..............................................................
Εμμανουήλ Ροΐδης
(1836 - 1904)
Εμμανουήλ Ροΐδης
(1836 - 1904)
· «Η εορτή του πατρός μου»
διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη
Την ερχομένην Πέμπτην είναι η εορτή του Αγ. Ιωάννου
και του πατρός μου. Δεν υπάρχει κίνδυνος να το λησμονήσω, αφού η μητέρα μου μού
το ενθυμίζει δέκα φορές τουλάχιστον την ημέραν, με κάποιον μάλιστα θυμόν,
ευρίσκουσα ότι δεν με συγκινεί όσον έπρεπε η αγγελία, ότι ο πατήρ μου λέγεται
Ιωάννης.
Η αλήθεια είναι ότι τον πατέρα μου τον
σέβομαι και κάπως τον φοβούμαι, διότι είναι άνθρωπος σοβαρός, ολιγόλογος και
δεν μου δίνει πολύ θάρρος, δύσκολον όμως μού είναι να θεωρήσω ως μέγα κατόρθωμά
του και ότι ονομάζεται Γιάννης.
Οκτώ ημέρας προ της εορτής, με είπεν η
μητέρα μου ότι ήτο καιρός να ετοιμάσω την «προσφώνησίν μου». Η διαταγή αύτη
ηύξησε την στενοχωρίαν μου. Εύρισκα ότι ήτο όλως περιττόν και κάπως άνοστον «να
προσφωνήσω» τον πατέρα μου, ενώ δεν είχα τίποτε νεώτερον να του είπω. Έπειτα
δεν ήξευρα και καλά πώς φέρονται οι προσφωνούντες. Έπρεπεν άρα να σταθώ εις δύο
βημάτων απόστασιν, να υποκλιθώ και έπειτα ν’ αρχίσω την ανάγνωσιν της
προσφωνήσεως, ή πρώτα να χώσω την μύτην μου, καλοσφουγγισμένην, εις τα κόκκινα
γένεια του πατρός μου; Εφοβούμην μήπως φανώ γελοίος και ακόμη περισσότερον
μήπως εννοήση πόσον γελοίαν εύρισκα την τελετήν.
Δια να γείνουν τα πράγματα με τάξιν,
ηθέλησεν η μητέρα μου να κάμωμεν προγυμνάσεις και δοκιμάς, απαράλλακτα καθώς
εις το θέατρον. Η απαγγελία δεν την ευχαρίστησε διόλου, δια τον λόγον ότι
έλειπεν από αυτήν η απαιτουμένη δόσις «συγκινήσεως». Απεφάσισε λοιπόν ότι
καλύτερα θα ήτο να προσφέρω την προσφώνησίν μου έγγραφον και μαζί με αυτήν μίαν
γάστραν ανθέων.
Την
επομένην ημέραν ηρχίσαμεν από το πρωί την σύνταξιν
της προσφωνήσεως. Η μητέρα μου ήτο παλαιά μαθήτρια του Αρσακείου και
επροσπάθει, ξύουσα την κεφαλήν της με την βελόνην του πλεξίματος, να ενθυμηθή
όσα έμαθεν από τον Ράνταν αρχαία ελληνικά. Η προσφώνησις άρχιζε:
«Πάνσεπτε και Αγαπητέ μοι Πάτερ,
Έμπλεως
συναισθήματος ευφροσύνης παρίσταμαι κατά τήνδε χαρμόσυνον ημέραν, ίνα υποβάλλω
υμίν…» και ηκολούθουν άλλαι δέκα αράδες απελέκητες ελληνικούρες, τας οποίας
έπρεπε ν’ αντιγράψω επάνω εις χαρτί με χρυσάς σειράς και ένα περιστέρι εις την
αριστεράν γωνίαν. Δεν ηξιώθην ποτέ να λάβω βραβείον καλλιγραφίας, έπειτα
έτρεμαν ολίγον τα δάκτυλά μου, διότι ήτο Γενάρης και δεν ανάπταμεν φωτιάν παρά
μόνον εις το μαγειρείον. Με όλην μου λοιπόν την καλήν θέλησιν εγέμιζα μελάνι τα
ο, τα ρ και τας ουράς του ζ, και δια κάθε μουντζούραν ελάμβανα από την μητέρα
μου ένα μπάτσον. Μ’ έκαμε ν’ αντιγράψω την προσφώνησιν επτά φορές και θα την
αντέγραφα βεβαίως πολύ περισσότερες, αν το χαρτί με τας χρυσάς γραμμάς και το
περιστέρι δεν εκόστιζε δεκαπέντε λεπτά το φύλλον.
Το απόγευμα υπήγαμεν εις την Αγ. Ειρήνην
να προμηθευθώμεν την γάστραν και εκάμαμεν τα δύο ανθοπωλεία άνω κάτω. Η μητέρα
μου εμυρίζετο το εν μετά το άλλο όλα τα
φυτά, με κάποιαν δυσπιστίαν, ως να ήσαν ψάρια, και όσα δεν εύρισκε βρώμικα τα
εύρισκεν ακριβά. Έτυχε και να πατήση επάνω εις ένα νεκρικόν στέφανον, όπου
ευρίσκετο κατά γης. Ο ανθοπώλης ήτο άνθρωπος με ολίγην υπομονήν και ακόμη
ολιγωτέραν ανατροφήν. Την ωνόμασε «Μάγισσαν» και εμένα «έκτρωμα». Η αλήθεια
είναι ότι είχα μίαν κάποιαν ομοιότητα με τον πατέρα μου. Μετά πολλά παζάρια εδέχθη,
δια να μας ξεφορτωθή, να μας αφήση ένα αρρωστημένον γεράνιον δια μίαν και
εξήντα πέντε.
Την παραμονήν της εορτής εκάμαμεν γενικάς
δοκιμάς. Η μητέρα μου με είχε διδάξει πώς έπρεπε να παρουσιασθώ, κρατών
το χειρόγραφον εις την μίαν χείρα και το άνθος εις την άλλην, πώς έπρεπε να το
προσφέρω και να προβώ έπειτα εις τον ασπασμόν της πατρικής δεξιάς. Κατ’ εκείνην
ακριβώς την στιγμήν ηκούσαμεν το βήμα του πατρός μου και έσπευσα να κρύψω την
γάστραν υποκάτω από την κλίνην. Είμαι όμως βέβαιος ότι ο πατήρ μου την
παρετήρησεν, αλλ’ εθεώρησε πρέπον να υποκριθή ότι δεν είδε τίποτε, δια να μη
στερηθή αύριον την ευχαρίστησιν της εκπλήξεως.
Τέλος πάντων ανέτειλεν η επίσημος ημέρα,
σκοτεινή, βροχερή και παγωμένη. Η μητέρα μου ήλθε να μ’ εξυπνήση πριν φέξη.
Είχε βάλει το μεταξωτόν της φουστάνι και μ’ έκαμε να φορέσω τα καλά μου.
Ενύσταζα ακόμη, εκρύωνα, έσταζεν η μύτη μου και μ’ εβασάνιζαν αι χιονίστραι.
Τον πατέρα μου ευρήκαμεν εις το κρεβάτι, φέροντα όμως επί της φαλάκρας του,
αντί του καθημερινού άσπρου σκούφου, το βελούδινον κεντητόν φεσάκι του των
επισήμων ημερών. Τούτο όμως δεν τον εμπόδισε να υποκριθή έκπληξιν, όταν
επαρουσιάσθημεν ενώπιόν του, η μητέρα μου με το μεταξωτόν της φόρεμα και εγώ με
την προσφώνησιν και με την γάστραν.
-Πώς! Ανέκραξεν, είναι σήμερον η εορτή μου!
Εγήρασα ακόμη ένα χρόνον. Έλα, γυναίκα, να σε φιλήσω.
Όταν ήλθεν η σειρά μου, ευρέθην κάπως
συγχυσμένος, διότι κατά το πρόγραμμα επροηγείτο η προσφώνησις, έπειτα ήρχετο η
προσφορά της γάστρας και το φίλημα τελευταίον. Οπωσδήποτε επροσπάθησα ν’ αναρριχηθώ επί της κλίνης,
αλλά μ’ εδυσκόλευε πολύ το γεράνιον. Είχα κατορθώσει να θέσω το εν γόνατον επ’
αυτής, όταν μου εξέφυγεν από τας χείρας η γάστρα και εχύθη το βρεγμένον
καστανόχωμα επάνω εις τα σινδόνια και το υποκάμισον του πατρός μου. Το τοιούτο
περίχυμα ήτο βεβαίως δυσάρεστον μ’ εκείνο το κρύον. Άδικον λοιπόν θα ήτο να
παραπονεθώ αν, αντί φιλήματος, έλαβα από τον πατέρα μου μίαν μούντζαν, η δε
μήτηρ μου μ’ εσυνόδευσεν ως την θύραν δια να με φιλοδωρήση ένα τελευταίον
μπάτσον. Η μόνη μου
μετά τα τόσα βάσανα παρηγορία είναι, ότι η προσεχής εορτή του πατρός μου απέχει
ακόμη τριακοσίας εξήντα πέντε ημέρας.
Ημερολόγιο
Σκριπ-Ρωμηού, 1895
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου