Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

"Πολιτική και Συναίσθημα" του Νικολα Σεβαστακη (29/07/2012 στα "ΕΝΘΕΜΑΤΑ" της "ΑΥΓΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ")

..............................................................
 

Πολιτική και Συναίσθημα

 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/07/2012 
στα "ΕΝΘΕΜΑΤΑ"  της "ΑΥΓΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"


του Νικολα Σεβαστακη*

H ανακύκλωση του «φιλελεύθερου Κέντρου». Διαρκής και λυπηρή απομάκρυνση της «μεταρρυθμιστικής» και «υπεύθυνης Αριστεράς» από την Αριστερά. Ήδη όμως από τις μέρες της κυβέρνησης Παπαδήμου, στα διαδικτυακά στέκια αυτού του χώρου, παρατηρούσε κανείς να νεκρανασταίνονται μια μια οι ευρεσιτεχνίες του μπλερισμού ή της «προοδευτικής» συνέχειας του θατσερισμού. Να, για παράδειγμα, οι προ εικοσαετίας αναλύσεις περί ύπαρξης δύο κοινωνιών, της καθυστερημένης και αργόστροφης και της άλλης, της κοινωνίας των παραγωγικών και ευφυών που δεν τους αφήνουν να διακριθούν και να ηγηθούν. Τώρα ωστόσο τα ίδια ξόρκια επαναλαμβάνονται σε συνθήκες μακάβριας πτώσης της μεσαίας τάξης και οικονομικής εξάντλησης για μεγάλα τμήματα του λαού. Και σε ένα περιβάλλον επανεμφάνισης των συσσιτίων και με 1.200.000 ανέργους ξενίζει ακόμη περισσότερο ο υπερβατικός οίστρος των οπαδών του «δυναμικού Κέντρου». Ενώ μαζί με αυτήν επιστρέφει και ο μύθος της ευεργετικής ιδιωτικοποίησης ως να μην υπήρξε καμιά μεγάλη κρίση, κανένας ισχυρός κλονισμός στα δόγματα και στις λειτουργίες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Η λύση του κοινωνικού προβλήματος επαφίεται στη φαντασίωση της ανεμπόδιστης ροής ιδιωτικών επενδύσεων πίσω από την οποία κρύβεται δυστυχώς αυτό που δήλωσε προ κάποιων εβδομάδων η Μέρκελ: ότι για τους αποτυχημένους της νότιας Ευρώπης το πρότυπο θα έπρεπε να είναι η… Ινδονησία! Έτσι λοιπόν ο όψιμος ευρωπαϊσμός φτάνει στο σημείο της θλιβερής του αυτοαναίρεσης. προτρέποντας στη γενική εκποίηση όλων όσων άξιζαν στην ευρωπαϊκή κληρονομιά.

Μπέρια με blackberry. Αυτό που δεν θέλουν να καταλάβουν οι ευρωπαϊκές ηγετικές κάστες είναι ότι συνεχίζοντας να βασανίζουν τον κόσμο, αδιαφορώντας δηλαδή σκανδαλωδώς για το υπερεθνικό κοινωνικό πρόβλημα, ενισχύουν τους υπόγειους ρατσισμούς και τη διασπορά εχθροτήτων. Όπως φαίνεται δεν υπολογίζουν καθόλου τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες των όσων αποφασίζουν στο «δημοσιονομικό» επίπεδο. Αντιλαμβάνονται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τη διαχείριση της κρίσης ως υπόθεση στόχων και τυφλών χρονοδιαγραμμάτων επίτευξης. Δεν είναι ωστόσο λογιστές όπως έλεγαν κάποιοι παλαιότερα. Έχουν γίνει κάτι πολύ πιο ανησυχητικό: μικροί φανατικοί Λαβρέντι Μπέρια, Μπέρια της «ανοιχτής κοινωνίας».

Βαναυσότητα. Μια από τις πιο ευγενικές φωνές της προηγούμενης πεντηκονταετίας, η λετονικής καταγωγής Αμερικανίδα Τζούντιθ Σκλαρ, έλεγε ότι το πρώτο και βασικό μέλημα είναι η αντιμετώπιση της βαναυσότητας και της αδικίας. Όπου ωστόσο και αν κοιτάξεις στον ορίζοντα των επίσημων πολιτικών, έρχεσαι σε επαφή με ανενδοίαστη επίδειξη σκληρότητας, με ηθική αναισθησία για τα δεινά που αντιμετωπίζουν τα άτομα. Ακόμα και αν τα δεινά αυτά δεν αφορούν άμεσα την φυσική κακοποίηση των ανθρώπων, θίγουν παρόλα αυτά την αξιοπρέπεια των προσώπων υπονομεύοντας τα θεμέλια του αυτοσεβασμού τους. Ο φιλελευθερισμός της «αντίστασης στη βαναυσότητα», σαν κι αυτόν της Σκλαρ, έχει παραχωρήσει για τα καλά τη θέση του στο δογματισμό της νόρμας και των πλάνων συμμόρφωσης και εξυγίανσης. Η αποδοχή της ανθρώπινης ατέλειας φαντάζει τώρα αδύναμο ίχνος μιας σκέψης απροετοίμαστης να αντέξει τα κύματα παλιανθρωπιάς της «σύγχρονης διακυβέρνησης». Σε αυτήν τη διακυβέρνηση τα πάντα θυσιάζονται στο βωμό προσήλωσης στο πρωτόκολλο της καπιταλιστικής θεραπευτικής. Και αυτό το πρωτόκολλο έχει γίνει ένας νέος κοσμικός φανατισμός, ένας ανελεύθερος ζηλωτισμός που απειλεί την εύθραυστη σφαίρα της ενδόμυχης ζωής όσο και το δημόσιο χώρο των θεσμών.

Χαλυβουργία. Πώς είναι δυνατό να υπάρχουν κάποιοι που χαίρονται με την προοπτική της ήττας μιας απεργίας που άντεξε εννέα μήνες; Τι αντέχει άραγε τόσο καιρό στην εποχή της ολιγοπιστίας και της κόπωσης όλων με όλα; Τι διατηρείται στο χρόνο αν δεν φέρει μαζί του μια ιδιαίτερη αλήθεια, μια διακριτή ποιότητα που κανένας κομματικός ή συνδικαλιστικός μηχανισμός δεν θα μπορούσε να υποθάλψει ούτε βέβαια να εφεύρει; Φαίνεται όμως ότι ακόμα και μέσα σε εκείνον τον κόσμο που οργίζεται για τη σκληρότητα των εισοδηματικών του απωλειών φωλιάζει ένα είδος βουβού δέους για τη χαμένη «πυγμή του κράτους» έναντι της «ανομίας». Η αντίληψη άλλωστε ότι κάθε οργανωμένη συλλογική δράση είναι χυδαίος συντεχνιασμός ακόμα και αν τα αιτήματά της δεν έχουν τίποτα το συντεχνιακό είναι πολύ πιο βαθιά από τη φυσική απέχθεια που αισθάνονται σχεδόν άπαντες για τη μείωση των εισοδημάτων τους. Πολλοί δείχνουν να απολαμβάνουν τη συντριβή του άλλου ως απόδειξη της καθολικής κακοδαιμονίας μέσα στην οποία δικαιολογείται η δική τους ηθική αναισθησία και η αδράνεια των συνειδήσεων. Αλλά για αυτούς τους μηχανισμούς ψυχικού ακρωτηριασμού, στο μεταίχμιο απόγνωσης και κυνισμού, καμιά Αριστερά, όσο επαρκής και αν γίνει πολιτικά, δεν θα μπορέσει να μιλήσει με ευθύτητα.

Ηθική της μικρότητας. Η κυρίαρχη ηθική συμπεραίνει από την κρίση ότι όλοι πρέπει να γίνουμε μικροί άνθρωποι. Επειδή τα ψεύτικα μεγαλεία του παρελθόντος γέννησαν άφθονα μοντέρνα τέρατα, πρέπει, λένε ουσιαστικά, να συνηθίσουμε στο τιποτένιο. Λες και επειδή υπήρξε η έλλειψη μέτρου πρέπει να υποταχτούμε στωικά στα πένθιμα «μέτρα τους».
Γιατί βέβαια η κρίση είναι, εκτός των άλλων, ένα μεγάλο εργαστήριο συναισθημάτων. Δεν αφήνει τα άτομα στην ησυχία τους καταργώντας τις αποστάσεις από τη σφαίρα των πολιτικών αποφάσεων. Μοιάζει έτσι με μια πορεία εξαναγκαστικής δήμευσης των ιδιωτικών μας στιγμών. Υπάρχουν άραγε αντίδοτα στην μετατροπή των ανθρώπων σε χρεωστικά υπόλοιπα στην υπηρεσία ενός ελάχιστα γενναιόδωρου χρόνου; Η τέχνη, ο έρωτας, η γραφή… Ίσως και το παιχνίδι των βλεμμάτων σε αυτή την απέραντη ύπαιθρο, ακόμα και στον καύσωνα της μεγάλης πόλης. Ή ακόμα και η πίστη έτσι όπως την υπερασπίζεται* ανορθόδοξα ο Τέρρυ Ήγκλετον. Ο ποιητής πάντως έχει ήδη απαντήσει προ καιρού:

Να είμαστε κάπου συναρμοσμένοι: έτσι εκπληρωνόμαστε: συνεισφέροντας τη μοναξιά μας σε μια κοινή υπόθεση.1


 1 Η σοφία του Ρίλκε (μετάφραση Αλεξάνδρα Νικολακοπούλου, ανθολόγηση Ulrich Bauer), Αθήνα, Πατάκης 2009, σ. 131.

*Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: