.............................................................
Γιώργος Μιχαηλίδης
( 1938 - 2018)
Και για του λόγου μου το αληθές...
(α)
και (β)
https://www.tovima.gr/2008/11/24/archive/i-ayli-twn-thaymatwn-ston-lykabitto
Γιώργος Μιχαηλίδης
( 1938 - 2018)
Είδα, όσο μπορούσα, απροκατάληπτα το αφιερωμένο στον πρόσφατα "αναχωρήσαντα" Γιώργο Μιχαηλίδη "Μονόγραμμα" (βλ. εδώ https://www.lifo.gr/videos/lifo_picks_people/212312/oli-i-zoi-kai-to-ergo-toy-skinotheti-giorgoy-mixailidi-mesa-apo-mia-ekpompi-ntokoymento). Απροκατάληπτα και με την απόσταση ενός θεατή που το μόνο κίνητρό του είναι το απλό ιστορικό ενδιαφέρον για έναν σημαντικό σκηνοθέτη του θεάτρου μας που η δουλειά του διεκδίκησε ένα σημαντικό μερίδιο του ενδιαφέροντος του θεατρόφιλου κοινού στη χώρα μας στα τέλη του περασμένου αιώνα - πώς πέρασαν τα χρόνια και γράφω σήμερα για "περασμένο αιώνα"... Δεν θα γράψω τώρα για το αισθητικό στίγμα, ιδιαίτερα από το 1984 και μετά, (πιο πριν δεν είχα δει παραστάσεις του, αν εξαιρέσω τους "Εχθρούς" του Μαξίμ Γκόρκι με το Κ.Θ.Β.Ε.) που άφησε στο θέατρό μας ο σημαντικός αυτός σκηνοθέτης - την "εικαστική ανάγνωση" των έργων που ανέβασε - αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά και ομολογημένα και από τον ίδιο και στο "Μονόγραμμα". Θα με απασχολήσει όμως η ιστορική του διαδρομή, από τη Νέα Ιωνία στην οδό Κεφαλληνίας και από εκεί στου Γκύζη, στο θέατρο της οδού Κάλβου και στις μεμονωμένες συνεργασίες του με άλλους θεατρικούς οργανισμούς (βλ. κρατικά θέατρα κλπ.).
Με την αναφορά και μόνο στους τρεις αυτούς σημαντικούς "σταθμούς" της θεατρικής διαδρομής του Γιώργου Μιχαηλίδη εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε στο σχήμα "από την περιφέρεια στο κέντρο". Μια διαδρομή που κράτησε περίπου σαράντα χρόνια. Από την ομάδα των νέων ηθοποιών της προδικτατορικής εποχής σε περιφερειακό δήμο του λεκανοπεδίου (Νέα Ιωνία) στην ένταξη στο mainstream θέατρο της τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, στου Γκύζη, αλλά και στα κρατικά θέατρα (Εθνικό και ΚΘΒΕ), στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο. Μια διαδρομή που επεφύλασσε αλλαγές. Κατ' αρχήν στο στελεχικό δυναμικό των συνεργατών του. Υπήρξε καθώς φαίνεται η ανάγκη της συνεργασίας με πρόσωπα κύρους, με αναγνωρισιμότητα και απήχηση. Η σχέση του Μιχαηλίδη με την τηλεόραση μετά το 1981 (κρατική μέχρι το 1989) καθώς σκηνοθέτησε τηλεοπτικές σειρές με μεγάλη ακροαματικότητα του εξασφάλιζε τέτοια πρόσωπα κύρους. Έχω την εντύπωση ότι επιζητούσε συνεργασίες μαζί τους. Μετά τα πρώτα χρόνια των ξεκινημάτων του που στηριζόταν σε πυρήνες νέων καλλιτεχνών που έδιναν την εντύπωση ομάδων με κανόνες δημοκρατικής λειτουργίας, (με ισότιμες οικονομικές σχέσεις, αλλά και με ένα είδος rotation στις διανομές των έργων, κλπ.) μέσα σε, πάνω-κάτω, τριετίες μέχρι πενταετίες κάθε φορά μετά από κάθε ξεκίνημα, ή θα προσκαλούσε ηθοποιούς - πρωταγωνιστές του "εμπορικού", ούτως ειπείν, θεάτρου και κινηματογράφου, και της τηλεόρασης, ή θα "εγκατέλειπε" προσωρινά τα σχήματα που είχε ιδρύσει για σκηνοθεσίες είτε στα κρατικά θέατρα και στα φεστιβάλ ή στην τηλεόραση. Εδώ, ανοίγω μια παρένθεση, σημειώνοντας ότι το "Ανοιχτό Θέατρο", παρά και τις επιχορηγήσεις, δεν κατάφερε να γίνει μέχρι το άδοξο τέλος του ένας οικονομικά αυτοδύναμος οργανισμός. Έτσι ήταν φαίνεται απαραίτητες για τον Γ.Μιχαηλίδη οι "ενέσεις" από τις συνεργασίες του με τους εκτός "Ανοιχτού Θεάτρου" φορείς. Συντηρούσαν και τον ίδιο και το "Ανοιχτό Θέατρο" στο οποίο είχε αφοσιωθεί και ήταν γι' αυτόν κατ' εξοχήν προτεραιότητα. Κλείνω την παρένθεση, ανοίγοντας ταυτόχρονα μιαν άλλη.
Το θέατρο είναι μια τέχνη ακριβή για όποιον θέλει να την υπηρετήσει. Είναι η πιο ακριβή τέχνη μετά τον κινηματογράφο. Εκτός από την υλικοτεχνική υποδομή που απαιτεί (αίθουσα με τον εξοπλισμό της, σκηνικά και κουστούμια) είναι ακριβό και το κόστος του ανθρώπινου δυναμικού που την ασκεί (μισθοδοσία και ασφαλιστική κάλυψη ηθοποιών και συντελεστών). Στα πρώτα χρόνια του το "Ανοιχτό Θέατρο" ανεβάζοντας έργα κλασικού ρεπερτορίου (Σαίξπηρ, Μπωμαρσαί, Τζον Φορντ) έργα με πολυπληθείς διανομές αναγκάστηκε να ακολουθήσει συνεργατικές οικονομικές λύσεις. Τα έσοδα των παραστάσεων τα μοιράζονταν εξίσου τα μέλη του θιάσου με τον σκηνοθέτη Γιώργο Μιχαηλίδη με προστιθέμενο ένα ακόμη μερίδιο του θεάτρου. Δηλ. αν απασχολούσε δέκα ηθοποιούς τα έσοδα μοιράζονταν δια του 10 συν ένα του Μιχαηλίδη συν ένα για το θέατρο. (Χ έσοδα : 10 ηθοποιοί +1 αμοιβή Μιχαηλίδη + 1 λειτουργικά έξοδα του θεάτρου). Οι επιχορηγήσεις φυσικά προορίζονταν για το κόστος των προηγούμενων και των επόμενων παραγωγών. Όμως τα έσοδα αρκούσαν για να καλύψουν ακόμη κι αυτό το οικονομικό καθεστώς; Φοβούμαι πως όχι. Οι παραγωγές του "Ανοιχτού Θεάτρου" ήσαν παραγωγές πλούσιες, εφάμιλλες των κρατικών σκηνών. Και εδώ, προέκυψε, προκύπτει και θα προκύπτει μια σχέση της οικονομίας με το αισθητικό-καλλιτεχνικό, κάθε φορά, όραμα του οποιουδήποτε θεατρικού, εννοείται ιδιωτικού, σχήματος. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης με την "εικαστική" του αντίληψη δεν υπηρέτησε ένα θέατρο εκφραστικής καλλιτεχνικής λιτότητας. Ένα θέατρο που θα στηριζόταν, το περισσότερο, στα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών και των συνεργατών του. Δεν ισχυρίζομαι ότι υποβάθμισε τη σημασία τους, αλλά ωστόσο ήταν φανερό ότι προτεραιότητα για εκείνον ήταν ο σκηνικός πλούτος των παραστάσεών του (σκηνικά και κουστούμια). Όμως υπήρξαν συγχρόνως με τη δική του παρουσία στα θεατρικά πράγματα της χώρας θεατρικοί οργανισμοί που το καλλιτεχνικό τους στίγμα ήταν ακριβώς αυτή η λιτότητα, ακόμη και σε έργα υψηλών (και "ακριβών") απαιτήσεων. Παράδειγμα το "Θέατρο Τέχνης" του Καρόλου Κουν, από την αρχή μέχρι τα τελευταία του χρόνια. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης δεν συμβάδισε με αυτά τα σχήματα, ούτε και με την αντίληψή τους. Επιπλέον, όταν ασπάστηκε την ανάγκη να έχει πρωταγωνιστές "βαριά" ονόματα της θεατρικής (και όχι μόνο, και τηλεοπτικής) πιάτσας έπρεπε να έχει και τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους. Από τις τελευταίες του συνεργασίες αναφέρω ενδεικτικά τον Αριστοφάνη του στην Επίδαυρο με τον Θανάση Βέγγο.(Τρυγαίος στην "Ειρήνη" του 1995). Έχω την εντύπωση ότι συμβάδισε με μια εποχή που στην Ελλάδα όλα φάνταζαν ονειρικά, και μάλιστα όνειρα υλοποιήσιμα. Αρκετοί συνάδελφοί του ακολούθησαν και φοβάμαι ότι ακόμη και σήμερα ακολουθούν την πορεία του. Όμως η πραγματικότητα δεν ήταν, και δεν είναι, ονειρική. Πολύ νωρίτερα, μια δεκαετία σχεδόν πριν μας πλακώσει η γενική κρίση, ειδικά στο θέατρο, και το ξέρουν καλά όσοι το υπηρετήσανε - κι όσοι είχαν τα μάτια τους ανοιχτά - είχε δείξει τα σημάδια της. Τα όνειρα αγκομαχούσαν, αν δεν ακυρώνονταν...
Ωστόσο, ο Γιώργος Μιχαηλίδης κατάθεσε ψυχή με ανιδιοτέλεια στο κυνήγι των ονείρων του. Κι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του, ανάμεσά τους κι εγώ, θα τον θυμούνται για το πάθος του σ' αυτό του το κυνήγι. Ας είναι ελαφρύ το χώμα...
Αφιερωμένο στη μνήμη του...
Με την αναφορά και μόνο στους τρεις αυτούς σημαντικούς "σταθμούς" της θεατρικής διαδρομής του Γιώργου Μιχαηλίδη εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε στο σχήμα "από την περιφέρεια στο κέντρο". Μια διαδρομή που κράτησε περίπου σαράντα χρόνια. Από την ομάδα των νέων ηθοποιών της προδικτατορικής εποχής σε περιφερειακό δήμο του λεκανοπεδίου (Νέα Ιωνία) στην ένταξη στο mainstream θέατρο της τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, στου Γκύζη, αλλά και στα κρατικά θέατρα (Εθνικό και ΚΘΒΕ), στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο. Μια διαδρομή που επεφύλασσε αλλαγές. Κατ' αρχήν στο στελεχικό δυναμικό των συνεργατών του. Υπήρξε καθώς φαίνεται η ανάγκη της συνεργασίας με πρόσωπα κύρους, με αναγνωρισιμότητα και απήχηση. Η σχέση του Μιχαηλίδη με την τηλεόραση μετά το 1981 (κρατική μέχρι το 1989) καθώς σκηνοθέτησε τηλεοπτικές σειρές με μεγάλη ακροαματικότητα του εξασφάλιζε τέτοια πρόσωπα κύρους. Έχω την εντύπωση ότι επιζητούσε συνεργασίες μαζί τους. Μετά τα πρώτα χρόνια των ξεκινημάτων του που στηριζόταν σε πυρήνες νέων καλλιτεχνών που έδιναν την εντύπωση ομάδων με κανόνες δημοκρατικής λειτουργίας, (με ισότιμες οικονομικές σχέσεις, αλλά και με ένα είδος rotation στις διανομές των έργων, κλπ.) μέσα σε, πάνω-κάτω, τριετίες μέχρι πενταετίες κάθε φορά μετά από κάθε ξεκίνημα, ή θα προσκαλούσε ηθοποιούς - πρωταγωνιστές του "εμπορικού", ούτως ειπείν, θεάτρου και κινηματογράφου, και της τηλεόρασης, ή θα "εγκατέλειπε" προσωρινά τα σχήματα που είχε ιδρύσει για σκηνοθεσίες είτε στα κρατικά θέατρα και στα φεστιβάλ ή στην τηλεόραση. Εδώ, ανοίγω μια παρένθεση, σημειώνοντας ότι το "Ανοιχτό Θέατρο", παρά και τις επιχορηγήσεις, δεν κατάφερε να γίνει μέχρι το άδοξο τέλος του ένας οικονομικά αυτοδύναμος οργανισμός. Έτσι ήταν φαίνεται απαραίτητες για τον Γ.Μιχαηλίδη οι "ενέσεις" από τις συνεργασίες του με τους εκτός "Ανοιχτού Θεάτρου" φορείς. Συντηρούσαν και τον ίδιο και το "Ανοιχτό Θέατρο" στο οποίο είχε αφοσιωθεί και ήταν γι' αυτόν κατ' εξοχήν προτεραιότητα. Κλείνω την παρένθεση, ανοίγοντας ταυτόχρονα μιαν άλλη.
Το θέατρο είναι μια τέχνη ακριβή για όποιον θέλει να την υπηρετήσει. Είναι η πιο ακριβή τέχνη μετά τον κινηματογράφο. Εκτός από την υλικοτεχνική υποδομή που απαιτεί (αίθουσα με τον εξοπλισμό της, σκηνικά και κουστούμια) είναι ακριβό και το κόστος του ανθρώπινου δυναμικού που την ασκεί (μισθοδοσία και ασφαλιστική κάλυψη ηθοποιών και συντελεστών). Στα πρώτα χρόνια του το "Ανοιχτό Θέατρο" ανεβάζοντας έργα κλασικού ρεπερτορίου (Σαίξπηρ, Μπωμαρσαί, Τζον Φορντ) έργα με πολυπληθείς διανομές αναγκάστηκε να ακολουθήσει συνεργατικές οικονομικές λύσεις. Τα έσοδα των παραστάσεων τα μοιράζονταν εξίσου τα μέλη του θιάσου με τον σκηνοθέτη Γιώργο Μιχαηλίδη με προστιθέμενο ένα ακόμη μερίδιο του θεάτρου. Δηλ. αν απασχολούσε δέκα ηθοποιούς τα έσοδα μοιράζονταν δια του 10 συν ένα του Μιχαηλίδη συν ένα για το θέατρο. (Χ έσοδα : 10 ηθοποιοί +1 αμοιβή Μιχαηλίδη + 1 λειτουργικά έξοδα του θεάτρου). Οι επιχορηγήσεις φυσικά προορίζονταν για το κόστος των προηγούμενων και των επόμενων παραγωγών. Όμως τα έσοδα αρκούσαν για να καλύψουν ακόμη κι αυτό το οικονομικό καθεστώς; Φοβούμαι πως όχι. Οι παραγωγές του "Ανοιχτού Θεάτρου" ήσαν παραγωγές πλούσιες, εφάμιλλες των κρατικών σκηνών. Και εδώ, προέκυψε, προκύπτει και θα προκύπτει μια σχέση της οικονομίας με το αισθητικό-καλλιτεχνικό, κάθε φορά, όραμα του οποιουδήποτε θεατρικού, εννοείται ιδιωτικού, σχήματος. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης με την "εικαστική" του αντίληψη δεν υπηρέτησε ένα θέατρο εκφραστικής καλλιτεχνικής λιτότητας. Ένα θέατρο που θα στηριζόταν, το περισσότερο, στα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών και των συνεργατών του. Δεν ισχυρίζομαι ότι υποβάθμισε τη σημασία τους, αλλά ωστόσο ήταν φανερό ότι προτεραιότητα για εκείνον ήταν ο σκηνικός πλούτος των παραστάσεών του (σκηνικά και κουστούμια). Όμως υπήρξαν συγχρόνως με τη δική του παρουσία στα θεατρικά πράγματα της χώρας θεατρικοί οργανισμοί που το καλλιτεχνικό τους στίγμα ήταν ακριβώς αυτή η λιτότητα, ακόμη και σε έργα υψηλών (και "ακριβών") απαιτήσεων. Παράδειγμα το "Θέατρο Τέχνης" του Καρόλου Κουν, από την αρχή μέχρι τα τελευταία του χρόνια. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης δεν συμβάδισε με αυτά τα σχήματα, ούτε και με την αντίληψή τους. Επιπλέον, όταν ασπάστηκε την ανάγκη να έχει πρωταγωνιστές "βαριά" ονόματα της θεατρικής (και όχι μόνο, και τηλεοπτικής) πιάτσας έπρεπε να έχει και τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους. Από τις τελευταίες του συνεργασίες αναφέρω ενδεικτικά τον Αριστοφάνη του στην Επίδαυρο με τον Θανάση Βέγγο.(Τρυγαίος στην "Ειρήνη" του 1995). Έχω την εντύπωση ότι συμβάδισε με μια εποχή που στην Ελλάδα όλα φάνταζαν ονειρικά, και μάλιστα όνειρα υλοποιήσιμα. Αρκετοί συνάδελφοί του ακολούθησαν και φοβάμαι ότι ακόμη και σήμερα ακολουθούν την πορεία του. Όμως η πραγματικότητα δεν ήταν, και δεν είναι, ονειρική. Πολύ νωρίτερα, μια δεκαετία σχεδόν πριν μας πλακώσει η γενική κρίση, ειδικά στο θέατρο, και το ξέρουν καλά όσοι το υπηρετήσανε - κι όσοι είχαν τα μάτια τους ανοιχτά - είχε δείξει τα σημάδια της. Τα όνειρα αγκομαχούσαν, αν δεν ακυρώνονταν...
Ωστόσο, ο Γιώργος Μιχαηλίδης κατάθεσε ψυχή με ανιδιοτέλεια στο κυνήγι των ονείρων του. Κι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του, ανάμεσά τους κι εγώ, θα τον θυμούνται για το πάθος του σ' αυτό του το κυνήγι. Ας είναι ελαφρύ το χώμα...
Αφιερωμένο στη μνήμη του...
...Τώρα τα μάγια μου όλα σκορπιστήκαν*
κι η δύναμή μου έχει θαμπώσει.
Τώρα είναι αλήθεια, πρέπει εσείς
ή εδωπέρα να με φυλακίσετε
ή να με στείλετε στη Νάπολη. Όμως
μια κι έχω ξαναπάρει το δουκάτο μου
και τον προδότη συγχώρεσα αδερφό μου,
μη με κρατάτε με τα ξόρκια σας
σ’ αυτό το ερημονήσι· απ’ τα δεσμά
με τ’ αγαθά σας χέρια λευτερώστε με.
Πρέπει οι καλοπροαίρετες πνοές σας
τα πανιά μου να φουσκώσουν, αλλιώς πάει
κι ο σκοπός που ‘χα να σας διασκεδάσω.
Τώρα δεν έχω ξωτικά να τα προστάζω.
Τέχνη για να μαγεύω, κι ως τελειώνω,
γεμίζω απελπισία· εκτός κι αν έρθει
να με συντρέξει η προσευχή, που ακόμη
και μες στο ίδιο το Έλεος τρυπώνει
και μας λυτρώνει από τα κρίματα
Έτσι όπως θέλετε κι εσείς συχώρεση
στα σφάλματά σας, δώστε και σε μένα
με διάθεση καλή τη λευτεριά μου.
Ιούλιος 12, 1987.
Σημείωση: Ο Επίλογος (απαγγέλλει ο Πρόσπερος) από την "Τρικυμία" του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο Τάσος Ρούσσος (1934 - 2015) μετέφρασε. Στη δική του μετάφραση ανέβασε ο Γιώργος Μιχαηλίδης στο "Ανοιχτό Θέατρο" το τελευταίο, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, έργο του μεγάλου Ελισαβετιανού. Ήταν στη χειμερινή περίοδο 1987-1988. Τον Πρόσπερο ερμήνευσε ο καλός ηθοποιός Σοφοκλής Πέππας που δεν ζει πια. Όπως δεν ζουν κι ο Νίκος Γαροφάλλου κι ο Μηνάς Χατζησάββας, Σπουδαίοι ηθοποιοί και πάνω απ' όλα κ α λ ο ί άνθρωποι και συνάδελφοι. Στην παράσταση συμμετείχε και ο υποφαινόμενος, όπως και στο δίπτυχο Στρίντμπεργκ στην ίδια χειμερινή περίοδο πάλι στο "Ανοιχτό Θέατρο" και δώδεκα χρόνια μετά στην "Αυλή των Θαυμάτων" του Ιάκωβου Καμπανέλλη με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου (καλοκαίρι του 1999)
Και για του λόγου μου το αληθές...
(α)
και (β)
https://www.tovima.gr/2008/11/24/archive/i-ayli-twn-thaymatwn-ston-lykabitto
Κι εδώ ένα πρόσφατο κείμενο για τον "τηλεοπτικό" Γιώργο Μιχαηλίδη:
Η ζωή μου ανάμεσα στον «Συμβολαιογράφο» και την «Κάθοδο»
Δύο εντελώς διαφορετικές τηλεοπτικές σειρές του αποθανόντος Γιώργου Μιχαηλίδη
που είδα σε πολύ τρυφερή ηλικία και στοιχειώνουν ακόμα τη μνήμη.
έγραψε ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ (www.lifo.gr, 27.10.2018)
Ασφαλώς και το αποτύπωμα του αποθανόντος Γιώργου
Μιχαηλίδη ήταν πολύ πιο βαθύ στο θέατρο αλλά και στα «γράμματα» γενικώς παρά
στην τηλεόραση. Και ο ίδιος, άλλωστε, είχε παραδεχτεί ότι συχνά αναλάμβανε
τηλεοπτικές δουλειές για να χρηματοδοτεί τις πραγματικές του ανησυχίες.
Κάποια έργα του, όμως, στο δαιμονοποιημένο «χαζοκούτι»
προκάλεσαν κάποτε έντονες αναταράξεις, ενώ δύο τουλάχιστον μου έχουν καρφωθεί
στη μνήμη, όπως συμβαίνει με έντονες παραστάσεις –είτε πραγματικές είτε
μυθοπλαστικές, το παιδικό μυαλό δεν τις διαχωρίζει πάντα αποτελεσματικά– που
συναντά κάποιος σε πολύ τρυφερή ηλικία.
Δύσκολο έως αδύνατο να συλλάβουν οι νεότεροι θεατές
που δεν θυμούνται το μονοπώλιο της «δημόσιας» τηλεόρασης (ειδικά, δε, στις
μέρες μας, που οι μόνες παραγωγές που συζητιούνται είναι κάτι ριάλιτι /
δολώματα κατινιάς, τρολιάς και ατέλειωτων memes) πώς ακριβώς ήταν η συμβίωση με
τη συσκευή στο κέντρο της οικογενειακής εστίας, όταν υπήρχαν μόνο τα δύο
κρατικά κανάλια.
Οι επιλογές ήταν απολύτως συγκεκριμένες και όσο
περίεργες, εκκεντρικές ή αβάσταχτα ανιαρές κι αν έμοιαζαν, αυτές ήταν και θα
τις έβλεπες από τη στιγμή που εξέλιπαν άλλοι αντιπερισπασμοί της οθόνης τότε
και η ψυχαγωγία υποβαλλόταν εξ άνωθεν.
Οι επιλογές ήταν απολύτως συγκεκριμένες και όσο περίεργες, εκκεντρικές ή αβάσταχτα
ανιαρές κι αν έμοιαζαν, αυτές ήταν και θα τις έβλεπες από τη στιγμή που
εξέλιπαν άλλοι αντιπερισπασμοί της οθόνης τότε και η ψυχαγωγία υποβαλλόταν εξ
άνωθεν.
Πριν από τον ερχομό-οδοστρωτήρα της «Αλλαγής», η
κλασική δημοφιλής δραματική ελληνική σειρά στην τηλεόραση ήταν κατά κανόνα
«εποχής», μεταφορά στη μικρή οθόνη κλασικών (αν και όχι απαραίτητα
πολυδιαβασμένων) βιβλίων του Ξενόπουλου, του Παπαδιαμάντη, του Καραγάτση αλλά
και νεότερων «ακαδημαϊκών» συγγραφέων.
Ως παιδάκια, μας φαινόντουσαν απείρως πιο
συναρπαστικές οι ξένες σειρές, «παιδικές» και «ενήλικες» αδιακρίτως, αλλά
θέλοντας και μη έβλεπες και τις ελληνικές μαζί με τους γονείς και τον παππού
και τη γιαγιά, συνήθως πριν ή κατά τη διάρκεια της τελετουργίας του δείπνου.
Πέμπτη Δημοτικού πήγαινα όταν εμφανίστηκε στη μικρή
οθόνη ο «Συμβολαιογράφος» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη από
τη νουβέλα του Αλέξανδρου Ραγκαβή που γράφτηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και
διαδραματιζόταν στην Κεφαλονιά, παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης.
Η σειρά υπήρξε θριαμβευτικά δημοφιλής – «άδειαζαν οι
δρόμοι» όταν παιζόταν, κι αυτό δεν ήταν σχήμα λόγου τότε – και μου είχε κάνει
έντονη εντύπωση η βαριά, ερμητική, «γοτθική» σχεδόν ατμόσφαιρα που περιέφερε,
αλλά αυτές τις εντυπώσεις τις κρατούσα για τον εαυτό μου.
Στα διαλείμματα στο σχολείο κυρίως κάναμε πλάκα με τα
«εξωτικά» ονόματα των κεντρικών χαρακτήρων –ο ζεν πρεμιέ Ροδίνης, ο κόμης
(κόντες;) Ναννέτος, ο συμβολαιογράφος σιορ Τάπας, ο Μενεγάκος, ειδικά όπως τον
ενσάρκωνε με σαρδόνιο «καφκικό» οίστρο ο Στάθης Ψάλτης– που ακόμα κι αν
προερχόσουν, όπως εγώ, από κεφαλλονίτικο, κατά το ήμισυ, σπίτι ηχούσαν εξόχως
(και κωμικά) επτανησιακά.
Τρία χρόνια περίπου αργότερα, στα 1983, πήγαινα ήδη
γυμνάσιο, η παιδική μακαριότητα και ανεμελιά είχαν υποδουλωθεί από τις άρτι
αφιχθείσες τότε ορμονικές αγωνίες της εφηβείας, ενώ το ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη στην
εξουσία και επιχειρούσε, μεταξύ άλλων, να αλλάξει και το ύφος, αλλά κυρίως τη
θεματολογία των «prime time» τηλεοπτικών παραγωγών.
Σ' αυτήν τη διαδικασία ριζικού «make over» βρέθηκε να
συμμετέχει και ο Γιώργος Μιχαηλίδης (ο «Κίτρινος Φάκελος» του οποίου έμεινε για
πάντα θαμμένος στο χρονοντούλαπο της ΕΡΤ, όπως και άλλες αναθέσεις της προηγούμενης
«δεξιάς» διοίκησης) καταρχάς με τα «Λαυρεωτικά» και ακολούθως με την περιβόητη
(τότε) «Κάθοδο», με την οποία έγινε ο κακός χαμός, δικαίως και αδίκως.
Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι είχα δει ξαφνικά τότε
μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες θεατές την ώρα του δείπνου την Πέγκυ Σταθακοπούλου
πρεζάκι, όχι μόνο να ψάχνει φλέβα να χτυπήσει ένεση αλλά να τη βρίσκει τελικά
και η κάμερα να παραμένει σχεδόν ως την τελευταία στιγμή στο τρύπημα. «Γουάου!
Rock & Roll!» αναφώνησα (από μέσα μου). Μαζί της πρωταγωνιστούσε ο Ζαχαρίας
Ρόχας ως φρίκος άγγελος-εξολοθρευτής μεταξύ Ρεμπώ (είχε περίοπτη την εικόνα του
στο άθλιο υπόγειο-τεκέ όπου διέμενε) και Τσαρλς Μπρόνσον, να μιλάει μόνος του,
εκφράζοντας διαρκώς τον στόχο του, που ήταν να βγάλει από τη μέση τον
–στερεοτυπικά ομοφυλόφιλο, με γούνες, βαριά ντεκόρ και όλο το κλισέ σετάκι–
κυνικό τοκογλύφο/πρεζέμπορα.
Μετά από λίγες εβδομάδες άγριας κατακραυγής εκ μέρους
του κοινού, η σειρά τελικά εξορίστηκε στη μεταμεσονύκτια ζώνη και ολοκληρώθηκε
εσπευσμένα στο όγδοο επεισόδιο. Στην πραγματικότητα, ήταν πολύ πιο κοντά σε
ελληνικές «exploitation» κινηματογραφικές παραγωγές ηθικοπλαστικής αντίληψης
της εποχής με θέμα τον «κατήφορο» της νεολαίας παρά σε κάποια διεισδυτική ματιά
στον χώρο του περιθωρίου. Ήταν όμως αξέχαστη εμπειρία να είσαι δεκατριών και να
παρακολουθείς περιδεής ακραίες εικόνες νεανικής παρακμής και αυτοκαταστροφής
που μόνο ως γοητευτικές φήμες είχες ακούσει, μαζί με όλη την υπόλοιπη χώρα.
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου