Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

«Θρύψαλα» – Μονόπρακτο του Γιώργου Σκούρτη από το έργο «Κομμάτια και Θρύψαλα» (εκδ. "Κέδρος", 1976),

..............................................................






        Γιώργος Σκούρτης (1940 - 2018)
 


·       «Θρύψαλα» Μονόπρακτο του Γιώργου Σκούρτη από το έργο «Κομμάτια και Θρύψαλα»

Έρχεται η ΜΑΓΔΑ προσπαθώντας να ησυχάσει το μωρό που κλαίει. Χτυπάει το τηλέφωνο. Πηγαίνει το μωρό μέσα. Χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. Η ΜΑΓΔΑ έρχεται από μέσα τρέχοντας χωρίς το μωρό, αλλά μόλις κάνει να ψάξει για το τηλέφωνο, ακούγεται πάλι το μωρό. Σταματάει. Δεν ξέρει πού να πρωτοπάει. Τελικά γυρίζει μέσα στο παιδί – το κλάμα σταματάει – η ΜΑΓΔΑ έρχεται γρήγορα για το τηλέφωνο, αλλά αυτό και μετά από πέντε χτυπήματα, σταματάει… Την πιάνει αγωνία, κάνει κινήσεις τρελής γύρω-γύρω, έτοιμη να βάλει τα κλάματα, κουνώντας και μιλώντας συγχρόνως στο μωρό. Ξαφνικά, τρέχει στην κουζίνα, ανοίγει την κατσαρόλα, το χέρι της καίγεται από το σκέπασμα, το πετάει κάτω και βάζει το δάχτυλο στο στόμα… Αφήνει την κατσαρόλα ανοιχτή κι έρχεται από δω μεριά, ψάχνοντας να βρει κάτι, με το μωρό στην αγκαλιά και το δάχτυλο στο στόμα. Κλωτσάει  διάφορα πράγματα, βρίσκει τυχαία ένα περιοδικό, το ξεφυλλίζει με το ξυπόλυτο πόδι της, κοιτάζει τις φωτογραφίες ήρεμη, τ’ αφήνει, βρίσκει μπροστά της το ράδιο, τ’ ανοίγει αδιάφορα και συνεχίζει το ψάξιμο… Το ράδιο θα μεταδίδει μια εκπομπή για τις νοικοκυρές κι αυτά που θα λέγονται θα ‘ναι τελείως άσχετα και κόντρα με την κατάστασή της… Πάει το παιδί μέσα…
   Ανοίγει η πόρτα αθόρυβα με κλειδί, σιγά, διακριτικά και μπαίνει ο ΑΛΕΚΟΣ, πενηντάρης, εμφανίσιμος, υπάλληλος συνεσταλμένος. Άντρας της… Κλείνει την πόρτα σιγά, κοιτάζοντας το χάος του σπιτιού. Στην εμφάνισή του δείχνει κι αυτός άγχος, αλλ’ αντίθετα από τη ΜΑΓΔΑ που είναι νευρόσπαστο, αυτός έχει ήρεμες κινήσεις… Δείχνει πως κάτι τον παιδεύει μέσα του, ένα πρόβλημα και μια βαθιά θλίψη φαίνεται στο πρόσωπό του… Στέκεται μ’ απελπισία στην πόρτα…
   Έρχεται η ΜΑΓΔΑ, χωρίς το παιδί, με το δάχτυλο στο στόμα, ψάχνοντας ακόμη. Δεν τον βλέπει αμέσως, έτσι που είναι απορροφημένη. Ξαφνικά, θυμάται το σίδερο, τρέχει, το βγάζει από την μπρίζα και μετά τρέχει στην κουζίνα και στην κατσαρόλα… Στο δρόμο της, βλέπει τον ΑΛΕΚΟ, αλλά ούτε που στέκεται. Του μιλάει περνώντας.
ΜΑΓΔΑ: Αχ!...
ΑΛΕΚΟΣ: Γεια σου Μάγδα…
ΜΑΓΔΑ (από δω και πέρα θα μιλάει ακατάπαυστα, χωρίς να δίνει προσοχή στον ΑΛΕΚΟ. Η ομιλία της θα είναι κι αυτή αγχωτική, σαν μέρος της κίνησης… Θα κινείται διαρκώς, κάνοντας διάφορες δουλειές, αφήνοντας τη μία στη μέση, τρέχοντας στην άλλη, όπως ακριβώς μέχρι να ‘ρθει ο ΑΛΕΚΟΣ) : Γεια σου… Το παιδί κάτι έχει σήμερα, όλο κλαίει. Σαν νευρικό μού φαίνεται. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι νευρικά τα παιδιά. Τόσα δα πραγματάκια και να είναι, λέει, νευρικά.
   (Το ράδιο παίζει ακόμη, ο ΑΛΕΚΟΣ – που κάθεται όρθιος αδέξια, σα να είναι σε ξένο σπίτι - το κλείνει διακριτικά. Η ΜΑΓΔΑ ούτε που το καταλαβαίνει…)
   Σου μοιάζουνε, φαίνεται. Ο μεγάλος δεν πιάνεται πια. Δεν μπορείς να του μιλήσεις, αγριεύει. Βρε παιδάκι μου, του λες, μη φωνάζεις, ήρεμα, τα νεύρα δεν κάνουνε καλό στον άνθρωπο, αυτός τσαντίζεται, σπάει το ποτήρι.
ΑΛΕΚΟΣ προσπαθεί να αδειάσει μια πολυθρόνα που ‘ναι γεμάτη πράγματα, για να καθίσει… Η ΜΑΓΔΑ, συνεχίζει με την μπουγάδα, την κουζίνα και τ’ άλλα…)
ΑΛΕΚΟΣ: Πάλι έσπασε;
ΜΑΓΔΑ: Ξέρω γω;… Πάλι… Είσαι κουρασμένος; Πεινάς;… Μια στιγμή… σε μια στιγμή τελειώνω…
ΑΛΕΚΟΣ: Κάτσε λίγο…
ΜΑΓΔΑ: Τώρα έρχομαι… μια στιγμή… (βάζει την μπρίζα για το σίδερο). Έβαλα αλάτι;
ΑΛΕΚΟΣ: Ε;
ΜΑΓΔΑ: Αλάτι, λέω, έβαλα; Αλλά και να μην έβαλα, άμα θέλεις, βάλε κι άλλο, βάζεις και μόνος σου άμα θέλεις, έτσι;… Ο μεγάλος δε θα ‘ρθει, είπε, για φαΐ. Του ‘χουνε τραπέζι. Τώρα τελευταία όλο τραπέζι του ‘χουνε… Τα γεννάς, τα μεγαλώνεις, σκοτώνεσαι και ξαφνικά, τσουπ, «μού ‘χουνε τραπέζι» σού λένε και τα χάνεις… Έτσι δε χάσαμε και τη Μαρία;… Εκεί που την είχα για συντροφιά μου, μού γέλαγε, μού ‘παιζε, μού φώναζε, ξαφνικά λέει «φεύγω»… Πού τον βρήκε τον Νίκο;… Πότε του μίλησε, πότε τα φτιάξανε, πότε παντρευτήκανε;… Πάει κι αυτή… (Πάει να σιδερώσει ένα του σώβρακο). Πολύ λερώνονται τα σώβρακά σου, όχι για μένα, αλλά ίσως θα ‘πρεπε να πας σ’ ένα γιατρό, να σου πει για τις αιμορροΐδες σου…
ΑΛΕΚΟΣ: Δεν είναι τίποτα… πέταξέ τα… κάτσε λίγο!...
ΜΑΓΔΑ: Εσύ το λες… Γεράσαμε πια… Πρέπει να προσέχουμε. Σου λέω να ντύνεσαι, να βάζεις μάλλινα σώβρακα, εσύ κάνεις το παιδί, θέλεις σλιπάκι. Και μάλιστα μπλε. (Γελάει). Σλιπάκι, σλιπάκι, αλλά κοίταξε και τις αιμορροΐδες σου…
ΑΛΕΚΟΣ (όλο θα φαίνεται πως κάτι θέλει να της πει) : Μάγδα…
ΜΑΓΔΑ: Κι έχεις και το μωρό και κλαίει… Ήθελα να ‘ξερα τι θέλει και κλαίει.
ΑΛΕΚΟΣ: Μάγδα… θέλω κάτι να σου πω.
ΜΑΓΔΑ: Το φαΐ… (Τρέχει στην κουζίνα, ανακατώνει το φαΐ, καίγεται και στα δυο της χέρια, δοκιμάζει το φαΐ, καίγεται στο στόμα, του κάνει απεγνωσμένο νόημα να σηκώσει το σίδερο απ’ το σλιπ, ο ΑΛΕΚΟΣ δεν καταλαβαίνει, το στόμα της την καίει, τρέχει με την κουτάλα, σηκώνει το σίδερο, της πέφτουν σάλτσες πάνω στ’ ασπρόρουχα, την πιάνει απελπισία, πετάει την κουτάλα στην κουζίνα, παίρνει ένα λευκόρουχο, το φτύνει, το τρίβει… απογοητεύεται, το πετάει…)
ΑΛΕΚΟΣ (τρυφερά, δειλά): Δεν πειράζει… Σου έχω πει να πάρεις μια γυναίκα να σε βοηθάει…
ΜΑΓΔΑ: Γιατί μου το λες αυτό;… (Την πιάνει παράπονο). Δεν το κάνω καλά;… Δεν σ’ αρέσει το φαΐ;… Επειδή το λέρωσα;…
ΑΛΕΚΟΣ: Όχι!... Όχι… γι’ αυτό. Ίσα-ίσα, αλλά για να μην κουράζεσαι. Τόσα χρόνια πια φθείρεσαι εδώ μέσα… σταμάτα… κάτσε λίγο.
ΜΑΓΔΑ (ξαναβρίσκει το νεύρο της, πάει στην κατσαρόλα) : Δεν κουράζομαι… Μ’ αρέσει. Με φαντάζεσαι να πάρω γυναίκα, ε;… Να μού μαγειρεύει, να μού πλένει!... Κι εγώ τι θα κάνω; Θα την κοιτάζω;… Θα τρελαθώ!... Ο μεγάλος μού λέει προχτές «σταμάτα επιτέλους, όλο βουρ-βουρ είσαι, κάτσε και μια φορά!» Πού να κάτσω!... Κι άμα εγώ κάτσω ποιος θα σας πλύνει ποιος θα σας μαγειρέψει… Κι από πάνω έχει και παράπονο. «Μάνα έχω και μάνα δε βλέπω» μού λέει. Τον ακούς; Τι θέλει; Και τον ντάντεψα και τον βύζαξα και ξύλο του ‘δωσα και το τσουτσούνι του το φίλησα, τι άλλο θέλει;… Ολόκληρος μαντράχαλος πια. Έχει και παράπονο. Επειδή ξέχασα να του πω πως τόνε ζήτησε η Μιμή… Η Μιμή! Την έχεις δει εσύ τη Μιμή του;
ΑΛΕΚΟΣ: Μια φορά… στο δρόμο.
ΜΑΓΔΑ: Εγώ ούτε και στο δρόμο. Μιμή ακούω και Μιμή δε βλέπω. Σύμπτωση, ε;
ΑΛΕΚΟΣ: Τι πράγμα;
ΜΑΓΔΑ: Που τον είδες, λέω. Σύμπτωση.
ΑΛΕΚΟΣ: Ναι… Μάγδα, θέλω κάτι…
ΜΑΓΔΑ: Θες καφέ;… Τώρα να βάλω…
ΑΛΕΚΟΣ: Δε θέλω καφέ!...
ΜΑΓΔΑ: Ούζο;… Τίποτα;
ΑΛΕΚΟΣ: Θέλω να καθίσεις λίγο… να μιλήσουμε.
ΜΑΓΔΑ: Τώρα… Μια στιγμή και τελειώνω… Σαν κάτι να ‘χεις σήμερα… Φαίνεσαι αλλιώτικος. Ξέρω ‘γω έννοια σου… Ευτυχώς που ‘χεις και μένα, ε;… Ψέματα;…
ΑΛΕΚΟΣ: Ναι…
ΜΑΓΔΑ: Ευτυχώς που έχεις εσύ εμένα κι εγώ εσένα, ειδάλλως… Όπως έγινε σήμερα η ζωή… Ήθελα να ‘ξερα ποιος τη χαλάει τη ζωή… Πώς πήγε η δουλειά σήμερα;…
ΑΛΕΚΟΣ: Καλά. Τα ίδια…
ΜΑΓΔΑ: Φάνηκε ο λεκές;
ΑΛΕΚΟΣ: Ποιος;
ΜΑΓΔΑ: Ο λεκές στο πουκάμισό σου… Τον είδανε;
ΑΛΕΚΟΣ: Μπα…
ΜΑΓΔΑ: Περίμενα να μού τηλεφωνήσεις!... Όλο σε περίμενα!... Έλεγα: «να τώρα θα πάρει, τώρα θα πάρει.» Όλο το τηλέφωνο κοιτούσα!...
ΑΛΕΚΟΣ: Σου τηλεφώνησα…
ΜΑΓΔΑ: Ναι;… Α, ναι… δεν το ‘βρισκα. Καταραμένο τηλέφωνο... Το κρύβει αυτός ο μεγάλος. Κάτι κάνει αυτός με το τηλέφωνο… Παίζει, το κρύβει, το χαλάει… δεν ξέρω… Σε ποιο κόμμα είναι τώρα, ξέρεις;
ΑΛΕΚΟΣ: Όχι, δε μιλάμε…
ΜΑΓΔΑ: Βάζω στοίχημα πως θα ‘ναι στο κόμμα της Μιμής. Η Μιμή σε ποιο κόμμα είναι;
ΑΛΕΚΟΣ: Δεν ξέρω!... Σου είπα μια φορά την είδα, τυχαία, ούτε καν μιλήσαμε… Σταμάτα λίγο, έλα κάτσε…
ΜΑΓΔΑ: Ούτε καν μιλήσατε;… Τίποτα, τίποτα;
ΑΛΕΚΟΣ: Τίποτα.
ΜΑΓΔΑ: Πάντως αυτή μού φαίνεται καλό κορίτσι.
ΑΛΕΚΟΣ: Αφού δεν την ξέρεις!...
ΜΑΓΔΑ: Ξέρω γω έννοια σου… Μήπως ήξερα το Νίκο;… Αλλ’ αφού παντρευτήκανε και μας τον έφερε στο σπίτι της το ‘πα αμέσως: «Το ‘ξερα γω πως είναι καλό παιδί!»… Πάει κι αυτή… μας έμεινε μονάχα ο μικρός. Εσύ, βέβαια, δεν τον ήθελες, αλλά για ρώτα και μένα… Πάντως οι άλλοι δε θυμάμαι να κλαίγανε μωρά, εσύ;… Αλλά δεν μπορεί, θα κλαίγανε… Νευρικά, όπως ο πατέρας τους… Σ’ έχει κάνει νευρόσπαστο το γραφείο σου… Να πάρεις την άδεια σου να ξεκουραστείς… Πότε είναι να την πάρεις;
ΑΛΕΚΟΣ: Την πήρα την άδεια μου, Μάγδα.
ΜΑΓΔΑ: Α, ναι… ξέχασα… πήγες και στο νησί… Ωραία στο νησί, ε; Ε, λοιπόν, αν και είμαι από νησί, δεν έχω πάει ποτέ μου σε νησί! Ήταν ωραία;
ΑΛΕΚΟΣ: Σου είπα, Μάγδα…
ΜΑΓΔΑ: Ε, πέστα μου πάλι. Τι να κάνουμε;… Να μη μιλάμε κιόλας; Αν θέλεις, βέβαια, ας μη μιλάμε… μιλάω και μόνη μου εγώ. Σήμερα μίλησα για πρώτη φορά με την παντόφλα μου. Το πιστεύεις;… Να στ’ ορκίζομαι. Ξαφνικά, εκεί που πήγαινα να τη φορέσω, μου φάνηκε πως είχε, λέει, στόμα και μάλιστα ανοιχτό. «Μη μου ανοίγεις εμένα το στόμα!» της λέω γιατί θα στο κάψω με πιπέρι! Και πιάνω, που λες, το πιπέρι και της το ‘κανα μαύρο! Μαύρο!... Πού να ξαναμιλήσει! Μετά, βέβαια, τη λυπήθηκα, την πήρα στην αγκαλιά μου, την κανάκεψα…
(Ακούγεται το κλάμα του μωρού.)
Το παιδί!... (Τρέχει μέσα.)    
ΑΛΕΚΟΣ (ανάβει τρέμοντας ένα τσιγάρο. Είναι εξουθενωμένος. Μια βαθιά λύπη σκεπάζει το πρόσωπό του…)
ΜΑΓΔΑ (βγαίνει νταντεύοντας καλόκαρδα το μωρό. Πάει στην κουζίνα, κλείνει το μάτι κι ετοιμάζει σερβίτσια).
ΑΛΕΚΟΣ (είχε σηκωθεί προηγουμένως, τώρα ξανακάθεται δειλά).
ΜΑΓΔΑ (αφήνει στη μέση τα σερβίτσια και παίζει του μωρού… Μετά καθαρίζει το τραπέζι…)
ΑΛΕΚΟΣ (σηκώνεται για να την βοηθήσει).
ΜΑΓΔΑ: Κάτσε, κάτσε… Τι νομίζεις πως δεν μπορώ;… Είμαι λιγάκι κουρασμένη, λιγάκι, τοσοδούλι, αλλά τα καταφέρνω. Κάτσε συ, κάπνισε. Δε θες να πιεις κάτι;…
ΑΛΕΚΟΣ: Όχι… δεν πάει κάτω τίποτα.
ΜΑΓΔΑ: Κάτι έχεις εσύ σήμερα και δε μού το λες… Ε;
ΜΑΓΔΑ: Μια στιγμή, τελειώνω… Τα καταφέρνω, δεν τα καταφέρνω;
ΑΛΕΚΟΣ: Ναι, Μάγδα, τα καταφέρνεις… Όμως δεν κάθεσαι ποτέ. Το παιδί έχει δίκιο.
ΜΑΓΔΑ (μαρμαρώνει) : Τι δίκιο!... Δηλαδή, τι δίκιο έχει το παιδί!... Ποιο παιδί;
ΑΛΕΚΟΣ: Όλο δουλεύεις, όλο κάτι κάνεις, ποτέ δε μας μιλάς, ποτέ δε μιλάμε, ποτέ δε κάνουμε τίποτα… ποτέ δε μιλάς του παιδιού.
ΜΑΓΔΑ: Εγώ;… Δε μίλησα εγώ στα παιδιά μου!
ΑΛΕΚΟΣ: Μιλάς, αλλά αυτά… ξέρεις τώρα… θέλουν και μια στιγμή ηρεμίας, να γελάσεις και λίγο, να παίξεις, να πας σινεμά…
ΜΑΓΔΑ: Δε γελάω εγώ!... Χα!!... Εγώ δε γελάω!... Και γελάω και παίζω… δεν καταλαβαίνω… (για το μωρό) τώρα δα δεν του έπαιζα;… τώρα δα δεν του χαμογελούσα… δεν καταλαβαίνω γιατί με κατηγορείτε… δεν καταλαβαίνω σε τι δεν είμαι καλή… (για το μωρό που κρατάει) κι αυτός μεθαύριο που θα μεγαλώσει θα μού πει πως ποτέ δεν του έπαιξα, ποτέ δεν του γέλασα… (αφήνει το μωρό κάτω και πηγαίνοντας στην κουζίνα μουρμουρίζει) …το βυζί μου μαράθηκε…
ΑΛΕΚΟΣ: Γιατί δεν παίρνεις μια κοπέλα να σου προσέχει το μωρό;… Να κοιτάξεις και λίγο τον εαυτό σου… Όλο εδώ μέσα, εδώ μέσα!... Το ‘χεις ανάγκη… το ‘χουμε ανάγκη όλοι μας…
ΜΑΓΔΑ: Ναι, βέβαια… θα ‘πρεπε να πάω στο σινεμά… Παίζουν τίποτα καλό;… Εμένα μ’ αρέσει ο Ντούγκλας Φαίρμπαξ, αυτός μάλιστα!... Βέβαια, πρέπει να πάω σινεμά… αλλά με ποιον να πάω;… Τα παιδιά πάνε αλλού, σε άλλα έργα, η Μαρία με το Νίκο, ο μεγάλος με τη  Μιμή του, εσύ είσαι κουρασμένος… και το μωρό πού θα τ’ αφήσω;… Σε ποιον;…
ΑΛΕΚΟΣ: Τόσες φορές σου ‘χω πει… πάρε μια κοπέλα… θα πηγαίνουμε μαζί στο σινεμά.
ΜΑΓΔΑ: Να ‘χα καμιά φίλη!... Εμένα που μ’ αρέσει να ‘χω φίλες, δεν έχω καμιά!...
ΑΛΕΚΟΣ: Δεν μπορείς να ζεις εδώ μέσα, έτσι!... Δεν μπορεί κανείς μας!...
ΜΑΓΔΑ: Έχω τον άντρα μου, τα παιδιά μου, το σπίτι μου, το μωρό μου, χα, το βλέπεις;… Δεν κλαίει τώρα!... Μπράβο μωρό μου!... «Εσύ να είσαι νοικοκυρά» μού ‘λεγε η μάνα μου. «Μια γυναίκα πρέπει να ξέρει τα πάντα. Απ’ το να κάνει παιδιά, μέχρι να πλένει σώβρακα, χωρίς να σιχαίνεται»… Εγώ ποτέ δε σε σιχάθηκα.
ΑΛΕΚΟΣ: Δεν είναι μόνο αυτό…
ΜΑΓΔΑ: Κι όταν θέλεις… κι όταν δείξεις ότι θέλεις…
ΑΛΕΚΟΣ: Δεν μπορώ να δείχνω πια, Μάγδα!... Έλα κάτσε. Έλα κάτσε λίγο να κουβεντιάσουμε.
ΜΑΓΔΑ: Λέγε, σ’ ακούω… Μ’ αρέσει πολύ να κουβεντιάζω μαζί σου… αν και σήμερα κάτι μού φαίνεται συμβαίνει… αλλά, μπα… ιδέα μου είναι, μη δίνεις σημασία, όλο τέτοια σού λέω και ποτέ δε συμβαίνει τίποτα…
ΑΛΕΚΟΣ: Έχω κάτι σοβαρό να σου πω.
ΜΑΓΔΑ: Θα φύγεις από το γραφείο;…
ΑΛΕΚΟΣ: Όχι, Μάγδα!... Θα… (σταματάει απελπισμένος).
ΜΑΓΔΑ: Κόλαση αυτό το γραφείο. Αν είναι και να πεθάνεις, καλύτερα να φύγεις… Αξίζεις εσύ. Αμέσως θα σε πάρουνε αλλού. Στο κάτω-κάτω, θα δουλέψω κι εγώ. Εγώ, δηλαδή, γιατί να μη δουλεύω, ε; Γιατί εγώ να κάθομαι και να τα περιμένω όλα από σένα; Σκλάβος μου είσαι;… Άντρας μου είσαι. Θα πάω κι εγώ να δουλέψω… Θα βρω εγώ, έννοια σου… Και μην ανησυχείς, θα τα καταφέρω… Και το σπίτι και τη δουλειά και τα παιδιά κι εσένα… Φοβάμαι μονάχα μη γίνω νευρικιά, όπως εσύ… Έχεις τον ένα, έχεις τον άλλον… νεύρα είναι σπάνε… κι άμα σπάσουνε, χαιρέτα μας τον πλάτανο.
ΑΛΕΚΟΣ: Μάγδα!...
ΜΑΓΔΑ: Σήμερα λες τ’ όνομά μου ένα σωρό φορές… Μ’ αρέσει… έχεις να μού το πεις!... Ου ου ου!... Σήμερα το ‘χεις πει πέντε φορές. Τις μετράω εγώ έννοια σου… Χτες το βράδυ παραμίλαγες…
ΑΛΕΚΟΣ (έντρομος) : Τι έλεγα;
ΜΑΓΔΑ: Κάτι, ξέρω ‘γω… δεν κάθισα ν’ ακούσω… μάλλον φωνές ήτανε… ίσως να φώναζες, θα ‘βλεπες κανέναν εφιάλτη… Τι έβλεπες;
ΑΛΕΚΟΣ: Δε θυμάμαι.
ΜΑΓΔΑ: Σάμπως εγώ θυμάμαι; Εδώ δε θυμάμαι καν αν βλέπω όνειρα. Αλήθεια. Προχτές το βράδυ, εσύ ροχάλιζες, αλλά εγώ σηκώθηκα… τώρα τελευταία δεν μπορώ ούτε να κοιμηθώ… εσύ κοιμόσουνα… εσύ κοιμάσαι βαθιά, κουράζεσαι, αλλά κι εγώ προσέχω, δεν μπορείς να πεις, δε σ’ ανησυχώ… σηκώθηκα, λοιπόν, πήγα στο δωμάτιο του παιδιού και το άκουσα που κάτι μουρμούριζε… το φαντάζεσαι;… Μωρό παιδί!... Και μετά γέλασε! Θα ‘βλεπε κάνα όνειρο… Λες να ‘βλεπε εμένα και να μού χαμογελούσε;… Ο μεγάλος έλειπε πάλι. Θα ήτανε με τη Μιμή του!... Εχτές έσπασε πάλι δυο πιάτα. Στα καλά καθούμενα!... Εσύ είχες φύγει για τη δουλειά, αυτός κοιμότανε κι εγώ συγύριζα. Ξέρεις, έτσι, τα καθημερινά. Τον ενόχλησα, λέει, που πήγαινα πέρα δώθε. «Μα τι θέλεις;» του λέω «να πηγαίνω πάνω – κάτω; Κάντε μου ένα σπίτι αλλιώτικο και θα δείτε πώς θα πηγαίνω πάνω – κάτω, πάνω – κάτω…» Τότε μάλιστα… Θα σταματήσω το πήγαιν’ έλα… Πεινάς, ε; Μια στιγμή, έτοιμα είναι… Η Μαρία δεν τηλεφώνησε πάλι σήμερα. Κι αφού της λέω «βρε κορίτσι μου, πάρε με έτσι, πες μου «γεια σου μαμά» και κλείσ’ το»… «Δεν μπορώ» μου λέει «όποτε σ’ ακούω φοβάμαι πως θα τρελαθώ» Την ακούς;… Να παιδί, να μάλαμα… Ευτυχώς έχω κι εσένα… Ήθελα να ‘ξερα τι θα γινόμουνα χωρίς εσένα… Τα παιδιά, παιδιά είναι, φεύγουν, σ’ αφήνουν, σε παρατάνε σύξυλη… εσύ φεύγεις, αλλά ξανάρχεσαι…
ΑΛΕΚΟΣ (σχεδόν μόνος του, απελπισμένος) : Σώπα!...
ΜΑΓΔΑ: Ε… Είπες τίποτα;
ΑΛΕΚΟΣ: Όχι… Το φαΐ μυρίζει ωραία…
ΜΑΓΔΑ: Ναι… μού τα ‘μαθε η μάνα μου όλα. «Πρέπει να γίνεις καλή σύζυγος» μού ‘λεγε. Την άκουσα κι εγώ και να τώρα μυρωδιές. Και σου ‘κανα και τρία παιδιά. Λοιπόν, εγώ ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω… σού το ‘χω ξαναπεί: τα πολιτικά. Πολιτικά από δω, πολιτικά από κει. «Τι θα γίνει;» λέω. «Όλα θα φτιάξουν» Εγώ τι κόμμα είμαι;… Θέλω να μου πεις. Θέλω να ξέρω τι κόμμα είμαι, έχει σημασία, θα βρω μιαν άκρη… Η Μαρία τα παράτησε κι αυτή. Μόλις παντρεύτηκε, τέρμα κι οι φωνές, τέρμα και τα κόμματα. Κρίμα. Έλεγα κι εγώ, θα ρωτήσω τη Μαρία και θα μού τα πει όλα. Και πάνω που ήθελα να τη ρωτήσω, τσουπ… πάει κι αυτή… Πεινάς, ε;… Έλα, κάθισε, έτοιμα είναι… Να πλύνεις τα χέρια σου… εγώ πάω μέσα στο μωρό κι έρχομαι.
ΑΛΕΚΟΣ: Δε θα φας εσύ;…
ΜΑΓΔΑ: Ε;… Μπα… τσίμπησα εγώ.
ΑΛΕΚΟΣ: Πότε;
ΜΑΓΔΑ (δε θυμάται) : Μα τι;… Λες να είμαι νηστική;… (Γελάει) Μπα, έχω φάει, θα ‘χω φάει, κάτσε εσύ, πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου κι έρχομαι.
(Παίρνει το μωρό και πάει μέσα… Ο ΑΛΕΚΟΣ περνάει στιγμές βαθιάς λύπης… Ανάβει τσιγάρο και ρουφάει βαθιά… Έρχεται η ΜΑΓΔΑ).
ΜΑΓΔΑ: Εντάξει. Κοιμάται. (Τώρα παίζει χαριτωμένα, αλλά υστερικά, την οικοδέσποινα. Του κάνει υποκλίσεις). Το φαΐ σας είναι έτοιμο. Περάστε. Τα ‘πλυνε τα χεράκια του ο κύριος;… Όχι;… Δεν πειράζει… Θα του τα πλύνω εγώ. (Του γλείφει τις παλάμες, ενώ ο ΑΛΕΚΟΣ πνίγεται, χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει). Λαμπίκο γίνανε! (Τα σκουπίζει με την ποδιά της.) Καθρέφτης! Α, για να δω. Για να κοιταχτώ κι εγώ λίγο, ε;… (Κοιτάζεται στα χέρια του σαν σε καθρέφτη). Ωραία!... Ευτυχώς που είμαι ακόμα ωραία!... Μού το ‘λεγε η μάνα μου: «Πρέπει πάντα να είσαι ωραία!... Γοητευτική, λαχταριστή!»… Μάλιστα…
ΑΛΕΚΟΣ κοντεύει να καταρρεύσει).
ΑΛΕΚΟΣ: Μάγδα…
ΜΑΓΔΑ: Τι σού συμβαίνει, ε;… Σού συμβαίνει τίποτα; Πες μου τα μένα. Εγώ γιατί είμαι δω; Γιατί μ’ έχεις εμένα;…
ΑΛΕΚΟΣ: Πάψε!...
ΜΑΓΔΑ: Καλά… Μόλις φας μού τα λες… Εγώ θα πλένω τα πιάτα κι εσύ θα μού μιλάς. Μα δε θα φας;… Μην πιέζεσαι!... Άστο. Άστα… Κάτσε να φας, αργότερα μού τα λες. Αύριο μού τα λες, έχουμε καιρό, κάτσε να φας.
ΑΛΕΚΟΣ (δεν αντέχει άλλο. Ξεσπάει, αλλά με βαθύ πάθος, χωρίς φωνές. Με αγάπη για τη ΜΑΓΔΑ κι όχι μίσος) : Δεν μπορώ να φάω, Μάγδα!... Δεν μπορώ πια να καταπιώ, δεν μπορώ να καταπίνω, να καταπίνω!... Πρέπει να σου μιλήσω!... Πρέπει να μ’ ακούσεις μια φορά… δεν έχουμε καιρό Μάγδα. Θέλω να μ’ ακούσεις, χωρίς να κάνεις δουλειές!... Μια φορά να δείξεις πως ακούς, πως καταλαβαίνεις, πως νιώθεις ότι έχεις κάποιον δίπλα σου, είσαι γυναίκα, Μάγδα… δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω, είναι κρίμα Μάγδα… όμως δε γίνεται πια, δεν πάει, δεν προχωράει, κατάλαβέ το, Μάγδα!... Θα φύγω, Μάγδα!... Θα χωρίσουμε, θα φύγω, θα σ’ αφήσω, δεν μπορώ άλλο… χωρίζουμε!...
ΜΑΓΔΑ, ενώ στην αρχή έβλεπε αυτό το ξέσπασμα του ΑΛΕΚΟΥ και χαμογελούσε τρυφερά, τώρα ξαφνικά, συνειδητοποιεί… Θα περάσει σε δυο στιγμές απ’ όλες τις δυνατές καταστάσεις και εκφράσεις….
Θα γελάσει νευρικά, σοβαρεύεται, πάει να μιλήσει, τρομάζει, γελάει, τρελαίνεται, μένει άφωνη, βγάζει άναρθρες κραυγές, πιάνει τα μαλλιά της, το πρόσωπό της, κοιτάζει τα ρούχα της, τα χέρια της, ψάχνει το σώμα της, ρίχνει ματιές απόγνωσης, δαγκώνεται… μια – δυο – τρεις στιγμές… Ακούγεται το κλάμα του μωρού).
ΜΑΓΔΑ (αρπάζεται απ’ αυτό, σηκώνεται προς στιγμή): Το παιδί!... Το παιδί!... Κοιμήθηκε νηστικό!... Πάω στο παιδί!... Πάω στο παιδί!...
(Τρέχει μέσα… Ο ΑΛΕΚΟΣ, μετά από μια στιγμή, ξεσπάει σε λυγμούς.)

-    Τέλος -    

Δεν υπάρχουν σχόλια: