Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Από τη συλλογή διηγημάτων "Ο καφές και η δημοκρατία" (εκδ. Θεμέλιο, 1975 -'76) του Αζίζ Νεσίν (1915 - 1995)

...............................................................








                                                                                                         Αζίζ Νεσίν (1915 - 1995)




·       «Αχ, εμείς οι γάιδαροι!...»

διήγημα του Αζίζ Νεσίν (1915 – 1995) από τη συλλογή διηγημάτων «Ο καφές και η δημοκρατία»* (μτφ. Ερμής Αργαίος, εκδ. «Θεμέλιο», 1975-’76)

   ΑΧ, ΕΜΕΙΣ! Αχ εμείς οι γάιδαροι!... Στα παλιά τα χρόνια κι εμείς, το έθνος των γαϊδάρων, μιλούσαμε σαν κι εσάς, το έθνος των ανθρώπων. Είχαμε μια γλώσσα όμορφη, γεμάτη μουσικότητα που χαιρόσουνα να την ακούς. Η γλώσσα μας, η γαϊδουρινή, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τη δικιά σας την ανθρώπινη γλώσσα. Και πλούσια ήταν και εκφραστικότητα είχε. Τι ωραία, λέει, κουβέντιαζαν τότε και τραγουδούσαν.
   Εμείς, το έθνος των γαϊδάρων, δεν γκαρίζαμε τότε· αργότερα έγινε αυτό.
   Τώρα, το ξέρετε καλά, τις χαρές μας και τις λύπες μας, ό,τι θέλουμε να πούμε μεταξύ μας και ό,τι θέλουμε να εξηγήσουμε σε σας τους ανθρώπους, που είστε αφεντικά μας, το λέμε γκαρίζοντας. Τι είναι το γκάρισμα; Ένα «Ααα – ο…», «Ααα – ο…». Είναι μια φωνή δισύλλαβη, τη μια ψιλή, τη μια χοντρή, που βγάζουμε σε συνέχειες… Από την πλούσια γλώσσα μας δεν απόμεινε παρά αυτό το δισύλλαβο γκάρισμα. Ποιο πλάσμα μπορεί να ερμηνέψει τα νοήματά του μ’ αυτόν το δισύλλαβο λεξιλόγιο;
   Δε νοιαστήκατε ποτές να μάθετε, πώς τα καταφέραμε να χάσουμε την παλιά μας γαϊδουρινή γλώσσα και καταντήσαμε να γκαρίζουμε έτσι; Αν σας ενδιαφέρει να σας το εξηγήσω. Με λίγα λόγια πάθαμε γλωσσοδέτη. Είχαμε περάσει τότε ένα μεγάλο φόβο και χάσαμε τα λογικά μας. Έτσι χάσαμε τη λαλιά μας και προσπαθούμε να εκφράσουμε τα νοήματά μας γκαρίζοντας.
   Είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Ήταν ένας γάιδαρος από μεγάλη παλιά γενιά. Μια μέρα, αυτός ο ευγενικιάς καταγωγής γάιδαρος πήγε να βοσκήσει στην εξοχή. Κι έβοσκε και τραγουδούσε στη γλώσσα των γαϊδάρων. Σε μια στιγμή μυρίστηκε κάτι όχι ευχάριστο, μάλλον δυσάρεστο, τη μυρουδιά του λύκου…
   Ο αριστοκράτης γάιδαρος υψώνοντας το μουσούδι του στον αέρα, άρχισε να οσμίζεται συνέχεια. Ο αέρας μύριζε έντονα λυκίλα.
   Είπε ο ηλικιωμένος γάιδαρος:
   -Όχι, τζάνουμ, δεν είναι λύκος…
   Βαυκαλίστηκε μ’ αυτή τη σκέψη κι άρχισε να ξαναβόσκει. Η μυρουδιά του λύκου, όσο πήγαινε και σίμωνε. Ήταν φανερό πια ότι ο λύκος ήταν εκεί κοντά. Κι αυτό σήμαινε πως ο θάνατος πλησίαζε…
   Ο αρχοντογάιδαρος:
   -Δεν είναι λύκος, δεν είναι λύκος…
   ‘Ετσι ξεγελούσε τον εαυτό του. Όμως η μυρουδιά του λύκου όσο πήγαινε βάραινε. Ο ηλικιωμένος γάιδαρος, απ’ τη μια μεριά φοβόταν κι απ’ την άλλη έκανε τον παλικαρά, βόσκοντας ξένοιαστος.
   Έλεγε ολοένα με το νου του:
   -Ίνσαλλαχ δεν είναι λύκος! Τι γυρεύει εδώ λύκος, πού να με βρει εμένα;
   Ενώ παραμιλούσε έτσι, άρχισε ν’ ακούει κάτι φωνές. Δεν ήταν όμως ευχάριστες φωνές, ήταν η φωνή του λύκου… Τέντωσε τ’ αυτιά του ο ηλικιωμένος γάιδαρος κι άκουσε τη φωνή του· ναι, ήταν φωνή λύκου…
   Επειδή όμως δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως μπορεί να είχε έρθει λύκος, έλεγε ο γάιδαρος:
   -Όχι, τζάνουμ, αυτή η φωνή δε μοιάζει του λύκου· έτσι μου φάνηκε…
   Άρχισε πάλι να βόσκει. Όμως η φωνή όσο πήγαινε και πλησίαζε… Ο ευγενής γάιδαρος άρχισε πάλι να παρηγοριέται:
   -Όχι, δεν είναι λύκος. Όχι, αυτή η φωνή δεν μπορεί να ‘ναι φωνή λύκου…
   Η φοβερή αυτή φωνή, είχε φτάσει πια κοντά. Ο γάιδαρος μονολογούσε:
   -Όχι, όχι… Ελπίζω ότι δεν είναι λύκος… Δεν έχει άλλη δουλειά ο λύκος και θα ‘ρθει εδώ;
   Ενώ σκεφτόταν έτσι, βλέπει ξαφνικά στην κορφή του απεναντινού λόφου, να προβάλει μέσα απ’ την καταχνιά ένας λύκος…
-Έτσι μου φάνηκε, φαντασία μου ήταν. Δεν ήταν λύκος. Ναι, ναι, φαντασία μου ήταν… άρχισε να λέει.
   Πιο ύστερα, βλέποντας το λύκο να τρέχει ανάμεσα στα σπαρτά άρχισε να τα χρειάζεται. Μην έχοντας όμως καμιά όρεξη να κάνει παρέα με το λύκο, προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό του λέγοντας:
   -Δεν είναι λύκος. Ίνσαλλαχ δεν είναι. Τι δουλειά έχει εδώ; Σίγουρα δε βλέπουν καλά τα μάτια μου… Τον ίσκιο των θάμνων τον πέρασα για λύκο.
   Πλησίασε ο λύκος. Ανάμεσά τους ήταν απόσταση τριακόσια με τετρακόσια γαϊδουρινά βήματα.
   Τα χρειάστηκε ο αριστοκράτης γάιδαρος:
   -Αμάν, θεέ μου, μπας και είναι στ’ αλήθεια λύκος αυτό που ‘ρχεται καταπάνω μου; Όχι, δεν μπορεί, δεν μπορεί. Αχ, όχι, όχι, δεν είναι λύκος…
   Πενήντα βήματα τους χώριζαν και πάλι παρηγοριόταν:
   -Αυτό το πλάσμα που βλέπω αντίκρυ μου, όχι δεν είναι λύκος… Τζάνουμ, γιατί να είναι λύκος; Μπορεί να είναι γκαμήλα, μπορεί να είναι ελέφαντας, μπορεί να είναι τίποτα άλλο, μπορεί να μην είναι και τίποτα. Και μένα μου φαίνονται όλα λύκοι.
   Έφτασε πια ο λύκος. Ένα-δυο βήματα μόνο τους χώριζαν πια. Λέει απ’ το νου το γάιδαρος:
   -Το ξέρω, αυτό που ‘ρχεται δεν είναι λύκος. Όμως, για καλό και για κακό, να το στρίβω απ’ εδώ…
   Άρχισε να περπατάει. Γυρίζει το κεφάλι του πίσω και βλέπει το λύκο να τον ακολουθάει και να τρέχουν τα σάλια του απ’ το στόμα. Ο ευγενής γάιδαρος φαίνεται πως τα χρειάστηκε για καλά και άρχισε να παρακαλάει  το θεό:
   -Μεγαλοδύναμε, δώσε να μην είναι λύκος αυτό που ‘ρχεται… Δεν είναι λύκος, τζάνουμ, κι εγώ στ’ άδικα φοβάμαι.
   Λέγοντας έτσι, άνοιξε τα βήματά του. Κι ο λύκος τον ακολουθούσε στ’ αχνάρια του. Ο γέρο γάιδαρος άρχισε να τρέχει· από πίσω του τρέχει κι ο λύκος…
   Ο γάιδαρος:
   -Αχ, τι μπουνταλάς που είμαι… Την αγριόγατα την πέρασα για λύκο και τρέχω. Όχι, δεν είναι λύκος…
   Τρέχει μ’ όλη τη δύναμη των ποδιών του μονολογώντας:
   -Δε μου φαίνεται για λύκος… Να δώσει ο θεός να μην είναι. Όχι, τζάνουμ, γιατί να είναι λύκος…
   Γυρίζει πίσω το κεφάλι του και βλέπει να λαμποκοπούν τα μάτια του λύκου. Το βάζει στα τέσσερα και λέει από μέσα του:
   -Μα το θεό, δεν είναι λύκος… Απ’ το θεό να το ‘βρω αν είναι λύκος.
   Το κυνηγητό συνεχιζόταν. Ο γάιδαρος ένιωθε κιόλας στην ουρά του τη ζεστή ανάσα του λύκου.
   -Βάζω στοίχημα, λέει, πως δεν είναι λύκος.
   Τα χρειάστηκε όμως ο γάιδαρος μόλις ένιωσε την υγρή μουσούδα στα σκέλια του. Γυρίζει πίσω του και βλέπει το λύκο έτοιμο να χιμήξει πάνω του…
   Ήταν πια αργά, δεν μπορούσε να κάνει άλλο βήμα. Για να μην βλέπει τον λύκο, έκλεισε τα μάτια του. Και σαν άρπαξε ο λύκος το δεξί μερί του, λέει:
   -Το ξέρω, το ξέρω, εσύ δεν είσαι λύκος. Μη με πιάνεις και γαργαλιέμαι. Άσε τα κρύα τ’ αστεία σου…
   Ο πεινασμένος κι άγριος λύκος πάτησε μια δαγκωματιά στο γάιδαρο με τα κοφτερά του δόντια και του ‘κοψε ένα μεγάλο κομμάτι απ’ το μπούτι του. Κυλίστηκε καταγής ο γάιδαρος κι απ’ την πολλή του ταραχή του πιάστηκε η γλώσσα. Κι απ’ το φόβο του το μεγάλο ξέχασε τη γαϊδουρινή τη λαλιά του. Ο λύκος χίμηξε στο σβέρκο του και στο λαρύγγι του. Απ’ όλες τις μεριές του γαϊδάρου πετιόνταν αίματα. Τότε πήρε χαμπάρι ο γάιδαρος με ποιον είχε να κάνει και άρχισε να φωνάζει:
   -Ααα, ο λύκος ήτανε… Ααα ο… Ααα ο…
   Την ώρα που ο λύκος κομμάτιαζε το γάιδαρο απ’ το παλιό τζάκι, όλοι οι γάιδαροι ακούσανε τα τελευταία λόγια του αρχηγού τους:
   -Ααα – ο…, ααα – ο…
   Από τότες λοιπόν, εμείς, το έθνος των γαϊδάρων χάσαμε τη λαλιά μας και όλες μας τις επιθυμίες και τις σκέψεις μας αρχίσαμε να τις εκφράζουμε με το γκάρισμα.
   Αχ εμείς οι γάιδαροι, αχ εμείς το έθνος των γαϊδάρων.
   -Ααα – ο…, ααα, ο…  


 *Σημείωση του εκδότη: "Ο καφές και η δημοκρατία" τυπώθηκε μετά τη Μεταπολίτευση σε 2000 αντίτυπα σε αντικατάσταση ισάριθμων κατασχεθέντων και καταστραφέντων από τη Δικτατορία. 



Εδώ βιογραφικό του Αζίζ Νεσίν




Δεν υπάρχουν σχόλια: