...............................................................
Άνυδρο καλοκαίρι (1963)
Ποιος είδε να μετάνιωσε/ Ποτέ κάποιος ασίκης/ Ποιος είδε φλόγα σε δαδί/ Στη θάλασσα ριγμένο;
Σάχη μου, του έρωτά σου η φωτιά/ Στης καρδιάς τη θάλασσα έχει πέσει/ Παρεξηγούν κι ανησυχούν/ Που τέλειωσε το θαύμα.
Όποιος δεν ξέρει από κολύμπι/ Ας αποφύγει το νερό/ Πάτο δεν έχει η αγάπη/ Πολύ βαθιά θα βυθιστεί.
Όποιος δεν ξέρει από χρυσό/ Χάντρα θωρεί το θησαυρό/ Για ένα τίποτα τον δίνει/ Δεν ξέρει το τι χάνει.
Ο Γιουνούς δούλος είναι του σωστού/ Και φίλος του Ταμπτούκ μπαμπά/ Όποιος δεν πίστεψε σ’ αυτά/ Ας πράξει όπως θέλει. – Πάλι ξεχείλισες τρελή καρδιά, Γιουνούς Εμρέ
Σάχη μου, του έρωτά σου η φωτιά/ Στης καρδιάς τη θάλασσα έχει πέσει/ Παρεξηγούν κι ανησυχούν/ Που τέλειωσε το θαύμα.
Όποιος δεν ξέρει από κολύμπι/ Ας αποφύγει το νερό/ Πάτο δεν έχει η αγάπη/ Πολύ βαθιά θα βυθιστεί.
Όποιος δεν ξέρει από χρυσό/ Χάντρα θωρεί το θησαυρό/ Για ένα τίποτα τον δίνει/ Δεν ξέρει το τι χάνει.
Ο Γιουνούς δούλος είναι του σωστού/ Και φίλος του Ταμπτούκ μπαμπά/ Όποιος δεν πίστεψε σ’ αυτά/ Ας πράξει όπως θέλει. – Πάλι ξεχείλισες τρελή καρδιά, Γιουνούς Εμρέ
«Των πάντων τα σπέρματα έχουν την φύση τους υγρή, το δε ύδωρ είναι η
φυσική αρχή των υγρών πραγμάτων». Τη ροή της σκέψης του Θαλή του
Μιλήσιου φαίνεται να ακολουθεί το αριστουργηματικό μελοδραματικό ποίημα
του Μετίν Ερκσάν, Άνυδρο καλοκαίρι, όπου το νερό βαφτίζεται
«αίμα της γης» και μέσα σε ρηχό ποτάμι ζουν και ανταγωνίζονται οι
καπνοπαραγωγοί της τούρκικης επαρχίας. Μέσα σ’ ένα περίτεχνο,
παιχνιδιάρικο μουσικό τοπίο από σάζι και σαντούρι, ο Οσμάν αγάς, κάτοχος
μεγάλης μερίδας γης, συμπαρασύροντας στο σχέδιό του το νιόπαντρο μικρό
αδερφό του Χασάν, διεκδικεί το δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης του
νερού από το ποτάμι, ορθώνοντας αυτοσχέδιο ξύλινο φράγμα. Ανένδοτος,
είρωνας, αυταρχικός, αυτάρεσκος, ο Οσμάν τυλίγει τα πόδια του μέσα στο
ορμητικό ρεύμα του ποταμού και εκδιώχνει τους χωρικούς που
αντεπιτίθενται και ασκούν πιέσεις κάτω από τον καυτό ήλιο του
καλοκαιριού.
Αυτή η πρωταρχική συνθήκη των αλληλοσυγκρουόμενων επιθυμιών, που
ρυθμίζονται από την ίδια τη ζωογόνο ορμή του ποταμού που ορίζει
καταλυτικά την επιβίωσή τους, εισάγει μέσω σχημάτων ταξικής σύγκρουσης
και νεορεαλιστικών προτύπων τον περίπλοκο χαρακτήρα του Οσμάν. Χήρος,
μεγάλος σε ηλικία, αφιερωμένος στον καθημερινό κάματο, ο Οσμάν μοιάζει
να συναρπάζεται περισσότερο από τις αστόχαστες επιθυμίες του παρά από το
αντικείμενό τους και είναι μεταμορφωμένος δούλος στο μάταιο κυνήγι μιας
εξουσίας από την οποία δεν αντλεί στο βάθος καμιά ηδονή.
Το πρόσχημα του καυτού καλοκαιριού και η ανταρσία των χωρικών για το
νερό αντισταθμίζονται από την υγρή εικονοπλασία της ταινίας, καθώς και
το γεγονός ότι το ποτάμι δε στερεύει ποτέ και ρέει στη γη των υπολοίπων
ακόμη και μετά την τοποθέτηση του φράγματος. Δε δίδεται κατ’ αυτό τον
τρόπο, παραδόξως ίσως, η αίσθηση μιας αναπόφευκτης ξηρασίας που
προσβάλλει τους ταξικά αδύναμους ως άνυδρο τέλμα, τέχνασμα που δίνει τη
δυνατότητα στο σκηνοθέτη να εγγράψει όλες τις βαθμίδες της απληστίας
ένθεν και ένθεν (από τη στερεοτυπική παρουσίαση του αγά ως κακού
γαιοκτήμονα και την εμπλοκή του νόμου ως προωθητή των συμφερόντων του
Οσμάν στη ζηλοτυπία των χωρικών, την εκδίκησή τους, τη διάσπασή τους και
τη δολοφονία του σκύλου). Στις σκηνές όπου η κάμερα κινείται αργά
μπροστά από τα πρόσωπα των χωρικών που κάνουν διάλειμμα απολαμβάνοντας
την καλοκαιρινή ραστώνη, και συζητούν για την τελική κίνησή τους,
γινόμαστε μάρτυρες μιας σχεδόν σουρεαλιστικής, μαύρης εξέλιξης.
Αποφασίζουν να διαπραγματευτούν για την αγορά του νερού και κάποιος
ανάμεσά τους, μάλιστα, εκφράζει τον έντονο φόβο ότι ο Οσμάν μπορεί να
μην δεχτεί τη συναλλαγή. Η απογοητευτική συνθηκολόγηση όχι βιωμένη ως
συντριπτική ήττα αλλά ως αποδοχή της εξουσίας του μεγαλογαιοκτήμονα (που
αποδίδεται με ένα δυναμικό plongé πλάνο) επιτείνει τη σχέση
εθελοδουλείας των καταπιεσμένων, από τη μία πλευρά, και, από την άλλη,
αστικών επιθυμιών τόσο ατονικών, όσο η μουσική του Χατζηδάκι στην
υποβλητική σεκάνς της καταδίωξης του Οσμάν μέσα στο σκοτάδι.
Υφαίνοντας ένα λυρικό, υπαινικτικά αντι-ηθικολογικό πυρήνα, ο Ερκσάν,
τελικά, απασχολείται με τη διαλεκτική των παράλογων κινήσεων του Οσμάν
και της επιθυμητικής του ματαίωσης, της βαθιάς ερωτικής του διάψευσης.
Παραδοσιακός άνδρας, φιγούρα τοπικής εξουσίας, μουστακαλής και
αχαλίνωτος, ο Οσμάν βυσσοδομεί κατά των ζωτικών και χαρούμενων
λειτουργιών των υπολοίπων, χωρίς να αγγίζει ό,τι κατέχει, τρεφόμενος από
φαντασιώσεις μιας καρποφόρας, υδάτινης γης. Όπως λέει ο Γουίλλιαμ
Μπλέηκ στους Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης, “όσοι καταστέλλουν
την επιθυμία το κάνουν επειδή η δική τους είναι αρκετά ανίσχυρη για να
κατασταλεί”. Έτσι, το ποτάμι κινείται μέσα στην κοίτη του ελεύθερο,
όσο ο Οσμάν το αντιμετωπίζει μόνο σαν ποτιστική πηγή και βυθίζεται στο
νερό χωρίς να το χαίρεται ή το χτυπάει με το φτυάρι δυσανασχετώντας. Η
ανηδονική εργαλειοποίηση των στοιχείων που τον περιβάλλουν κορυφώνεται
στην ηδονοβλεπτική λατρεία του για τη γυναίκα του αδερφού του, Μπαχάρ,
την οποία παρακολουθεί εμμονικά πίσω από τις γρίλιες του δωματίου της.
Μάτια λαίμαργα, ψυχή χαμένη.
Παθιασμένα και μονοκόμματα διαρθρώνεται ένα παράξενο ερωτικό τρίγωνο,
το οποίο εικονοποιείται μέσα από τις γεωμετρικές ποικιλότητες του
κάδρου και τις συχνές τριγωνικές διατάξεις των ανθρώπινων όγκων στο
χώρο. Η κάμερα του Ερκσάν μοιάζει να έχει μια συναισθηματική ζωή που
θέλει να αποσπάσει από τους χαρακτήρες τα μυστικά τους εμμένοντας στο
ενδιάμεσο μιας σεξουαλικής έντασης που κλιμακώνει μεταξύ του Οσμάν και
της Μπαχάρ μετά τη φυλάκιση του μικρού αδερφού με ρακόρ βλεμμάτων και
σωματικών εκφράσεων που μοιάζουν με ρομαντική ικεσία. Ο έρωτας
εξανθρωπίζει τον Οσμάν, τον κάνει αστείο και γήινο, ποιητικό στη σκηνή
της ερωτικής εξομολόγησης στο σκιάχτρο, που υποκαθιστά το ποθητό
πρόσωπο. Η σκληρότητα του χαρακτήρα του σμιλεύεται σαν διαβρωμένο, νωπό
χώμα που παρασύρεται από το ποτάμι, η ανασφάλεια της προσέγγισης τον
καθιστά ασταθή και η αυτοκυριαρχία του κλυδωνίζεται μέχρι την
ανατρεπτική σκηνή με το φίδι, όπου ο Οσμάν αποσπά με τα χείλη του το
δηλητήριο από τα πόδια της Μπαχάρ και απελευθερώνει την άρρητη μεταξύ
τους τρυφερότητα.
Ωστόσο, η αφήγηση δεν εγκαταλείπει στο έλεος τα ξεχασμένα πρόσωπα,
την αδικία που έχει διαπράξει ο Οσμάν απέναντι στους χωρικούς και,
κυρίως απέναντι στον αδερφό του Χασάν που είναι αθώος και σε τραγική
άγνοια σχετικά με τα όσα συμβαίνουν έξω από τη φυλακή. Μέσα από τη
φωτιστική συμφωνία και την εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία στήνεται η
σκηνή της επιστροφής του Χασάν στην επαρχία, όπου το δράμα πλέον
συντελείται, έξω από οποιοδήποτε ηθικό σχετικισμό, με την εισβολή του
δικαίου στη ρευστή εντροπία του ποταμού. Ο Οσμάν δολοφονείται και
κυλάει, ενωμένος με τις ροές που υποτίμησε, τυφλωμένος από πλεονεξία,
προς τα σπαρτά των χωρικών που περιμένουν από καιρό την έμμεση, έστω,
αυτή επιστροφή της ελευθερίας τους. Ελευθερία και δικαιοσύνη μαζί; Με
κάθε νέο κύμα του ποταμού, ο Οσμάν θα επιστρέφει σε μία εικόνα: αυτή της
ψυχόρμητης, αναζωογονητικής ανάδυσής του από τα νερά μπροστά στη Μπαχάρ
στο διάλειμμα της ζωής του όπου τον είδαμε πραγματικά ζωντανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου