.............................................................
Κώστας Γ. Καρυωτάκης
(1896 - 1928)
Νοσταλγία
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
—πόσος καιρός!— τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν ήλιοι χλωμοί
το φως στο χιόνι της καρδιάς και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες,
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…
Κώστας Γ. Καρυωτάκης
(1896 - 1928)
Μια ενότητα. Μια γνώμη. Ένα πεζό του ποιητή. Και ένα σπαραχτικό ποίημα του Καρυωτάκη, μελοποιημένο εξαιρετικά από τον Λουκά Θάνο και σπουδαία ερμηνευμένο από τον Νίκο Ξυλούρη....
"...Κατά τη γνώμη μου, εκείνο που είχε στο νου του ο Καρυωτάκης όταν κρατούσε στην αγκαλιά του την Πολυδούρη δεν ήταν η εφηβική του αγάπη στην Κρήτη που φανταζόταν εκείνη, παρά τις διαβεβαιώσεις του περί του εναντίου, μα ο εαυτός του. Το πρόβλημα του Καρυωτάκη ήταν ότι δεν μπόρεσε να αγαπήσει τις γυναίκες που μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Έχοντας μια πολύ κακήν ιδέα για τον εαυτό του, δεν πίστευε πως άξιζε να αγαπηθεί. Και την κακήν ιδέα που είχε για τον εαυτό του την πρόβαλλε στους άλλους - πολύ εύκολο για τη φθονερή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε - πλάθοντας για τον εαυτό του μια ψεύτικη εικόνα ανωτερότητας, που κατέρρεε όταν μια γυναίκα τον απέρριπτε, ενώ τον έκανε να χάνει την εκτίμησή του για μια γυναίκα που, σαν την Πολυδούρη, μπορούσε να τον αγαπάει..."
Από το βιβλίο του Πέτρου Χαρτοκόλλη "Ιδανικοί αυτόχειρες - Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν" (εκδ. ΕΣΤΙΑ, 2003)
...........................................................
Από αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στην Μαρία Πολυδούρη -- η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα. Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
(Είναι εδώ; Είναι εκεί; Εφυγε; Θα' ρθει; Πού είναι; Η τελευταία;)
Α! Το δάσος πέρα. Ενα τραπεζάκι κάτω από τ' απόμερο πεύκο. Και η νύχτα που ερχόταν σιγά σιγά για να μην τη νιώσουμε. Η βοή του βραδινού ανέμου στα κλαδιά. Τα λόγια που έλειπαν. Τα χέρια ωχρά. Τα μάτια και τ' αστέρια. Μεσάνυχτα. Τίποτε απ' όλα δεν είχε ειπωθεί.
(Ψέματα; Ψέματα; Παιχνίδι φιλαρέσκειας; Περιέργεια; Εγωισμός;)
Κι άλλοτε η θάλασσα. Τα πλοία που έφευγαν στον ορίζοντα παίρνοντας τα όνειρά μας. Ο φλοίσβος μα τις υποσχέσεις του. Εκεί πάνω στο βράχο τ' άφθονα και ανεξήγητα δάκρυα. Η μοναξιά στο απέραντο. Τα φιλιά. Η ψυχή...
(Τίποτε; Τίποτε; Παιδικότητες; Ρομαντισμός; Αυταπάτη;)
Aλλες φορές η αυγή αναπάντεχη και προδοτική. Από δρομάκια το κουραστικό γύρισμα. Οι πρώτοι θόρυβοι της ημέρας. Η γλυκιά μεταμέλεια στο πρόσωπο που φωτιζόταν ολοένα. Το χαίρε...
(Eφυγε; Δε θα' ρθει πια; Τελευταία;)
Νοσταλγία
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
—πόσος καιρός!— τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν ήλιοι χλωμοί
το φως στο χιόνι της καρδιάς και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες,
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου