Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

"Νίκος Δήμου: Οδός Μιχαήλ Βόδα, ένας δρόμος παράδεισος" έγραψε ο Μάκης Προβατάς (Athens Voice, 12.12.2018) & ένας σχολιασμός...

 ...............................................................


Νίκος Δήμου: Οδός Μιχαήλ Βόδα, ένας δρόμος παράδεισος





έγραψε ο Μάκης Προβατάς (Athens Voice, 12.12.2018)

Με τον Νίκο Δήμου βρεθήκαμε στο σπίτι του και έτσι αναπόφευκτα του ζήτησα αρχικά να με ξεναγήσει στη βιβλιοθήκη του, μία από τις πιο εντυπωσιακές και οργανωμένες βιβλιοθήκες που μπορεί να δει κάποιος σε σπίτι… Συζητήσαμε για διάφορα βιβλία που είδα εκεί και για την καθημερινότητα στην οποία μπαίνει, όταν γράφει. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε να συζητάμε για το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειάς του, που από την πλευρά της μητέρας του φτάνει σε μία πολύ παλιά γενοβέζικη οικογένεια, που ήρθε στη Χίο τον 14ο αιώνα...





Το σημείο της Αθήνας για το οποία θα μας μιλήσετε ποιο είναι;

Θα γυρίσω πάρα πολλά χρόνια πίσω και θα σας μιλήσω για τη γειτονιά στην οποία δεν γεννήθηκα μεν, αλλά μεταφέρθηκα ως βρέφος δέκα μηνών. Οι γονείς μου αρχικά έμεναν στην οδό Μητσαίων, κάτω από την Ακρόπολη, και μετά βρήκαν αυτό το καινούργιο σπίτι στη Μιχαήλ Βόδα στον αριθμό 143. Νοίκιασαν το επάνω πάτωμα, όπου από την πίσω βεράντα του έβλεπες μποστάνια, κληματαριές, κήπους και στο βάθος την Πάρνηθα. Η περιοχή ακόμα χτιζόταν. Όλα τα σπίτια γύρω ήταν νεοκλασικά. Το άλλο ωραίο στοιχείο του δρόμου αυτού ήταν, και ακόμα είναι, ότι πλαισιωνόταν από δενδροστοιχίες. Ήταν ένας δρόμος παράδεισος για τα παιδιά. Εμείς δεν παίζαμε σε αλάνες, η αλάνα μας ήταν αυτός ο δρόμος. Δεν περνούσε ποτέ αυτοκίνητο από εκεί, και όταν περνούσε γινόταν συναγερμός. Φωνάζαμε με ενθουσιασμό: «Αυτοκίνητο, αυτοκίνητο!». Εκεί έζησα την έναρξη του πολέμου. Ήμουν πέντε χρονών, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Εκεί έζησα την Κατοχή…

Ο δρόμος αυτός που ήταν «παράδεισος», στη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε ενός είδους «παράδεισος» ή μετατράπηκε σε «κόλαση»;

Και τα δύο συνέβησαν, στην πιο έντονη μορφή τους. Εκεί έζησα τον φοβερό χειμώνα του ’41, όταν οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Άκουγες μπροστά από το σπίτι μας τη κραυγή «πεινάω», και το πρωί περνούσε ο Δήμος με το κάρο και μάζευε τα πτώματα των ανθρώπων που είχαν πεθάνει από την πείνα και το κρύο. Ο χειμώνας του ’41 δεν ήταν μόνο ο πρώτος χειμώνας της Κατοχής, ήταν και ο πιο βαρύς χειμώνας της Κατοχής. Είχε χιόνι ακόμα και μέσα στην πόλη. Τα δάχτυλά μας, όλων των παιδιών, ήταν γεμάτα χιονίστρες. Περάσαμε πάρα πολλές στερήσεις. Ωστόσο, ο δρόμος αυτός συνέχισε να είναι ο «παράδεισός» μας, αφού και τότε παίζαμε πολύ έξω από τα σπίτια μας. Αυτό το συγκεκριμένο παιχνίδι που έκανα στον δρόμο στη διάρκεια της Κατοχής είναι που ανακαλώ, όταν θέλω να θυμηθώ κάτι ευχάριστο. Με κάνει να νιώθω ωραία. Σκέφτομαι: «Τουλάχιστον έπαιξα εκεί και τότε». Να σας πω επίσης πως από όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, το σπίτι μας έγινε κέντρο για τη γειτονιά, ως καταφύγιο. Μάλιστα, κατά τον καθηγητή του Πολυτεχνείου που έμενε διαγωνίως απέναντι, δεν θυμάμαι το όνομά του, είχε το καλύτερο υπόγειο για καταφύγιο, αφού ήταν διώροφο και είχε πολύ δυνατή κατασκευή από μπετόν αρμέ. Έτσι, όταν χτυπούσε συναγερμός, οι κοντινοί γείτονες έρχονταν στο δικό μας σπίτι.

Η Μιχαήλ Βόδα 143 αντιπροσώπευε για εσάς την ασφάλεια, μέσα σε αυτή την τρέλα του κόσμου;

Ναι, φυσικά…! Βέβαια, να πω ότι μόνο στην αρχή του πολέμου τρέχαμε στα καταφύγια μόλις ειδοποιούσαν οι σειρήνες. Μετά καταλάβαμε ότι δεν πρόκειται οι εχθροί να βομβαρδίσουν την Αθήνα, εξαιτίας της Ακρόπολης. Άλλωστε το είχαν δηλώσει κιόλας. Έτσι, όταν έρχονταν τα εχθρικά αεροπλάνα, και αυτό συνέβαινε τη νύχτα κυρίως, και βομβάρδιζαν τον Πειραιά ή κάποιες βιομηχανικές ζώνες, εμείς ανεβαίναμε στην ταράτσα και παρακολουθούσαμε το θέαμα. Στα μάτια μας ήταν πραγματικά φαντασμαγορικό. Με τα τροχιοδεικτικά και τους προβολείς που δημιουργούσαν στον ουρανό το «Χ» προσπαθώντας να βάλουν στο κέντρο του το εχθρικό αεροπλάνο για να το χτυπήσουν τα αντιαεροπορικά. Παρόλο που απαγορευόταν να βρισκόμαστε στην ταράτσα, εμείς ανεβαίναμε επάνω και χαζεύαμε. Φέρτε στο μυαλό σας τα πολεμικά παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά σήμερα στο κομπιούτερ, και όλες αυτές τις εικόνες και την περιπέτεια που βλέπουμε στην οθόνη. Εμείς τα ζούσαμε μπροστά στα μάτια μας.

Επομένως στη διάρκεια αυτών των χρόνων της ζωής σας, όλες σας οι «διαδρομές» γίνονταν σε αυτό τον δρόμο. Αυτός ο στενός διάδρομος ήταν όλο σας το ταξίδι και η περιπέτεια. Ως παιδάκι, επιχειρήσατε ποτέ με τους φίλους σας, σαν μια διαφορετική αίσθηση περιπέτειας, να πάτε στον αποκάτω δρόμο ή στην παραδίπλα γειτονιά;

Μας κυρίευε κάποιες φορές αυτό το κύμα της περιέργειας και της επιθυμίας για περιπέτεια, ναι. Τότε ξεκινούσαμε και πηγαίναμε στον αποκάτω και στους παραδίπλα δρόμους. Όμως, από την Αθήνα βγήκα για πρώτη φορά, όταν ήμουν δέκα χρονών. Αυτό έγινε μετά τα «Δεκεμβριανά» όταν η πόλη, κατά κάποιο τρόπο, ελευθερώθηκε, όχι μόνο από τους Γερμανούς, αλλά και από όλους τους άλλους που την διαφιλονικούσαν. Τότε ήταν που είδα για πρώτη φορά τη θάλασσα και μου αποτυπώθηκε ως ανάμνηση. Αυτό έγινε το 1945, όταν περάσαμε ένα χρονικό διάστημα σε ένα σπίτι στη Γλυφάδα. Αυτή, μέσα στο μυαλό μου, ήταν μια μεγάλη, υπέροχη περιπέτεια. Είχα πάει και πιο μικρός, όταν ήμουν τριών χρονών, έχω φωτογραφίες που είμαι μέσα στη θάλασσα, αλλά δεν το θυμάμαι ως γεγονός. Μετά από εκείνο το καλοκαίρι, μια άλλη, μεγάλη περιπέτεια ήταν όταν τον επόμενο χρόνο πήγαμε στην Κάτω Κηφισιά και μείναμε ως «διακοπές στην εξοχή».


Μας μιλάτε για τις ψυχαγωγικές αλλά και για τις πολύ άσχημες περιπέτειες της ζωής σας, της ζωής ενός ανθρώπου στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχουν γίνει πολύ συνηθισμένες εκφράσεις το «είμαστε σε πόλεμο» και «έχουμε Κατοχή»… Τι σκέφτεστε γι’ αυτό;

Όλοι αυτοί που λένε ότι είμαστε σε Κατοχή, σημαίνει απλώς ότι δεν έχουν ιδέα τι ήταν η Κατοχή, ούτε ενδιαφέρονται πραγματικά να μάθουν. Ο πατέρας μου ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και υποτίθεται ότι ήμασταν άνθρωποι με κάποια ευμάρεια. Ποια ευμάρεια; Η μητέρα μου είχε κληρονομήσει ένα καταπληκτικό πιάνο Bechstein, το οποίο ανταλλάχθηκε για έναν τενεκέ λάδι. Ήρθε ένας βλάχος, αφού είχε μεσολαβήσει ο μαυραγορίτης της περιοχής, και το πήρε.


Ήσασταν μπροστά;

Ναι, φυσικά. Το θυμάμαι ακόμα.

Παρότι ήσασταν μικρό παιδί, αντιληφθήκατε εκείνη τη στιγμή ότι γινόταν μια εντελώς άνιση και ασύμμετρη «ανταλλαγή»;

Απόλυτα. Κυρίως γιατί είχα συνηθίσει να ακούω συχνά να παίζουν κάποια κομμάτια σε αυτό το πιάνο. Μερικές φορές έπαιζα κι εγώ, και εκείνη τη στιγμή καταλάβαινα ότι αυτό τελείωνε για πάντα στο σπίτι μας.


Έχετε περάσει για να δείτε αν υπάρχει ακόμα αυτό το «καταφύγιο» της τότε γειτονιάς; 

Υπάρχει ακόμα το σπίτι. Τελευταία φορά το είδα πριν μερικά χρόνια, πέρασα από εκεί, είχε μία μεγάλη επιγραφή που έγραφε «Σχολή Τυφλών». Είναι πανάσχημο πλέον, και ευτυχώς που οι τυφλοί δεν το βλέπουν. Ένα σπίτι που εκείνη την εποχή το ονόμαζαν «αρτιφισιέλ». Τότε ήταν της μόδας. Η επικάλυψη του σπιτιού γινόταν με κάτι σαν τσιμέντο, το οποίο το λάξευαν με κάποιο ειδικό εργαλείο και γινόταν σαν να είχε μικρές κυψέλες. Σε ένα χρώμα σκούρο γκρι-καφέ, απαίσιο. Όμως, ο δρόμος ακόμα και σήμερα έχει δέντρα και από τις δύο πλευρές του. Αν περάσει κανείς προχωρημένη άνοιξη είναι καταπράσινα όλα. Δυστυχώς, όμως, έχουν εξαφανιστεί σχεδόν όλα τα ωραία παλιά σπίτια.



Το σχόλιό μου: Αντιγράφω από τη Βικιπέδια: "Ο Άγιος Παντελεήμων είναι συνοικία στο κέντρο της Αθήνας. Συνορεύει με τις συνοικίες Βικτώρια, Πλατεία Βάθης, Αγίου Μελετίου και Αττική. Κύριος οδικός άξονας του Αγίου Παντελεήμονα είναι η οδός Αχαρνών. Το όνομα της συνοικίας οφείλεται στο ναό του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται επί της οδού Αχαρνών.

Η συνοικία άρχισε να δομείται με πολυκατοικίες από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του 1970, στις οποίες κατοικούσαν άνθρωποι της αστικής τάξης. Άρχισε να υποβαθμίζεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν οι κάτοικοι άρχισαν να μετακινούνται στα προάστια της πόλης (1). Αμέσως ακολούθησε πτώση της αξίας των διαμερισμάτων λόγω της υπερβολικής δόμησης, της έλλειψης ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου. Από τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να εγκαθίστανται οικονομικοί μετανάστες από άλλες χώρες, εκμεταλλευόμενοι τα φθηνά ενοίκια των διαμερισμάτων. Οι πρώτες ρήξεις κατοίκων-μεταναστών άρχισαν να παρουσιάζονται κατά τη δεκαετία του 2000, λόγω της αύξησης της εγκληματικότητας και της υποβάθμισης της περιοχής. 

Σήμερα η περιοχή απαρτίζεται κυρίως από γερασμένες πολυκατοικίες με ελάχιστους χώρους πρασίνου. Εξυπηρετείται από πλήθος λεωφορειακών γραμμών, καθώς και από τους σταθμούς Αττική και Βικτώρια."

Η οδός Μιχαήλ Βόδα ανήκει στη συνοικία του Αγ. Παντελεήμονα Αχαρνών. Είναι ένας δρόμος παράλληλος στην Αχαρνών και συνδέει τέσσερις σταθμούς σταθερής συγκοινωνίας: Τους σταθμούς του μετρό Μεταξουργείου, Σταθμού Λαρίσης, Αττικής και με τον σταθμό του ΗΣΑΠ στον Άγιο Νικόλαο της Αχαρνών. Διακρίνεται για τις μεγάλες του αντιθέσεις και αντιφάσεις, ήτοι είναι μια οδός που στο μεγαλύτερο μήκος της κυριαρχεί ο πράσινος "θόλος" των δέντρων της που σκιάζει το οδόστρωμά της - χαρακτηριστική η ως άνω φωτογραφία. Ωστόσο τα πεζοδρόμιά της "φιλοξενούν" κυρίως άσχημες πολυκατοικίες, αλλά και νεοκλασικά σπίτια από ισόγεια μέχρι και τριώροφα, που είναι πραγματικά στολίδια νεοκλασικής αισθητικής. Ελάχιστα από τα τελευταία αυτά "κοσμήματα" αυτού του αντιφατικού δρόμου κατοικούνται. Τα περισσότερα είναι κλειστά (στην καλύτερη περίπτωση), αρκετά ερειπώνουν και καταρρέουν. Αυτό μπορεί να το δει κανείς και στις παρόδους της Μιχαήλ Βόδα όπου σώζονται - ακόμα - τέτοια οικήματα. Στις παρόδους και στις παράλληλες με την Μιχαήλ Βόδα οδούς παλιά ωραία σπίτια έχουν μετατραπεί σε οίκους ανοχής - χαρακτηριστικά τα "φωτάκια" στις πόρτες τους. 
Παλιοί κάτοικοι της περιοχής εξανίστανται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την "κατάντια" που έχει επέλθει εκεί. Καθ' ομολογία τους εγκατέλειψαν την περιοχή, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στα βόρεια προάστια και στην Ανατολική Αττική,  γιατί α) πυκνοκατοικήθηκε β) άλλαξε η ζωή με τις πολυκατοικίες που κτίστηκαν από το 1980 και μετά με την αντιπαροχή - πολλοί είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων που δεν τα κατοικούν πλέον οι ίδιοι και απλώς τα νοικιάζουν στους αλλοδαπούς μετανάστες και πρόσφυγες παραδίδοντάς τα σε ΜΚΟ που με τη σειρά τους τα νοίκιασαν στους αλλοδαπούς που τώρα η παρουσία τους ενοχλεί μέχρι ρατσιστικών αντιδράσεων, γ) πολλά απ' αυτά τα κτίρια που διασώθηκαν κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι διατηρητέα, θα αρκούσε βέβαια να επιδοτηθούν ως τέτοια γιατί απλώς αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά. Αλλά το κράτος δυσπραγούσε ή και ακόμα δυσπραγεί εδώ και 30 περίπου χρόνια ή και απλώς αδιαφορούσε και αδιαφορεί. Να, λοιπόν, οι "αντιφάσεις" του νεοελληνικού "θαύματος" της εποχής μας. Μαζί με τις "σκοτεινές" όψεις του, τα ρατσιστικά παραληρήματα που ενοχοποιούν τους φουκαράδες που μας ήρθαν από τις χώρες του κόσμου που δυστυχούν. Ας αναζητήσουν, λοιπόν, αλλού τις εξηγήσεις γι' αυτά που συμβαίνουν σ' αυτήν την κεντρική περιοχή της πρωτεύουσας κι ας στρέψουν αλλού τις διαμαρτυρίες τους, στους εαυτούς τους που αδράνησαν και στην πολιτεία που είτε μπορούσε αλλά, κυρίως, δεν ήθελε, είτε δεν μπορούσε να συντρέξει στη διαφαινόμενη "αλλαγή" του ανθρώπινου περιβάλλοντος σ' αυτό τον τόπο που κάποτε ήκμαζε - εντός και εκτός εισαγωγικών.
Πάντως αυτό το ανθρώπινο περιβάλλον εμένα μ' αρέσει γιατί είναι πολύχρωμο και ζωντανό. Κι επιπλέον, έστω με το φόβο της εκδίωξής τους, αυτοί οι ξένοι που ήρθαν εδώ για να μείνουν είναι περισσότερο νομοταγείς από εμάς τους Έλληνες. Αλήθεια, δεν υπάρχει περίπτωση  να μη σου κόψουν απόδειξη για κάθε τι που ψωνίζεις από τα μαγαζιά τους. Για συγκρίνετέ τους σ' αυτό το σημείο με τους δικούς μας μικροεπιχειρηματίες...

Δεν υπάρχουν σχόλια: