..............................................................
Εθνικές καταβολές και ιστορικές επαναλήψεις.
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Όταν σου λένε «υπάρχει κάτι που
πρέπει να μάθεις» σημαίνει ότι υπάρχει κάτι που αν το μάθεις θα
στενοχωρηθείς. Κάπως έτσι διδασκόμαστε την ιστορία στο σχολείο, κάπως
έτσι τη μεταδίδουμε: μεγαλώνουμε με μυστικά, με υπονοούμενα, με
διαφορετικές ιστορικές αφηγήσεις σαν να ζούμε σε τόπους αντιποδικούς –
χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του εμφυλίου 1946-1949· δεν είναι το
μοναδικό.
Η άγνοια και η υπερ-ιδεολογικοποίηση της νεότερης ιστορίας μας
εμποδίζουν τόσο την αυτογνωσία μας ως Έλληνες πολίτες, όσο και την
κατανόηση του σήμερα.
Η παλιά ιστορική έρευνα προσέγγιζε την ελληνική
πραγματικότητα μέσα από τις ελλείψεις, τα ιστορικά κενά και τις
υστερήσεις συγκριτικά με ένα αόριστο δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο: σύντομος
και ετερόφωτος διαφωτισμός, «ψευδο-αστικοποίηση», στρεβλή ανάπτυξη του
κοινοβουλευτισμού, πελατειακό κράτος οθωμανικού τύπου, «ταξικά
αδιαμόρφωτη στρωματοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας: όλα αυτά
υπογράμμιζαν το «τι δεν συνέβη» και τα αίτια της καθυστέρησης παρά την
κατανόηση των μηχανισμών και των μετασχηματισμών. Το ζήτημα σήμερα δεν
είναι «τι δεν συνέβη» αλλά «τι συνέβη», πώς δημιουργήθηκε αυτό το
ιδιόμορφο κράτος που συνδέθηκε με την Ευρώπη μέσω μιας φαντασίωσης των
Δυτικών σύμφωνα με την οποία η σύγχρονη Ελλάδα «πρέπει» να αποτελεί
συνέχεια της κλασικής αρχαιότητας και να βρίσκεται στο ύψος των
περιστάσεων.
Η κρίση που απειλεί το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα
και τον ίδιο τον πολιτισμό της στα πλαίσια της Ευρώπης, είναι μια
ευκαιρία να κατανοήσουμε την ταυτότητά μας και την ιστορία μας από την
εποχή της κατασκευής του ελληνικού έθνους· να εξετάσουμε τις πολιτικές
μας καταβολές και τις μορφές συλλογικής συμπεριφοράς που έχουν παγιωθεί
στην πορεία της ιστορίας. Η σύγχρονη ιστοριογραφία δεν λείπει: έχουν
διανοιχθεί καινούργια πεδία έρευνας, έχουν τεθεί καινούργια ερωτήματα,
έχουν χρησιμοποιηθεί καινούργια εργαλεία.
Ένα από τα ιστορικά γεγονότα που μας χαρακτηρίζουν –η δανειοληψία από τους «ξένους»– φαίνεται σαν μια ιστορική επανάληψη.
Ένα από τα ιστορικά γεγονότα που μας χαρακτηρίζουν –η δανειοληψία από τους «ξένους»– φαίνεται σαν μια ιστορική επανάληψη.
Παρότι δεν θεωρείται επιστημονική η οπτική των
ιστορικών «επαναλήψεων», η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Η ελληνική
επανάσταση δεν διέθετε τους απαραίτητους πόρους για να προχωρήσει: τα έξοδα του πρώτου εξαμηνου του 1823 ανερχονταν σε 38 εκατομμυρια
γροσια, τα εσοδα σε 12 εκατομμυρια· η φορολογία, οι τελωνειακοί
δασμοί, τα λάφυρα, τα λύτρα, ο εσωτερικος δανεισμος, οι εισφορες
ντοπιων και φιλελλήνων, δεν επαρκούσαν́. Η Επιτροπη της Β΄
Εθνοσυνέλευσης πρότεινε καλυτερη διαχειριση του δημοσιου χρηματος
και αναζήτηση νεων πόρων μέσω εξωτερικού́ δανεισμού.
Έτσι, την ίδια εκείνη χρονιά, ο Ορλανδος, ο
Ζαΐμης και ο Λουριώτης πήγαν στο Λονδινο (με έξοδα του λόρδου Βύρωνα)
και πήραν δανειο 800.000 λιρων με επιτόκιο 5%, προμηθεια 3%,
ασφαλιστρα 1,5% και περιοδο αποπληρωμης 36 χρονια. Ως εγγυηση για
την αποπληρωμη τεθηκαν τα δημοσια κτηματα και ολα τα δημοσια
εσοδα. Ωστόσο, στα χέρια της επαναστατικής́ διοίκησης έφτασαν μόνο
298.000 λιρες, αφου το δανειο που παραχωρήθηκε τελικά περιορίστηκε
στο 59% του ονομαστικου (472.000 λιρες) κι απο αυτο παρακρατηθηκαν
80.000 ως προκαταβολη τοκων δυο ετων, 16.000 για χρεολυσια, 2.000
ως προμηθεια και «αλλες δαπανες» (τι δαπάνες;).
Πράγματι, εκείνο το δάνειο ήταν «ληστρικο» και
μολονότι χαιρετιστηκε ως πολιτικη επιτυχια της Επανάστασης και ως
έμμεση αναγνώριση του ελληνικου κρατους, χρησιμοποιήθηκε για να
κερδισει η παραταξη Κουντουριωτη στην εμφυλια διαμαχη που
ακολούθησε. Μεγαλη ευθυνη για τους ορους της δανειοληψίας ειχαν οι
διαπραγματευτες – επιπλέον, ο πολιτικός Ανδρεας Λουριωτης και ο
πλοιοκτητης Ιωαννης Ορλανδος σπαταλησαν μεγαλα ποσα στο Λονδίνο:
νυχτερινή ζωή, πολυτελή ξενοδοχεία και γλέντια.
Το 1824, δευτερο δανειο: το καθαρο ποσο
μειώθηκε στις 816.000 λίρες, αφου το ποσό που παραχωρήθηκε ήταν τελικά
το 55% του ονομαστικου (1.100.000) κι απο αυτο παρακρατηθηκαν
284.000 λιρες για προκαταβολη τοκων δυο ετων, χρεολυσια,
προμηθεια και «αλλες δαπανες». Ενω το πρωτο δάνειο το διαχειρίστηκε
(με σκανδαλώδη τρόπο) η ελληνικη κυβερνηση, τη διαχείριση του
δεύτερου ανέλαβαν Άγγλοι τραπεζίτες και μέλη του Φιλελληνικου Κομιτατου. Απο το δανειο διατεθηκαν 212.000 λίρες για την
αναχρηματοδοτηση του πρωτου δανειου, 77.000 για την αγορα οπλων και
πυροβολων, από τα οποια λιγοστά εφτασαν στην Ελλαδα, 160.000 για
την παραγγελια 6 ατμοκινητων πλοιων, από τα οποια μονο τρια
εφτασαν στην Ελλαδα, και 155.000 για τη ναυπηγηση δυο φρεγατων σε
ναυπηγεια της Νεας Υορκης απο τις οποιες μονο μια έμεινε στην
Ελλαδα (η δευτερη πουληθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρωτη!).
Τελικα, στην Ελλαδα εφτασαν 232.558 στερλίνες, δηλαδη ποσό μικρότερο
του πρωτου δανείου. Υποτίθεται ότι τα δάνεια θα ενισχυαν τον
απελευθερωτικό αγωνα – αντιθέτως, υπηρξαν αφορμή εξαρτησης της χωρας
απο την Αγγλία.
Το 1827, η διοίκηση του Ιωάννη Καποδίστρια δεν
μπορούσε να πληρώσει τα τοκοχρεωλύσια των «δανείων της Ανεξαρτησίας». Ο
Καποδίστριας ζήτησε από τις μεγάλες δυνάμεις νέο δάνειο αλλά όταν του το
αρνήθηκαν κήρυξε πτώχευση και στράφηκε σ’ ένα εσωτερικό πρόγραμμα
οικοδόμησης της οικονομίας που προκάλεσε την αντίδραση τόσο των
αγροτικών μαζών –που ζητούσαν αναδιανομή των «εθνικών γαιών»– όσο και
των προκρίτων που αισθάνθηκαν ότι παραμερίζονταν από την εξουσία.
Εξυπακούεται (ή δεν εξυπακούεται) ότι για τη διασπάθιση των «δανείων της
Ανεξαρτησίας» ευθύνονταν οι ίδιοι οι Έλληνες εφόσον σπατάλησαν μεγάλο
μέρος τους στους εμφυλίους πολέμους.
Με την ενθρόνιση του Όθωνα το 1832, η Ελλάδα πήρε
τρίτο δάνειο (η τελευταία δόση του οποίου δεν καταβλήθηκε ποτέ) το οποίο
δαπανήθηκε στο στρατό, την γραφειοκρατία και την εξυπηρέτηση των
δανειακών υποχρεώσεων. Το 1843 ο Όθων κήρυξε μια ακόμη πτώχευση και, με
υπόδειξη των μεγάλων δυνάμεων, μείωσε δαπάνες και μισθούς. Σε διάσκεψη
στο Λονδίνο τέθηκαν αυστηροί όροι για την καταβολή των ελληνικών
οφειλών, ορίστηκε επιτροπή ελέγχου της ελληνικής οικονομίας και
επιβλήθηκε η εκχώρηση όλων των εθνικών πόρων για την εξυπηρέτηση των
δανείων. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν λειτούργησε. Η μόνιμη οικονομική
δυσπραγία διευκόλυνε το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου μετά από το οποίο
ψηφίστηκε το Σύνταγμα.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Βρετανός πρεσβευτής κ. Λύονς
έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η
Ελλάδα μπορεί να γίνει είτε ρωσική είτε αγγλική. Κι αφού δεν πρέπει να
γίνει ρωσική είναι ανάγκη να γίνει αγγλική». Ακολούθησαν σοβαρά
διπλωματικά σφάλματα: στον πόλεμο της Κριμαίας, που ξέσπασε ανάμεσα στην
Ρωσία και στους Αγγλογάλλους, η ελληνική (βαυαρική) κυβέρνηση, υπό το
κράτος του εθνικισμού που καλλιεργήθηκε από την εποχή της «Μεγάλης
ιδέας» του Κωλέττη (το τι έφαγε αυτός ο άνθρωπος…) στάθηκε στο πλευρό
του τσάρου χωρίς να ζητήσει εδαφικά ή οικονομικά ανταλλάγματα. Το 1857
οι Ευρωπαίοι συγκρότησαν επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που είχε
στόχο την εξεύρεση τρόπων για την πληρωμή των ελληνικών δόσεων του
δανείου του 1832.
Η επιτροπή αποφάσισε την εκχώρηση των εσόδων του
ελληνικού κράτους από τα κυβερνητικά μονοπώλια, τους φόρους του καπνού,
τα φορολογικά έσοδα και τους τελωνειακούς δασμούς. Παραλλήλως, κατέθεσε
προτάσεις για την εξυγίανση των δημοσιονομικών και τον εκσυγχρονισμό της
δημόσιας διοίκησης. Είναι να απορεί κανείς γιατί έχουμε αγανακτήσει με
τη σημερινή κηδεμονία: διανύουμε τον τρίτο αιώνα της ανικανότητας από
την πλευρά μας και της επιτήρησης από την πλευρά των Ευρωπαίων.
Από τη δεκαετία του 1860, η ανάπτυξη της ελληνικής
ναυτιλίας, της βιομηχανίας και των τραπεζών οδήγησε στην πολιτική
αφύπνιση της ολιγομελούς αστικής τάξης. Τα νέα αυτά κοινωνικά στρώματα
συσπειρώθηκαν γύρω από τον «προοδευτικό» Χαρίλαο Τρικούπη ενώ οι
παραδοσιακές κοινωνικές κάστες συσπειρώθηκαν γύρω από τον κοτζαμπάση
Δηλιγιάννη. Όταν ο Τρικούπης ανέλαβε την πρωθυπουργία, παρά τις
προσπάθειές του για εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους, από το
1879 ως το 1890 δανειζόταν με έξαλλο τρόπο εκχωρώντας σε δάνεια το 40 με
50% των εσόδων της χώρας.
Ο κρατικός προϋπολογισμός τις χρονιές εκείνες ήταν
μονίμως ελειμματικός και το ισοζύγιο πληρωμών αρνητικό. Κι όταν
σημειώθηκε ραγδαία πτώση στις εξαγωγές σταφίδας (το κύριο εξαγωγικό
προϊόν εκείνη την εποχή) η ελληνική οικονομία κατέρρευσε: το 1893 ο
Τρικούπης ανακοίνωσε μια ακόμη πτώχευση. Ακολούθησε η στρατιωτική ήττα
του 1897 συνέπεια της οποίας ήταν πολεμικές αποζημιώσεις 4 εκ. τουρκικών
λιρών και νέος διεθνής οικονομικός έλεγχος για το ιλιγγιώδες εξωτερικό
χρέος και τη νομισματική πολιτική. Η πτώχευση του 1893-97 είχε ως
αποτέλεσμα και την χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος. Το κίνημα στο
Γουδή το 1909 και η ανάδειξη του Ε. Βενιζέλου υπόσχονταν εκσυγχρονισμό
του ελληνικού κράτους, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να γίνει χωρίς εξωτερικό
δανεισμό. Βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο, έναν αιώνα αργότερα.
Πολλά γεγονότα μεσολάβησαν: Μικρασιατική
καταστροφή, κραχ του 1929, εργατικά κινήματα. Οι εξαγωγές καπνού, που
είχαν υποκαταστήσει εκείνες της σταφίδας, μειώθηκαν εξαιτίας της
γερμανικής ύφεσης. (Η Γερμανία αποτελούσε τον κύριο εισαγωγέα του
ελληνικού καπνού). Ένα χρόνο νωρίτερα, η Ελλάδα είχε επανέλθει στον
«κανόνα χρυσού» προκειμένου να προσελκύσει επενδύσεις ξένων κεφαλαίων.
Όμως το 1932 η υποτίμηση της στερλίνας και η κατάρρευση των παγκόσμιων
αγορών ανάγκασαν την Ελλάδα να τον εγκαταλείψει.
Στο μεταξύ, η Αγγλία μέσω του Διεθνούς Οικονομικού
Ελέγχου και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών,
επενέβαινε στις ελληνικές υποθέσεις προσπαθώντας να εξασφαλίσει τις
οφειλές προς τους Βρετανούς τραπεζίτες. Για να παραμείνει στον «κανόνα
χρυσού», η δραχμή συνδέθηκε με το αμερικανικό δολάριο και, όπως περίπου
συμβαίνει αυτόν τον καιρό, τον Σεπτέμβριο του 1931 επικράτησε πανικός:
«φυγαδεύτηκαν» στο εξωτερικό 3,6 εκ. δολάρια από ιδιώτες και τράπεζες. Η
κυβέρνηση αναζητούσε εναγωνίως κι άλλα δάνεια, χωρίς επιτυχία: την
πρωτομαγιά του 1932 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στη Βουλή την πτώχευση της
Ελλάδας και τη στάση πληρωμών του εξωτερικού χρέους. Ωστόσο, η
δικτατορική κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου 1936, που διατηρούσε σχέσεις με
τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, ανέλαβε και πάλι την αποπληρωμή του
εξωτερικού χρέους και πήρε καινούργια ασύμφορα δάνεια από την Αγγλία και
τη Γερμανία ώστε να εξοφλήσει τα παλιότερα.
Η νεότερη ιστορία μάς φέρνει εδώ: δεσπότες,
προεστοί και καπεταναίοι, Φιλικοί και κοτζαμπάσηδες, αγρότες, αρματολοί,
κλέφτες και καλαμαράδες, βλάχοι, ρωσόφιλοι, αγγλόφιλοι, γαλλόφιλοι,
τουρκόφιλοι, φασίστες Βαλκάνιοι – αυτοί είμαστε και τούτη την παράδοση
πρέπει να διαχειριστούμε. Η απογοήτευση που προκαλούμε ξανά και ξανά
στους Ευρωπαίους οφείλεται στον ήδη ματαιωμένο τους ρομαντισμό: στο ότι
δεν μοιάζουμε με απογόνους του Σωκράτη, στο ότι μοιάζουμε με απογόνους
του Ομέρ Βρυώνη. Η Ελλάδα, θεωρητικά ένας τόπος όπου μπορείς να γίνεις
εύκολα ευτυχισμένος, παραμένει επίσης ένας τόπος που δεν μπορεί να
διαχειριστεί τον ίδιο του τον εαυτό – κι όπου, όταν υπενθυμίζει κανείς
την ιστορία, όταν λέει «υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις», ακολουθεί
εθνικιστικό παραλήρημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου