Να γιατί...
Να γιατί.
Ο Μητσοτάκης και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα θαρρούν ότι άλλη έγνοια δεν είχαμε για το ποιος θα μεταγραφεί από ποιο κόμμα σε ποιο κόμμα.
Ο Τσιπρας και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα πιστεύουν ότι θα σκίσουμε τα ρούχα μας που (του) πήραν ένα «στέλεχος» (τι πομπώδης κι ανόητη έκφραση, άκου στέλεχος!).
Ο ίδιος ο λεγάμενος (αν θυμάμαι είχε προκαλέσει ένα μικρό σκάνδαλο στο παρελθόν όταν δέχτηκε να γίνει υπουργός φορώντας ακόμα τη στολή του κορυφαίου δημοσίου υπαλλήλου), είπε-ξείπε, ξαναείπε και ξαναξείπε και δε φαίνεται να πήρε πρέφα τη ντροπή που (θα) τον συνοδεύει.
Να γιατί η τρέχουσα πολιτική είναι τόσο αηδιαστική και ταυτόχρονα τόσο γοητευτική για τον παρηκμασμένο Τύπο και τους «ινφλουένσερζ» που λιγουρεύονται την ξεπεσμένη αίγλη του.
Μωρία, μωρία, μωρία.
Χαζεύουμε συλλογικά σαν είδος; Είναι η καταστροφή που σκοτεινιάζει τον ορίζοντα τόσο τρομακτική που θολώνει το νου; Που μας κάνει να λέμε άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε;
Ποιος θα μας πει;
Ας ρωτήσουμε τον Οζυμανδία*
Οι Αλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
………….
Αλλά η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
………….
μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.
............................................................
Αλεξανδρινοί Βασιλείς
Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.
Ο Αλέξανδρος -- τον είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος -- τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης…
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί-
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ' άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια…
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς -
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων!
…Οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
Αλλά η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κ’ εμορφιά-
της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών-
κ' οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ' ενθουσιάζονταν, κ' επευφημούσαν
ελληνικά, κ' αιγυπτιακά, και ποιοί εβραίικα,
γοητευμένοι με τ' ωραίο θέαμα --
μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες…
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)
........................................................................
Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία.
Είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα
υψώνονται στην έρημο... Κοντά τους, μες στην άμμο
βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ' ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής,
λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ' άψυχα ετούτα πράγματα
– το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα 'θρεψε.
Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται:
«Οζυμανδίας τ' όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων,
κοιτάξτε τα έργα μου. Ισχυροί, κι απελπιστείτε!»
Άλλο τίποτα δεν μένει. Γύρω από τη φθορά
των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή,
μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά.
Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ (1792-1822)
*Σημείωση: Η μετάφραση έγινε από την Κατερίνα Σχινά
.................................................................
Χειμωνιάτικο απόγευμα του 1817. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη ενός ευχάριστου σπιτιού, που βρίσκεται στις παρυφές της κωμόπολης Μάρλοου, ένας τραπεζίτης από το Λονδίνο, ονόματι Οράτιος Σμιθ, απολαμβάνει ήρεμος το βιβλίο του. Ο οικοδεσπότης του, ένας νεαρός άνδρας, μια εβδομάδα τώρα μελετάει Γίββωνα, Μπούρκχαρντ και τα έργα του Κόμητος Σωσμπέφ ντε Βολνέ· τον έχει γοητεύσει ιδιαίτερα το έργο του τελευταίου «Ερείπια, ή Στοχασμοί πάνω στο Πεπρωμένο των Αυτοκρατοριών» και ανταλλάσσει με τον τραπεζίτη κάποιες συναφείς σκέψεις. Η σύζυγός του κάθεται σιωπηλή πλάι στη φωτιά, διαβάζοντας Τάκιτο. Το πρώτο της μυθιστόρημα βρίσκεται ήδη στον τυπογράφο. Τίτλος του, «Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας».
Ο τραπεζίτης μας διαβάζει Διόδωρο. Σκέφτεται να γράψει ένα στοχαστικό σονέτο: τον έχει εμπνεύσει η περιγραφή ενός ερειπωμένου μνημείου που συνάντησε ανάμεσα στις εκατοντάδες σελίδες του ιστορικού. Πριν από 3.300 χρόνια, περίπου, ο μεγαλύτερος Φαραώ στην ιστορία της Αιγύπτου, ο Ραμσής Β', παρήγγειλε ένα άγαλμα και το έστησε στην πόλη των Θηβών. Είχε ύψος είκοσι μέτρα, ζύγιζε χίλιους τόνους και στη βάση του έφερε την επιγραφή: «Είμαι ο Ούσερ-μα-Ρα, ο Βασιλεύς των Βασιλέων, Κυρίαρχος της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου... Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει το μεγαλείο μου, ιδού εγώ, ας προσπαθήσει να υπερβεί όσα έπραξα».
Εξακόσια χρόνια αργότερα, ο Έλληνας περιηγητής Εκαταίος επισκέφθηκε την Αίγυπτο και φιλοτέχνησε μια περιγραφή του αγάλματος του Ραμσή, προσπαθώντας να είναι όσο ακριβέστερος μπορούσε. Έκανε όμως λάθος στη μεταγραφή του ονόματος. Το Ούσερ-μα-Ρα έγινε Οζυμανδύας μια λέξη πιο οικεία στο ελληνικό αυτί. Το βιβλίο του χάθηκε, αλλά ο Διόδωρος συμπεριέλαβε αυτήν την περιγραφή στην παγκόσμια ιστορία που έγραψε την εποχή του Αυγούστου και η οποία επεκτεινόταν σε σαράντα ολόκληρους τόμους.
Η επιγραφή στη βάση του αγάλματος είχε μεταφερθεί ως εξής:
«Ο Βασιλεύς των Βασιλέων Οζυμανδύας είμαι εγώ.
Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει πόσο μεγάλος είμαι και πού κείτομαι,
ας υπερβεί τις πράξεις μου,
αν μπορεί».
Έτσι, ενώ ο χειμωνιάτικος ήλιος έδυε, στο αδύναμο φως ενός κεριού, ο λογοτέχνης-τραπεζίτης Οράτιος Σμιθ έγραψε: «Στην αμμώδη σιωπή της Αιγύπτου / στέκει γιγάντιο πόδι που σκορπίζει / τη μόνη σκιά που η έρημος γνωρίζει». Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη στροφή, ο οικοδεσπότης του τον πλησιάζει. Προτείνει να γράψει κι εκείνος ένα σονέτο πάνω στο ίδιο θέμα. Και γράφει: «Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία. / Είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα / υψώνονται στην έρημο... Κοντά τους, μες στην άμμο / βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του / χείλη, πτυχωμένα σ' ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής, / λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη / που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ' άψυχα ετούτα πράγματα / το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα 'θρεψε. / Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται: / "Οζυμανδίας τ' όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων, / κοιτάξτε τα έργα μου. Ισχυροί, κι απελπιστείτε! " / Άλλο τίποτα δεν μένει. Γύρω από τη φθορά / των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή, / μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά».
-
Χρειάστηκαν δέκα λεπτά (ή περίπου) για να γράψει ο Σέλλεϋ ένα από τα αριστουργήματα της αγγλικής ποίησης. Είχαν συνδράμει ένας Φαραώ, μια ομάδα ιστορικών, εξερευνητών και περιηγητών και ο λησμονημένος σήμερα Οράτιος Σμιθ. Ιδιοφυΐα σημαίνει, όπως έχει γράψει ένας γνωστός κριτικός, να βρίσκεσαι στον κατάλληλο τόπο τον κατάλληλο χρόνο, έτοιμος να αδράξεις τη στιγμή. Ο Οράτιος Σμιθ και ο Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ έστειλαν τα σονέτα τους σε μια εφημερίδα, η οποία δημοσίευσε και τα δύο. Ο έντιμος και σχολαστικός Σμιθ τιτλοφόρησε το ποίημά του «Πάνω σε ένα επιβλητικό γρανιτένιο πόδι, που ανακαλύφθηκε να ίσταται μόνο στην έρημο της Αιγύπτου, με τη σχετική επιγραφή χαραγμένη στη βάση». Ο Σέλλεϋ ονόμασε το δικό του «Οζυμανδύας».
Ιδιοφυΐα ίσως σημαίνει και το να ξέρεις πώς να τιτλοφορήσεις ένα ποίημα.
Χάρης Βλαβιανός
"Τα συστατικά της ιδιοφυΐας"
από τις "Επιφυλλίδες"
"TA NEA" Δευτέρα 6 Μαρτίου 2000
Αρ. Φύλλου 16685
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου