Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

"Ναπολέων Λαπαθιώτης: Έζησε και εποίησε χωρίς κανόνες" (tvxs.gr, 31 Οκτ. 2017)

.............................................................



Ναπολέων Λαπαθιώτης: Έζησε και εποίησε χωρίς κανόνες






Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές ο Ναπολέων Λαπαθιώτης συζητιέται ίσως περισσότερο για τη ζωή του και λιγότερο για το λογοτεχνικό, ποιητικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίστηκε ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας.
Ορίζοντας την αντισυμβατικότητα ο Λαπαθιώτης προκάλεσε με τις ιδέες και τη ζωή του τη συντηρητική κοινωνία της εποχής, μια υποκριτική Αθηναϊκή κοινωνία του μεσοπολέμου. Ως επίλογο κατέθεσε την αυτοκτονία του, στις 8 Ιανουαρίου 1944 και κηδεύτηκε με έρανο τέσσερις μέρες αργότερα.
Η ζωή του
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888, στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων στην Αθήνα και ήταν παιδί του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, μαθηματικού και στρατιωτικού,  που διετέλεσε βουλευτής το 1903-1905 και έγινε υπουργός στρατιωτικών το 1909. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Τον βάφτισαν και του δώσανε το «βαρύ» ιστορικό όνομα Ναπολέων. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 1905, στο περιοδικό Νουμάς. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ. Ο Λαπαθιώτης σπούδασε νομικά αν και δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία. Υποστηρικτής του Βενιζέλου στην αρχή, κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921. Στη δεκαετία του ’20 φυσά ο αέρας της Οκτωβριανής Επανάστασης. Επηρεάζει τους ποιητές του καιρού του, μαζί και τον Λαπαθιώτη που ενστερνίστηκε τον κομμουνισμό. Το 1932 και μετά αρθρογραφούσε στο αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» το πεζό τραγούδι «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου».


Ένας αριστοκράτης όμως που έκανε πολλές ζωές. Και με τους «καθωσπρέπει» αλλά και με τους περιθωριακούς. Την οικειότητά του με τους ήρωες του κοινωνικού περιθωρίου την αναγνωρίζουμε και στις δυο νουβέλες του. Τελικά, οι προτιμήσεις του γείρανε προς τον λαό, προς τους ανθρώπους της δουλειάς. Η κλίση αυτή προς το φτωχό κόσμο του μεροκάματου αργότερα ταυτίστηκε με την κοινωνικοπολιτική του ιδεολογία. Μάλιστα, η προσχώρηση του Λαπαθιώτη στο σοσιαλιστικό κίνημα έκανε αίσθηση.
Ο Βάσος Βαρίκας σ' ένα βιβλιοκριτικό σημείωμα του στο «Βήμα» του 1964 έγραφε: «σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπόλεμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες, έδειχνεν ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμα και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του «παράνομους». Οι νύξεις στο έργο του είναι ελάχιστες. Και αναρωτιέμαι αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ, την εικόνα του ανθρώπου, έστω και στις λεπτομέρειες...» Ο Τ. Βουρνάς («Αυγή», 18.2.1965) δίνει την πληροφορία πως «πριν αυτοκτονήσει φρόντισε ν' αποκτήσει σύνδεση με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε μυστικά στο σπίτι του μια ομάδα Ελασιτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα τα όπλα του πατέρα του». 

Ο Λαπαθιώτης ποτέ δεν έφυγε από το σπίτι του στις παρυφές του Λόφου Στρέφη. Στο διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό, που σήμερα ερημώνει, έζησε πάνω από 40 χρόνια και εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του, αλλά και εκεί αυτοκτόνησε. Ο Λαπαθιώτης δεν αγωνιούσε για τον βιοπορισμό του, τον οποίο δεν έλυσε ποτέ, η μέριμνα της καθημερινότητας δεν τον απασχόλησε. Αγαπούσε το σκοτάδι και κυκλοφορούσε μόνο τη νύχτα, «παραδιδόμενος»  στην ηδονή. Διέθετε, όπως λένε, μια από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες.
Ο Λαπαθιώτης διάβαζε Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ, από τους βασικότερους θεωρητικούς εκφραστές του δόγματος «Η Τέχνη για την Τέχνη», το οποίο αποτέλεσε θεμέλιο του κινήματος του Αισθητισμού και Όσκαρ Ουάιλντ. Πίστευε και αυτός ότι η τέχνη δεν έχει ηθικούς ή ωφελιμιστικούς λόγους ύπαρξης, σε αντίθεση με τις επικρατούσες απόψεις της εποχής του, οι οποίες ερμήνευαν το έργο τέχνης βάσει ηθικών και παιδευτικών αξιών. Τη βιβλιοθήκη του την ξεπούλησε για να εξασφαλίζει ηρωίνη. Παράλληλα, δε φοβόταν να μιμείται τον Ουάιλντ, στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στην κίνηση και στην προκλητικότητα.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στα νιάτα του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο εθισμός του στις ναρκωτικές ουσίες τού προκάλεσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του. Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.
Όπως λέει ο Άρης Δικταίος, «...αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ΄ ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία».

Ο Λαπαθιώτης μας άφησε ένα μικρό σε όγκο, αλλά σημαντικό σε ποιότητα ποιητικό έργο. Στα ποιήματά του σκύβουμε ακόμα και σήμερα με ενδιαφέρον, περιέργεια και απορία για την εκκεντρική αντισυμβατική και επικίνδυνη ζωή του.
Το έργο του
Το 1901 σε ηλικία δεκατριών είχε γράψει το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος». Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τον Άγγελο Σικελιανό.

Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Δάφνη» και «Ανεμώνη» (1909-1910), την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (από το 1924), το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» (1925), το περιοδικό «Μπουκέττο» (1931), με τη «Νέα Εστία», όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου, την «Πνευματική Ζωή» (1938) και τα «Νεοελληνικά γράμματα» (1940). Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε εν ζωή ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» (1939).
Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»).

Σκίτσο του Λαπαθιώτη από το αρχείο του 
στο Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.

Ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έχουν μελοποιήσει συνθέτες, όπως οι Γιώργος Ζαμπέτας, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Σπανός, Νίκος Ζιώγαλας, Νίκος Ξυδάκης, Νότης Μαυρουδής, Κώστας Λειβαδάς, Τάκης Μπίνης, Ζακ Ιακωβίδης και Μανώλης Πάππος.
Έργα
«Οι Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρέτ» ημιτελές μυθιστόρημα (πρωτόλειο)
«Νέρων ο Τύραννος», 1901, θεατρικό παιδικό έργο, που το τύπωσε ο πατέρας του
«ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ», άρθρο στο Νουμά, 1916
«Η Ζωή μου», ημιτελής αυτοβιογραφία (φτάνει έως το 1917) που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Μπουκέτο το 1940.

Ποιήματα

Τὰ καημένα τὰ πουλάκια
Τὰ χλωμά τὰ κοριτσάκια
Ἔχω ἕνα ἀηδόνι...
Ποιητής
Μυστικό...
Ἐπεισόδιο
Ἡ χαρά
Συντριβή
Ἀναμνήσεις
Τὸ παλιό μας τραγούδι
Μικρό Τραγούδι
Παραμύθι
Πόθος
Στο νυχτερινό κέντρο
Χειμωνιάτικο τοπίο
Ἐκ βαθέων
Στη φυλακή...
Κούραση
Κλείσε τὰ παράθυρα
Φαντάσματα
Βαθύ κι ἐξαίσιο βράδυ
Μοναξιά
Ἑκάτης πάθη
Νυχτερινό
Οἱ μπερντέδες
Ἐρωτικό
Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο
Λυπήσου
Προσμένω πάλι
Σπαρασμός
Ἄτιτλο
1939
Φάντασμα
Προσμονή
Εἶμαι μόνος...
Ἐρινύες
Βαο, γαο, δαο
Τ᾿ ἁπλὸ παιδί πού ἐγὼ ἀγαπῶ...
Τραγούδι
Ὅταν βραδιάζει
Ἕνας χαμένος κύκλος
Ἀποχαιρετισμοί στη μουσική
Ἀποχαιρετισμός
Ἀποχαιρετιστήριο
Κραυγή



ΣΑΝ ΑΕΡΑΚΙ

Στίχοι: Ναπολέων Λαπαθιώτης 

Μουσική: Μανώλης Πάππος 

Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη 

 

Χρυσή μου αγάπη, αν ήξερες 

τι μέλι είσαι για μένα... 

Τα μπουμπουκάκια τα όμορφα, 

τα μοσχομυρισμένα. 

Και τα αγεράκια που φυσούν 

Σα λιποθυμισμένα, 

δεν έχουνε το βάλσαμο 

που 'χεις εσύ για μένα... 

 

Της λίμνης τ' αφρολούλουδο 

και του γιαλού η γαλήνη. 

Η σμύρνα, το ροδόσταμο 

που αργοσταλάει και σβήνει. 

Κι οι ροδωνιές, κι η ολόδροση 

του κήπου ανθόπλημμύρα, 

των δυο χειλιών σου των γλυκών 

δεν στάζουνε τα μύρα...!!! 

 

Πάω στην τρισέρημη αμμουδιά 

και - μόνη τί να κάμω; 

Χαράζω κύκλους απαλούς 

Στο μουσκεμένον άμμο... 

Σαν αγεράκι χάνονται στο κύμα 

Απάνω - απάνω 

Και απόμεινα στην ερημιά 

Μονάχη... Τί να κάμω!!! 

 

Τώρα το ετοιμοθάνατο 

βαλσαμωμένο αγέρι, 

γλυκά τραγούδια θλιβερά 

ν' αναστενάξει ξέρει... 

Αλήθεια! Ξέρει πιο γλυκά 

να τραγουδάει από μένα! 

Εγώ δεν ξέρω πιο γλυκά 

μα ξέρω πιο θλιμμένα... 

*Το κομμάτι στην παρούσα εκτέλεση συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο "Αιγαίο"¨του Μανώλη Πάππου και του Βασίλη Δρογκάρη


Δεν υπάρχουν σχόλια: