Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

"Φταίει πάνω απ’ όλα το κρασί" έγραψε η Άννα Δαμιανίδη, ("Εφημερίδα των Συντακτών", 20.11.2018)


...............................................................
 




Φταίει πάνω απ’ όλα το κρασί


 
EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
 

Πιάσαμε συζήτηση Σάββατο βράδυ για το Πολυτεχνείο, είχαμε ξεθεωθεί να περπατάμε στην κλειστή Πατησίων, δεν μας απασχόλησε το αενάως επαναλαμβανόμενο καταστροφικό παρόν, αυτή η τρομερή φάρσα, αλλά το παρελθόν που γέννησε όλ’ αυτά χωρίς να το θέλει. Είχα χρόνια να υπερασπιστώ τους συνομηλίκους μου πολιτικούς που είχαν πάρει μέρος στην εξέγερση, αλλά όχι ν’ ακούσω το κλισέ για την «εξαργύρωση των αγώνων».
Βρίσκω τον ισχυρισμό πρωθύστερο, προφανώς κάποιοι άνθρωποι με ηγετικά προσόντα θα αναδεικνύονταν σε μια εξέγερση που χρειαζόταν στοιχειωδώς ηγέτες, και τι πιο φυσικό από το να ασχοληθούν με την πολιτική στη συνέχεια; Γιατί τόσο ενοχλεί αυτό, μόνο οι γόνοι των πολιτικών πρέπει να γίνονται πολιτικοί; Μήπως, ό,τι και να λέμε, προτιμούμε τα σίγουρα ονόματα από ανθρώπους που εμφανίζονται και παίρνουν ρίσκα σε δύσκολες καταστάσεις; Και πόσο παράξενο, να θεωρούνται αυτές οι καταστάσεις προνόμιο και να γίνεται προσπάθεια έκτοτε να αναπαραχθούν σαν θεατρικό έργο, με στόχο να αναδείξουν πολιτικούς˙ πάντα ματαίως…
Φέτος άλλα βέλη, η «γενιά του Πολυτεχνείου» φταίει, κατά μία εκδοχή, για κάθε κακό που βρήκε τη χώρα από τη μεταπολίτευση. Για τον γρήγορο πλουτισμό, για την απότομη άνοδο του επιπέδου ζωής, αλλά κυρίως για την κρίση, αυτή φταίει για όλα.
Η λέξη «φταίξιμο» πήγαινε κι ερχόταν στο τραπέζι σε όλες τις μορφές της, «φταίνε» ή «δεν φταίνε όλοι» αλλά οπωσδήποτε «φταίνε ορισμένοι», κι ακόμα δεν είχαμε καν παραγγείλει μεζέδες, είχαμε μόνο κρασί. Ηπια μια γουλιά να πάρω δυνάμεις, κι ένιωσα παράξενα, σαν να μεταφέρθηκα αστραπιαία στον χωροχρόνο, πριν από σαράντα πέντε χρόνια.
Τότε που δεν ήμασταν ακόμα η γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά πάλι φταίγαμε για όλα ως «γενιά». Η γενιά με τα μακρυμάλλικα αγόρια, τα χωρίς θηλυκότητα κορίτσια, τα παράξενα όντα που υπήρξαμε, κάπου ανάμεσα στους κουρασμένους γονείς και τους λυσσασμένους κρατούντες, ακατανόητοι, μοναχικοί συχνά, πώς να ανοιχτείς στον διπλανό αν δεν ήσουν σίγουρος, να τραγουδούσες απαγορευμένα στο ξεκούδουνο; Και πώς να σιγουρευτείς;
Εμμονικοί με την ανάγκη αντίδρασης στη χούντα, που δεν πραγματοποιούνταν για πολύ καιρό, δεν έβρισκε τρόπο να εκφραστεί, ύποπτοι πριν από κάθε υποψία δράσης. Με τύλιξε η μοναξιά εκείνη, ανατρίχιασα. Ευτυχώς ήρθαν τα ντολμαδάκια κι έφαγα γρήγορα κάνα δυο να συνέλθω.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: