Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Δύο άρθρα για το φαινόμενο του νεο-φασισμού & νεο-εθνικισμού στην Ελλάδα και στα σχολειά της - γράφουν ο Θοδωρής Αντωνόπουλος και ο Νικόλας Σεβαστάκης (www.lifo, 27,28/11/2018)


.............................................................




Η άνοδος της ακροδεξιάς και ο βαθύς κοινωνικός διχασμός που έρχεται ορμητικότερος

Κάθε ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος καλείται σήμερα επιτακτικότερα παρά ποτέ να διαλέξει πλευρά απέναντι στην ακροδεξιά στροφή. 




                        Γράφει ο Θοδωρής Αντωνόπουλος (www.lifo.gr, 27/11/2018)






Ένα φάντασμα πλανάται καιρό τώρα πάνω από την Ελλάδα και την Ευρώπη ολάκερη και όχι, δεν είναι του κομμουνισμού όπως θα το 'θελε ο Κάρολος, αλλά του εθνικισμού και του κοντοσυγγενή του, του φασισμού.

 Υπήρξαμε μάλιστα κι εδώ πρωτοπόροι εφόσον η πρώτη σοβαρή προσβολή από τον σοβινιστικό «ιό» μεταπολιτευτικά συνέβη τη δεκαετία του '90 με τις μεγάλες συγκεντρώσεις για το «μακεδονικό», τις Χριστοδούλειες «λαοσυνάξεις» κατά των νέων ταυτοτήτων και την αθρόα πριμοδότηση του ρατσιστικού-ξενοφοβικού λόγου από πολιτικούς και ΜΜΕ που συνοδεύτηκε με πολλαπλασιασμό των ρατσιστικών επιθέσεων αλλά και την κοινοβουλευτική καταξίωση μιας περιθωριακής ναζιστικής συμμορίας.

Πολλοί πιστέψαμε ότι μετά τη στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα που τόσες συνειδήσεις αφύπνισε, τη σύλληψη και την παραπομπή σε δίκη της ηγετικής ομάδας της ΧΑ καθώς και τη θεαματική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού με την άνοδο ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος στην εξουσία, το «φάντασμα» θα λακούσε πίσω στον κόσμο των σκιών.

Γελαστήκαμε διότι είχε καταφέρει ήδη να ριζώσει σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, βοηθούντος βεβαίως και του «βαθέος κράτους» που είναι πάντα εκεί, άλλοτε πιο φανερά, άλλοτε πιο συγκαλυμμένα, και από το οποίο κιόλας εν πολλοίς είτε εκπορεύεται, είτε στηρίζεται, είτε συγκαλύπτεται, όπως φάνηκε στο πώς πήγε να θαφτεί η δολοφονία του Ζακ αλλά κι ανάλογες περιπτώσεις με ενδεχόμενους δράστες αστυνομικούς, όπως του Νίκου Σακελλίων (2008) και του Pellumb Marnikollaj (2016).

Ένας βαθύς κοινωνικός διχασμός είναι ξανά ενόψει, ακόμα βαθύτερος, φοβάμαι, από ό,τι στο ξεκίνημα της μνημονιακής εποχής, γιατί εδώ απουσιάζουν κάποιες έστω επιφανειακά κοινές αναφορές. Δεν πρόκειται καν για κάποια ελληνική «ιδιαιτερότητα», είναι πια φαινόμενο σχεδόν παγκόσμιο. Και δεν αρκεί καν να διαλέξουμε απλώς πλευρά, χρέος μας είναι να την υπερασπιστούμε σθεναρά στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, τις καθημερινές μας κοινωνικές συναναστροφές και δραστηριότητες.

Διότι η «ακροδεξιά στροφή» είναι πια ανερχόμενο ρεύμα διεθνώς. Διότι κομμάτι της έτσι κι αλλιώς πολυδιασπασμένης Αριστεράς φλερτάρει επίσης στενά με τα εθνικιστικά προτάγματα. Διότι ποιος δεν ξεχνά το ερεβώδες «αγαπούν την πατρίδα με έναν τρόπο κάπως εριστικό» του Μίκη για τους Χρυσαυγίτες, – και διότι έχει και ιστορικά αποδειχθεί ότι όταν ο αριστερός λαϊκισμός στομώνει, ενισχύεται ο δεξιός.

Κι αν η ΧΑ βρέθηκε «με την πλάτη στον τοίχο» – ένα πρέσιγκ πάντως όχι τόσο ασφυκτικό, καθώς βουλευτές της εξακολουθούν να ασχημονούν δημόσια αλλά και να «μαγαρίζουν» με την παρουσία τους επίσημες εκδηλώσεις –, νέα εξτρεμιστικά ακροδεξιά μορφώματα αναφαίνονται, βρίσκοντας απήχηση σε μια απογοητευμένη, αποπροσανατολισμένη νεολαία της οποίας και η εκπαίδευση εξακολουθεί να έχει πρόσημο ελληνοχριστιανικό, αλυτρωτικό κι ανάδελφο.

Κάπως έτσι εξηγείται – και όχι μόνο στην Ελλάδα – πώς γίνεται κάποιος που δεν έχει να πορευτεί, αντί να στέρξει να το αλλάξει αυτό, να καταφεύγει σε έννοιες μεταφυσικές όπως η πατρίδα, το έθνος, η θρησκεία κ.λπ. και τους εκάστοτε έμπορές τους. Πώς αντί οι μαθητές σχολείων της Δυτικής Μακεδονίας π.χ., όπου η ανεργία χτυπάει κόκκινο, «δασκαλεύτηκαν» να ξεσηκωθούν για μια ιδεοληψία και όχι για ένα καλύτερο μέλλον στον πραγματικό κόσμο.

Κάπως έτσι δρομολογήθηκαν οι δεκάδες ακπκα καταλήψεις σχολείων ανά την επικράτεια με κύριο αίτημα να μην ξεπουλήσουμε τη «Μακεδονία μας» – είχε προηγηθεί η αποβολή έξι μαθητών στον Γέρακα γιατί τραγουδούσαν τη «Μακεδονία ξακουστή» στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Με ενήλικους «αγκιτάτορες» που δεν κρύβουν το ποιόν τους, κι ας μην το διαλαλούν, πουλώντας αντισυστημικότητα. Με την ανοχή ή συνενοχή ορισμένων γονιών και εκπαιδευτικών, και την παράλληλη στοχοποίηση άλλων εκπαιδευτικών που αντιδρούν είτε από τους κατά τόπους «υπερπατριώτες» ή κι από υπόδικους Χρυσαυγίτες βουλευτές, όπως καταγγέλλεται – άλλος πάλι καθηγητής γυμνασίου της Αττικής στοχοποιήθηκε επειδή έκανε, λέει, «φιλοεβραϊκή προπαγάνδα», τολμούσε δηλαδή να αναφερθεί στο Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων και τους βανδαλισμούς εβραϊκών μνημείων στις μέρες μας.

Προβαίνει δε σε όλα αυτά η «μαύρη αντίδραση» με τρόπους δράσης που σε πολλά θυμίζουν την κινηματική Αριστερά, όπως η χρήση των κοινωνικών δικτύων, η «αυτοοργάνωση», η πολιτική ανυπακοή, οι «χτύπα και φεύγα» τακτικές κ.λπ. Ευελπιστούν έτσι να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος από την αποτυχία των πρόσφατων μακεδονικών συλλαλητηρίων αλλά και να κερδίσουν «πόντους» ενόψει του διαφαινόμενου τέλους της δίκης της ΧΑ. Ο καλύτερος δε σύμμαχός τους είναι η σιωπηλή αδιαφορία και η ανοχή αν όχι συνενοχή, σε κάποιες περιπτώσεις, ενός μεγάλου κομματιού του πολιτικού συστήματος.

Ναι, είναι θλιβερό όσο κι ανησυχητικό να βλέπεις την εθνικιστική, φασίζουσα ή δηλωμένα ναζιστική ακροδεξιά να πατάει πόδι στα σχολεία, να καλεί τους μαθητές όλης της χώρας να κάνουν «μπλε» τον χάρτη των ανά νομό κινητοποιήσεων, στήνοντας «επιτροπές μακεδονικού αγώνα» και καταγγέλλοντας όχι την κυβέρνηση, αλλά το δημοκρατικό πολίτευμα καθαυτό. Όλα αυτά μάλιστα σε ένα πεδίο όπου «παραδοσιακά» είχαν μεγάλη επιρροή η ευρύτερες αριστερές και ελευθεριακές ιδέες.

Η ίδια βέβαια «μετάλλαξη» συνέβη και στις λαϊκές συνοικίες- προπύργια της Αριστεράς που τώρα αβαντάρουν εκλογικά τη ΧΑ και δεν μπορούμε να βαράμε συνέχεια το σαμάρι για ένα φταίξιμο που βασικά είναι του γαϊδάρου, ούτε να αγανακτούμε με μικρά παιδιά για τη σκοταδιστική πλύση εγκεφάλου που υφίστανται από οικογένεια, σχολείο, πολιτικούς, «τραγόπαπες» και μέινστριμ ΜΜΕ.

Είναι δε ακόμα πιο θλιβερό να βλέπουμε ακόμα και τη δικαιοσύνη περί άλλων να τυρβάζει, μια δικαιοσύνη βέβαια βαθιά ταξική και διεφθαρμένη που αλληθωρίζει σε πολιτικούς κι επιχειρηματίες μαφιόζους, λωποδύτες ή ακόμα και μαστροπούς, εξαντλώντας την αυστηρότητά της σε καστανάδες, καθαρίστριες και μετανάστες. Είναι εντούτοις, από την άλλη, ενθαρρυντικό να βλέπεις πόσος νέος κόσμος έχει αντίστοιχα ευαισθητοποιηθεί από το κακό που διαπιστώνει γύρω του. Να βλέπεις μαθητές άλλων σχολείων να ξεσηκώνονται ενάντια στο επιχειρούμενο ακροδεξιό καπέλωμα, όπως η πρωτοβουλία μαθητών και σχολείων ενάντια στον φασισμό/εθνικισμό που καλεί σε δυναμικές κινητοποιήσεις στις 29/11, ημέρα όπου οι ακροδεξιοί προανήγγγειλαν μαζικές σχολικές καταλήψεις. Να βλέπεις τον ριζοσπαστικό φεμινισμό να έχει πάλι ρεύμα, το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα να αποκτά ξανά μαζικότητα και λόγο αμφισβητησιακό.

Ένας βαθύς κοινωνικός διχασμός είναι ξανά ενόψει, ακόμα βαθύτερος, φοβάμαι, από ό,τι στο ξεκίνημα της μνημονιακής εποχής, γιατί εδώ απουσιάζουν κάποιες έστω επιφανειακά κοινές αναφορές. Δεν πρόκειται καν για κάποια ελληνική «ιδιαιτερότητα», είναι πια φαινόμενο σχεδόν παγκόσμιο.

Και δεν αρκεί καν να διαλέξουμε απλώς πλευρά, χρέος μας είναι να την υπερασπιστούμε σθεναρά στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, τις καθημερινές μας κοινωνικές συναναστροφές και δραστηριότητες. Να μη φοβηθούμε την αντιπαράθεση, να την επιδιώξουμε πείθοντας πως το δικό μας δίκιο είναι το δίκιο των πολλών. Έτσι μόνο θα αποκτήσει και πραγματικό νόημα το «ποτέ ξανά».

Πηγή: www.lifo.gr




 .................................................................



Το σχολείο, ο εθνικισμός και οι αριστερές ευκολίες




Η προσπάθεια απόκρουσης των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων στις μικρότερες ηλικίες είναι δύσκολη και πολύπλοκη υπόθεση.

Γράφει ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ (www.lifo.gr, 28.11.2018)








Στη χώρα μας, για γνωστούς λόγους της πρόσφατης Iστορίας (Eμφύλιος, δεξιός αυταρχισμός, δικτατορία), δόθηκε για καιρό η εντύπωση πως νεολαία και αριστερά είναι ένα και το αυτό: ότι ένας μαθητής ή ένας φοιτητής θα ήταν «αφύσικο» να μην ανήκει στον αριστερό και προοδευτικό χώρο με τη σημασία που πήρε αυτός ο όρος για δεκαετίες. Έτσι, το βασικό θέμα συζήτησης ήταν αν απλώς ο νέος θα μείνει «απολιτίκ» (αδιάφορος και ανενημέρωτος για τα δημόσια και πολιτικά ζητήματα) ή αν θα αποκτούσε «αγωνιστική συνείδηση».

Θεωρούνταν σχεδόν αυτονόητο ότι το αγωνιστικό θα ήταν αριστερόστροφο και πάντως όχι ακροδεξιό. Πολύ λίγο απασχόλησε η πιθανότητα να υπάρξει μια κουλτούρα νεανικής κινητοποίησης που μπορεί να είχε ριζικά άλλο προσανατολισμό.

Το ριζοσπαστικό και το αντισυστημικό ήταν κάτι σαν τους στίχους των τραγουδιών του «αιώνιου έφηβου» Βασίλη Παπακωνσταντίνου: ένα παιχνίδι εξέγερσης πάνω στις καθιερωμένες ράγες του αντιφασισμού και του αντισυστημισμού της αριστεράς. Ο Παπακωνσταντίνου, οι Τρύπες και αργότερα το κοινωνικό χιπ-χοπ (σε αντιδιαστολή με τις όψιμες λούμπεν, μισογυνικές και καπιταλιστικές εκδοχές του) έγιναν κομμάτια της άγουρης «κοινωνικής αφύπνισης» των μαθητών τις τελευταίες δεκαετίες.

Στις απεργίες, φυσικά, ή σε άλλες κινητοποιήσεις των ενηλίκων αυτός ο μαθητικός αριστερόστροφος αντισυστημισμός συναντούσε τα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου και τη φωνή της Φαραντούρη, τις ιστορίες δηλαδή και τα βιώματα των γονιών του. Προοδευτικοί καθηγητές και γονείς ευλογούσαν με μια δόση συγκινητικής ζήλιας και νοσταλγίας τα «νιάτα» που προχωρούσαν σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις και φθινοπωρινές (συνήθως) καταλήψεις.

Από αυτό το υλικό και την εικονογραφία του φτιάχτηκε μια ρουτίνα, μαζί βεβαίως με τις συνηθισμένες αντιδράσεις που ξεσήκωνε: επιδοκιμασία απ' όσους μισούν «τον καναπέ», αποδοκιμασίες και σκανδαλισμένα σχόλια για τους πιο συντηρητικούς και θεσμικούς.

Φυσικά, όταν γράφει κανείς στον τοίχο του σχολείου «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία μας» προφανώς είναι πολύ κοντά ή και μέσα στη Χρυσή Αυγή. Εδώ μιλάμε πραγματικά για φασιστικό λόγο. Είναι, όμως, εξαιρετικά αμφίβολο αν ένας τέτοιος λόγος μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνθήματα του τύπου «έξω οι ναζί από τα σχολεία».

Μέχρι που ήρθε ο Δεκέμβρης του 2008 και η εποχή της Αγανάκτησης και των συναισθημάτων της: η εποχή που στη δημόσια σφαίρα και στα κοινωνικά μέσα βρήκε τεράστια διάδοση η ιδέα της ταπείνωσης της Ελλάδας από τις εγχώριες και ξένες ελίτ. Είναι η ίδια εποχή που στις οικογένειες των λαϊκών και μεσαίων τάξεων θα εμφανιστούν πολλές ματαιώσεις και μια πραγματική ανασφάλεια η οποία δεν υπήρχε τον καιρό της ανόδου των μεσοαστικών στρωμάτων.

Τα χρόνια αυτά, λοιπόν, ένα περιθωριακό φιλοναζιστικό κομματίδιο έγινε παράταξη και οργανωμένος χώρος με πανελλαδικό άπλωμα. Ακολούθησε το 2015 και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση σε συμμαχία με ένα κόμμα που αποτελεί την πιο ανάγλυφη έκφραση της συμβατικής ελληνικής ιδεολογίας και των μύθων της (εθνική περικύκλωση, θυματοποίηση, σωτηριολογικές ελαφρότητες).

Στο μεγάλο κάδρο, φυσικά, εδώ και κάποια χρόνια σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, στη βόρεια, στην ανατολική αλλά και στην Ιταλία και στη Γαλλία, γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη στροφή πολλών νέων στον ριζοσπαστικό δεξιό εθνικισμό. Στις ΗΠΑ η φιγούρα του δεξιού νεαρού που γελάει με τις liberal και αριστερές «αφέλειες» των γονιών ή των παππούδων του έχει περάσει από χρόνια στην ποπ κουλτούρα και στις δημόσιες συζητήσεις. Νέοι που κατηγορούν τους πειραματισμούς και τις παιδαγωγικές και πολιτικές ουτοπίες της γενιάς του '68 είναι συνηθισμένο θέμα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.


Τώρα, λοιπόν, και με αφορμή το Μακεδονικό, το να κινητοποιούνται μαθητές γυμνασίου με ριζοσπαστικά εθνικιστικά συνθήματα δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Διότι, βεβαίως, η ιδέα πως η νεότητα ταυτίζεται σώνει και καλά με την αριστερά ήταν εξαρχής λάθος, τουλάχιστον αν κοιτούσε κανείς τον μακρύ χρόνο.

Στις αρχές του 20ού αιώνα νεολαία ήταν αυτή που υπερασπιζόταν μαχητικά τον αρχαϊσμό και τον γλωσσικό συντηρητισμό, στον Μεσοπόλεμο νέοι και έφηβοι ήταν η πλειονότητα των εθνικιστικών και φασιστικών οργανώσεων, στη δεκαετία του '60, εκτός από τους Λαμπράκηδες, υπήρχε και η ΕΚΟΦ και οι νέοι της εθνικοφροσύνης.

Οι μεταπολιτευτικές δεκαετίες είναι ουσιαστικά ένα είδος παρένθεσης όπου άνθησαν πολλές έτοιμες ιδέες και πλάκωσαν την πραγματικότητα.

Για παράδειγμα, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς ψύχραιμα πόσοι απ' τους σιωπηλούς ή απέχοντες μαθητές και φοιτητές του 1976 ή του 1978 ήταν στην πραγματικότητα «καταπιεσμένοι» δεξιοί και ακροδεξιοί ‒ που τότε απλώς δεν είχαν τη δυνατότητα να εμφανιστούν γιατί το κοινωνικοπολιτικό κλίμα ήταν εναντίον τους. Δεν μπορούμε να το ξέρουμε, μόνο να το υποθέσουμε.

Σήμερα, όμως, ξέρουμε κάποια πράγματα. Βλέπουμε πως σε διάφορες μεριές του πλανήτη οι λαϊκές αντιδράσεις περνούν κυρίως μέσα από την εκτροπή του μπανάλ εθνικισμού (ο οποίος πανηγυρίζει απλώς τα εθνικά σύμβολα μιας ομάδας ή μιας νίκης) σε ταυτοτικό ριζοσπαστισμό.

Φυσικά, όταν γράφει κανείς στον τοίχο του σχολείου «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία μας» προφανώς είναι πολύ κοντά ή και μέσα στη Χρυσή Αυγή. Εδώ μιλάμε πραγματικά για φασιστικό λόγο. Είναι, όμως, εξαιρετικά αμφίβολο αν ένας τέτοιος λόγος μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνθήματα του τύπου «έξω οι ναζί από τα σχολεία».

Γιατί; Μα, επειδή, δυστυχώς, πολλοί απ' όσους πρόβαλαν τον αντιφασισμό τα τελευταία χρόνια (με τις δικές τους καταλήψεις και το δικό τους ρεπερτόριο αιτημάτων) έπαιξαν και οι ίδιοι με την άποψη ότι δεν έχουμε δημοκρατία (αλλά μια χούντα με άλλο πρόσωπο) ή ότι αυτό που είχαμε ήταν σάπιο και πρέπει να γκρεμιστεί.

Οπότε, ποια δημοκρατία και ποιους θεσμούς να υπερασπιστείς από τους εχθρούς τους; Με ποιον τρόπο να αποκηρύξεις και κυρίως να αποδομήσεις στον μαθητή την εθνικιστική κατάληψη, όταν εσύ ο ίδιος έχεις μετατρέψει μια σοβαρή μορφή πάλης σε εποχικό παιχνίδι αντικυβερνητικής πολιτικής ή σε αφορμή για χάσιμο ωρών μαθήματος; Πώς να πεισθεί ο μαθητής πως μετέχει σε κάτι επικίνδυνο, όταν για χρόνια κάποιοι του ζητούν να βγει από τον απολίτικο ατομικισμό του, αλλά καταλαβαίνουν πως κάτι έχει πάει στραβά μόνο όταν αυτός ο μαθητής κάνει ήρωα τον Κατσίφα και τραγουδάει το «Μακεδονία ξακουστή»;

Θέλω να πω ότι η προσπάθεια απόκρουσης των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων στις μικρότερες ηλικίες είναι δύσκολη και πολύπλοκη υπόθεση. Δεν μπορεί να γίνει με υλικά από τους αντιφασισμούς του Μεσοπολέμου ή της δεκαετίας του '60. Ούτε όμως με φρόνιμες σιωπές και δημαγωγικό παιχνίδι με τα «πληγωμένα εθνικά αισθήματα των νέων».

Σε αυτό το τελευταίο σπορ διακρίνονται, δυστυχώς, κάποια κομμάτια της θεσμικής δεξιάς και άλλων μηχανισμών που δεν θέλουν να πάρουν την ευθύνη της χάραξης ενός δημοκρατικού συνόρου ανάμεσα στον αντιδημοκρατικό εθνικισμό και στη σχολική ζωή. Αυτό το σύνορο, άλλωστε, έχει πάντα και αξία και νόημα.

Πηγή: www.lifo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: