Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

"Πτωχοπετεφρικόν" ποίημα του Πάνου Θεοδωρίδη από τη σελίδα του φίλου στο fb Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 29/11/2018)

............................................................














Πάνος Θεοδωρίδης
(γ.1948)























Πτωχοπετεφρικόν

[Περί του ποιητού, να μη γράφει ευλόγια]

Από μικρόθεν μ’ έλεγεν ο γέρων ο πατήρ μου:
«Θέλεις να γίνεις ποιητής, Αβεσαλώμ την κόμην
Να σκαρδαμύεις βλέφαρον και να βογκούν τα πλήθη;
Ευθύς σονέτον δούλευε, πλεχτόν στιχάκι μάθε
Ριμάδας αμερίμνητους των Κρητικών να αλέθεις
Τροχαίους και ιαμβικούς, ανάπαιστους και ξένους
Που τους ελέγουν χαϊκού οι παίδες Χιροχίτου


Επεξεργάζου μανικώς, γίνε καλός τεχνίτης
Και φρόντισον η πένα σου να ένι οξυμενη,
Να κάνει σκράτσα στο χαρτί, σκράτσα περγαμηναία
Πλήν όταν θέλεις πάπυρον, να γράφεις με αλεύρι
Καθώς ο μεγαλέξανδρος εκδυτικώς του Νείλου
Εχάραξεν τα σύνορα της πόλεως δι αλφίτων».


Κι έμαθα τα ποιητικά, μετά πολλού του κόπου.
Πρώτα επήρα κλασικούς,τηρών επετηρίδαν
Όμηρον, είτα Ησίοδον, Ηρώνδα μιμιάμβους
Τους τραγικούς, τους κωμικούς και την Μαχαβαράτα
Έπη δεινά του Γιγλαμές, του Ακενατόν τραγούδια
Τον Τσώσερ και τον Διγενή, του Ρωμανού τροπάρια
Του Βωδελαίρου την οργήν και του Ρεμπό την τσίταν
Σχακεσπεάρη ποταμόν, Κορνάρον και Άλλαν Πόου.


Διέτρεξα τον Βεργίλιον τον φίνον Ιουβενάλην
Δημοτικά και εθνικά, σουλιώτικα και μπάλους
Ιρλανδικά και σέρβικα, που έχουν τας σεκλέτας
Άφθονον ρώσικην ψυχήν, Πούσκιν και Παστερνάκου.
Απαντες τους ερήμαξα, κλέπτων άμα και χαίρων,
Μιμούμενος τα μέτρα των, καθρέπτης των ρυθμών των


Κι απέ στην βόλτα τση έκφρασης, την λέγουσι κολτούραν
Βγήκα χονδροπερίδρομος της κυραΣαλονίκης.
Άνοιξα μικρομάγαζον σε ανώγαιον ρυμίδος
Ήπλωσα την πραγμάτειαν μου, ψυχή ουκ επεφάνη.


Έμαθα πλάττειν ζυμωτά βρίθοντα αρτυμάτων
Το «γάμησον» το «κλάσον μοι» το «όρχεις διαθέτεις έξι»
Με κόπον εμαζεύθησαν κυράδαι τρελαμέναι
Που ακούγαν βιόλα το πρωί και τρώγανε γαρδούμπαις.


Συντούτοις, όταν ήβγαζα την πέναν γιά να σκράτσει,
Γελούσαν όλοι λέγοντες «αλλάξανε τα χρόνια,
Σακάτη στιχοπλόκαρε, οι σύλλαβοι ψοφήσαν,
Ήρθεν η ώρα του χιπχόπ, με IRC μιλώμεν,
Των Σούτζων και του Ραγκαβή εζήλωσας την φήμην
Που τους θυμούνται τέσσερις, κι αυτοί βλογιοκομμένοι»


Και τότε απεφάσισα το μέλλον να κουρσεύσω
Επήρα γραφομηχανήν, και βγήκε η μαργαρίτα
Την μαργαρίτα απέκτησα, και βγήκεν το Ατάρι
Ατάρι προσεκτήσαμην, εβγήκε το ΠιΣίον
Ενώ χαθήκασι πολλοί στου Μάκιντος την ρούγαν.


Ξεκίνησα χειρόγραφος, δακτυλογραφημένος
Και δίχως πληκτρολόγιον έμπνευσις ουκ ισχύει.
Έγραφον και φλερτάριζα, ταις όμορφαις κοιτούσα
Και τώρα με το μόνιτορ, του Γούγλη τας μοκάρας.


Εκκίνησα δι επιστολών, είτα με φάξ στολίσθην,
Και τώρα γράφω «πετεφρής» και ιδρώνω να το γράψω.
Κι άν ήμην δημοκρατικός αντάρτης καρμπονάρος,
Τώρα δουλεύω γιά ΔΕΗ και για ΟΤΕ ο σκλάβος
Άσε που το αρχείον μου βρίσκεται στα καλώδια.


Καπάκι ανασούμπαλον, ευλόγια συντάσσω,
Αλλά γελούν και χαίρονται με τα παλιά τερτίπια
Το «γάμησον», το «κλάσονμοι» το «όρχεις διαθέτεις έξι».


Κλαίγων ομού και μύξωμα κρατών εν τη παλάμη
Επήγα εις του πατέρα μου τον τάφον να γκρινιάξω.
Εκείνος έτριξεν γλυκά της ράχης του την σπίνα:
«Ποιός είσαι κάλβε φαλακρέ, που μοιάζεις του παιδιού μου;»


Και τότε αντιλήφθηκα τα ασύγγνωστά μου λάθη:
Θέλει σαμπού ο ποιητής, δεν θέλει Ουναμούνο
Θέλει κοντίσιονερ καλό, και όχι Έζρα Πάουντ
Κι αντί ειδώλου Απόλλωνος, Βιντάλ Σασούν του πρέπει.


[1η Σεπτεμβρίου 2006, αρχή ινδίκτου]

Δεν υπάρχουν σχόλια: