ανθρώπου, πολύ καλύτερη από τις θεωρίες των διαφόρων ψυχαναλυτών. Όπως λέει και ο Νόαμ Τσόμσκυ:  «Πάντα μαθαίνουμε περισσότερα για τον εαυτό μας από τη λογοτεχνία, παρά από την επιστήμη.»
Προθέσεις, επιθυμίες, κρυφές και φανερές, βίτσια, λαχτάρες, όνειρα, ματαιώσεις, ελπίδες, ξεπετάγονται μέσα από χάσματα που αφήνουν οι λέξεις, και καθρεφτίζουν τη ζωή όπως είναι
Ο Οδυσσέας του Τζόυς φτερουγίζει πάνω από το Δουβλίνο και προσγειώνεται, στιγμιαία, στη σκέψη αυτού ή εκείνου του κατοίκου του, για να ξαναπετάξει μακριά και πάλι, ματαιώνοντας την επιθυμία του αναγνώστη για μια γραμμική διήγηση. Σαν να βλέπουμε κινηματογραφικό έργο, όπου η κάμερα ίπταται, δείχνοντας από ψηλά τη θέα της πόλης (Δουβλίνο) και ξαφνικά κατεβαίνει και «ζουμάρει» σε ένα άτομο, το ήρωα του έργου και τον δείχνει να περπατά κάτω στον δρόμο ή να πίνει σε μια ταβέρνα. Και ποτέ δεν μένει, η κάμερα, στο ίδιο μέρος. Αφού εστιάσει σε ένα πρόσωπο, σε ένα μέρος, εφορμά, και πάλι, σε αναζήτηση κάποιου άλλου προσώπου ή τόπου, πριν καν αρχίσει να εξοικειώνεται ο αναγνώστης με το προηγούμενο πρόσωπο ή μέρος. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται μια θέα του μακρόκοσμου της πραγματικότητας και της κοινωνικής πραγματικότητας, που αποτελείται από αναρίθμητους μικρόκοσμους, από αναρίθμητες ατομικές σκέψεις.
Έξω, εκεί, υπάρχει ένας πραγματικός υλικός κόσμος, που όλοι τον αγγίζουν, τον αισθάνονται, τον ακούν, τον βλέπουν, τον μυρίζουν, τον γεύονται. Όμως ο Οδυσσέας, προσφέρει διαφορετικές υποκειμενικές θεάσεις των ιδίων πραγμάτων, τοποθεσιών, γεγονότων, ανθρώπων, όπως παρουσιάζονται μέσα στη σκέψη των πρωταγωνιστών του και με τον τρόπο που αυτοί βλέπουν πράγματα και ανθρώπους.
Τα πρόσωπα του έργου, το καθένα ξεχωριστά, έχει,  φοράει πολλά προσωπεία, από το αγγελικό μέχρι το πιο κτηνώδες και διαβολικό. Και καθένα, από αυτά τα πρόσωπα-προσωπεία, μιλά και γίνεται αντιληπτό, μόνο μέσα από  τη δική του γλώσσα, που αντανακλά τις συνειδητές και τις  πιο απόκρυφες και ασυνείδητες σκέψεις του.
Έτσι η μορφή του πραγματικού κόσμου, που είναι γνωστή στον αναγνώστη με τη μορφή της λογοτεχνίας η οποία υπόκειται στην προληπτική λογοκρισία της συνείδησης, ανατρέπεται με τη φανέρωση (επιφάνεια) ενός κόσμου εξ ίσου πραγματικού που, όμως, προκύπτει από την ροή του ρεύματος της σκέψης και του υποσυνείδητου.
Στη νεωτερική λογοτεχνία η ασυνέχεια της διήγησης ματαιώνει την φυσική προσδοκία του αναγνώστη για συνέχεια και τον αναγκάζει να δει τα πράγματα αντιπαρατιθέμενα στον ασυνεχή χώρο, παρά εκτυλισσόμενα στη συνεχή ροή του χρόνου.[10] Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης πρέπει να έχει ολόκληρο το βιβλίο στο μυαλό του. Το βιβλίο, δεν μπορεί απλώς να διαβαστεί, αλλά πρέπει να ξαναδιαβαστεί, προκειμένου ο αναγνώστης να ανακαλύψει το σχέδιο των σχέσεων που υφαίνονται και που εξηγούν την ασυνέχεια του κειμένου.
Το  «κλασικό» μυθιστόρημα έχει πλοκή, και πλοκή σημαίνει σχέσεις αιτίας αποτελέσματος. Το Β είναι αποτέλεσμα του Α. Ο συγγραφέας επιλέγει τα γεγονότα σύμφωνα με την οπτική του γωνία και τα παραθέτει με αιτιολογικούς δεσμούς και χρονική αλληλουχία.
Στον Οδυσσέα δεν υπάρχει επιλογή και η πλοκή, υπάρχει πλοκή, χάνεται μέσα στη λεπτομέρεια. Κάθε ηλίθια πράξη της καθημερινής ζωής αποτελεί αφηγηματικό υλικό.[11] Το ασήμαντο γίνεται σημαντικό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν, πλέον, σημαντικά πράγματα, αλλά να καταγράφονται όλα τα μικρά, τα ασήμαντα, οι λεπτομέρειες, όπως προβάλλουν στη σκέψη, όπως αναδύονται, χωρίς χρονική συνέχεια, τη στιγμή που προκύπτουν, συνειρμικά πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο. Ξεπετάγονται όλοι οι συνειδητοί και ασυνείδητοι αναβρασμοί που κατοικούν τη σκέψη των προσώπων του Οδυσσέα  του Τζόυς. Η εσωτερική εμπειρία, σαν τη ζωή, είναι τερατώδης, ατέρμονη, απρόβλεπτη, σπασμωδική, ασυνεχής, πολύπλευρη.  Όπως η πραγματικότητα, έτσι και ο άνθρωπος έχει πολλές μορφές. Τόσες, όσοι και οι άνθρωποι που την περιγράφουν.
Ουσιαστικά, στον Οδυσσέα, περιγράφεται η υποκειμενικό-αντικειμενική πολυπλοκότητα της πραγματικότητας του ανθρώπου και των πραγμάτων, όχι με τον βαρετό τρόπο ενός φιλοσόφου, αλλά δραματοποιημένη. Και κάνει τον αναγνώστη να την νοιώσει με όλες τις αισθήσεις του, παρόλο που παρουσιάζεται σαν αχαλίνωτη φαντασία και ορισμένες φορές σαν ψευδαίσθηση ή παραίσθηση.
Ο Οδυσσέας και ο Τζόυς, δεν αφήνει ποτέ τον αναγνώστη του να ξεχάσει,  πως κάτι πραγματικό, στ’ αλήθεια, συμβαίνει: Ζωντανοί χαρακτήρες με αίμα, σάρκα και οστά, σε πραγματικά μέρη του Δουβλίνου, σε μια συγκεκριμένη ημέρα, σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας, προφέρουν πραγματικές λέξεις και κάνουν «πραγματικά» πράγματα, που θα μπορούσαν να καταγραφούν με μια βιντεοκάμερα.
Ο Οδυσσέας τελικά είναι ένα ρεαλιστικό έργο. Αυτό τον διακρίνει από τo άλλο μεγάλο και πρωτοποριακό έργο του Τζόυς, που οδηγεί στην μετανεωτερικότητα, το Finnegans Wake (H Αγρύπνια των Φίννεγκαν),[12] όπου η πραγματικότητα εξαχνώνεται σε ονειρική κατάσταση. Η Αγρύπνια είναι από την αρχή μέχρι το τέλος,  δεν περιγράφει, είναι ένα όνειρο, γραμμένο στη γλώσσα του ονείρου, από το οποίο, δεν μπορεί να ξεφύγει  «ο ιδανικός αναγνώστης της, που υ­πο­φέ­ρει α­πό ι­δα­νι­κή α­ϋ­πνί­α» (Αγρύπνια των Φίννεγκαν Τόμος Α΄, σελ. 390).
Στον Οδυσσέα, ο Τζόυς προσκαλεί και προκαλεί τον αναγνώστη, να δει το Δουβλίνο και τους ανθρώπους του, μιλώντας και να τους  ακούσει, βλέποντας. Περιγράφει τη ζωή, τον κόσμο και τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο τόπος είναι το Δουβλίνο: Οι δρόμοι του, τα σπίτια του, τα καταστήματά του, τα γραφεία εφημερίδων, οι πάμπ του, τα νοσοκομεία του, τα νεκροταφεία του, τα μπουρδέλα του, τα σχολεία του, οι άνθρωποί του. Ο χρόνος είναι η Πέμπτη 16 Ιουνίου του 1904. Οι ιστορικές αναφορές, οι περιγραφές των οδών, των τόπων και των αντικειμένων είναι πραγματικές και δίνουν μια εικόνα του Δουβλίνου «τόσο πλήρη ώστε εάν η πόλη εξαφανιζόταν ξαφνικά μια μέρα από προσώπου γης θα μπορούσε να οικοδομηθεί ξανά από το βιβλίο μου.»[13] λέει, σεμνυνόμενος για το έργο του, Ο Τζόυς.  Ένα σύγχρονο έπος που χαρτογραφεί το σύμπαν του ανθρώπου, σε μια πόλη ανθρώπων. Καθημερινών ανθρώπων. Δίνει φωνή  σε πολλαπλές όψεις της εποχής του: σεξουαλικές, μουσικές, πολιτικές, ιστορικές. Παίρνει τις λέξεις και τις «στραμπουλάει»  σε ένα σχήμα που συνδέει, ενώνει διαφορετικά πράγματα: Από διακριτούς ήχους μέχρι τον τρόπο που οι λέξεις σχηματίζουν τη σκέψη. Από τον καθωσπρεπισμό της Βικτωριανής γλώσσας μέχρι την αργκό του πεζοδρομίου. Από λυρικές φράσεις μέχρι τον ήχο της πορδής «Πφφ! Πρρπρ. ο επρριπφφταφιός μου. Πρφργραπτός» (Οδυσσέας, σελ. 411) τον οποίο ενώνει με τον ήχο του τραμ «Κραα. Κρααντλ» (Ο.π), που περνάει εκείνη την ώρα, ενώ σχολιάζει τα πράγματα της Ιρλανδικής πολιτικής, στο Κεφάλαιο  Σειρήνες.
Η γλώσσα δεν μεταφέρει μόνο το μήνυμα. Είναι το μήνυμα. Και το μήνυμα προκύπτει από πολλές διαφορετικές πηγές: ήχους, λογοπαίγνια, μεταφορές, συμβολικές εκφράσεις. Από κάθε λέξη προκύπτουν «τρεις επί είκοσι  και δέκα [14]» αναγνώσεις, γράφει στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν ο Τζόυς, και αρχίζει, από τον Οδυσσέα, το πολύτροπο παιχνίδι με τις λέξεις, κάνοντας τη γλώσσα να μιλήσει με όλους τους ήχους και με όλους τους τρόπους.
«ναι είπα ναι θέλω Ναι.» (Οδυσσέας σελ. 1096), λέει η Μόλλυ, τελειώνοντας τον, χωρίς κανένα σημείο στίξης, μονόλογό της.  Ναι, είναι η τελευταία λέξη του Οδυσσέα.
Ναι, τελειώνοντας τον Οδυσσέα, όπου είχες χαθεί στο ρεύμα του ασυνειδήτου, ξαναγυρνάς στον συνειδητό σου κόσμο, αναγνώστη.
Ναι, τις σκέψεις σου, τώρα, τις αισθάνεσαι διαφορετικές,
Ναι, οι Τζοϋσικές λέξεις σταλάζουν μέσα στον διάβροχο από τον Οδυσσέα εαυτό σου, ζητώντας επιφάνεια. Φανέρωση.
Ναι. Επιφάνεια. «Μια ξαφνική πνευματική φανέρωση είτε στη χυδαιότητα του λόγου ή της χειρονομίας είτε σε μια αλησμόνητη φάση της ίδιας της σκέψης».[15]
Ναι. Επιφάνεια, η σύλληψη μια σημαντικής στιγμής χωρίς σχόλια, που δεν μπορεί να κατασκευαστεί, παρά μόνον να καταγραφεί.
Η πραγματικότητα του Οδυσσέα εμφανίζεται μπροστά μας, μέσα από τις λέξεις του. Σκάνδαλο, για τους σκανδαλιζόμενους. Μωρία, για τους μωρούς.  Ανευλαβείς, για τους ευλαβείς θρησκόληπτους φαρισαίους. Ανεννόητες, για τους ανόητους νεκροκρύους σπουδαιογελοίους κήνσορες.
Όμως, λέξεις Ζωφόροι, για τους, εν λόγω και αληθεία, ζώντες.
Ναι. Το πνεύμα εν είδει  Λόγου, βεβαιώνει του Οδυσσέα το αληθές.
Επιφάνεια!

Η εκδοτική περιπέτεια του Οδυσσέα.
Το βιβλίο του Τζόυς Οδυσσέας γράφηκε σε διάστημα επτά ετών (1914-1921) στην Τριέστη, στη Ζυρίχη και στο Παρίσι όπου έζησε αυτοεξόριστος και περιπλανώμενος. Εκδόθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1922 στο Παρίσι από τον εκδοτικό οίκο  «Shakespeare and Company» της Sylvia Beach.
Πριν από την έκδοσή του, κεφάλαια του βιβλίου είχαν δημοσιευθεί στο Αμερικανικό περιοδικό «Little Review», σε συνέχειες αρχίζοντας το 1918. Το 1920, όταν το περιοδικό δημοσίευσε το Κεφάλαιο Ναυσικά, όπου ο πρωταγωνιστής του έργου Μπλουμ αυνανίζεται στην ακρογιαλιά απέναντι σε ένα νεαρό κορίτσι, την Γκέρτυ, οι εκδότες του κατηγορήθηκαν για προσβολή της δημοσίας αιδούς και σταμάτησαν την δημοσίευση.
Όταν ολοκληρώθηκε το βιβλίο και κυκλοφόρησε στο Παρίσι (1922) απαγορεύθηκε ως άσεμνο στην Αγγλία, Ιρλανδία, και Ηνωμένες Πολιτείες. Η εφημερίδα NY TIMES, στο  Book Review 28 May 1922, με τίτλο «Το Καταπληκτικό Χρονικό Του Τζέημς Τζόυς» (ανασκόπηση από τον  Joseph Collins) έγραφε « το προϊόν ενός ασυνείδητου πνεύματος ενός ηθικού τέρατος, ενός διεστραμμένου. Ένας  αποστάτης του έθνους του και της θρησκείας του».
Οι Τελωνειακές υπηρεσίας στην Αγγλία και οι Ταχυδρομικές υπηρεσίες στις ΗΠΑ κατέσχεσαν και κατέστρεψαν τα περισσότερα αντίτυπα των δύο πρώτων εκδόσεων του Οδυσσέα. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘20 το βιβλίο ήταν γνωστό στον Αγγλόφωνο κόσμο μέσα από ορισμένα λαθραία αντίτυπα. Το βιβλίο παρέμεινε απαγορευμένο μέχρι το 1933, όταν ο δικαστής M. Woolsey ήρε την απαγόρευση και απεφάνθη ότι το βιβλίο δεν ήταν ούτε πορνογραφικό, ούτε άσεμνο.  Η Ιρλανδία ήταν η τελευταία χώρα που ήρε την απαγόρευση.
Ο Τζόυς είχε πολλά προβλήματα με την εκδοτική αγορά. Τέσσερεις εκδότες απέρριψαν το πρώτο του βιβλίο, μια ποιητική συλλογή με τίτλο Μουσική Δωματίου (Chamber Music). Οι Δουβλινέζοι: Dubliners», συλλογή διηγημάτων,  απορρίφθηκαν από οκτώ εκδότες και πέρασαν εννέα χρόνια μέχρι να εκδοθεί. Τουλάχιστον δεκατρείς τυπογράφοι αρνήθηκαν να στοιχειοθετήσουν το πρώτο του μυθιστόρημα, Το Πορτραίτο του καλλιτέχνη ως Νεαρού Ανδρός (A Portrait of the Artist as a Young Man). Το θεατρικό του έργο Εξόριστοι (Exiles) απορρίφθηκε από θεατρικούς επιχειρηματίες στην Ιρλανδία και την Αγγλία, ανέβηκε στο Μόναχο και κατέβηκε σχεδόν αμέσως. Δύο χρόνια πήρε στον Τζόυς για να επιτύχει την έκδοση δικαστικού εντάλματος για την απαγόρευση κυκλοφορίας Αμερικανικής πειρατικής έκδοσης του Οδυσσέα.
Και με το τελευταίο του βιβλίο Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν (Finnegans Wake) είχε χρόνια προβλήματα με τη λογοκρισία, η οποία το χαρακτήριζε άσεμνο και οι «αναγνώστες» και πολλοί κριτικοί το χαρακτήριζαν αδιάβαστο.

« “Ανέγνων , έγνων, κατέγνων”. Τάχατες μας εκμηδένισε/ με το “κατέγνων” του, ο γελοιωδέστατος. Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σε μας…/ “Ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως ουκ αν κατέγνως” απαντήσαμεν αμέσως.»
(Κ. Καβάφης).

Δεν υπάρχουν σχόλια: