.............................................................
Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896 - 1928)
ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Δὲν ξέρω τί φοροῦσε στὸ κεφάλι. Τὰ ροῦχα της δὲν εἶχαν οὔτε σχῆμα οὔτε χρῶμα.
Ἐμπῆκε στὸ γραφεῖο κρατώντας στὴν ἀγκαλιὰ δυὸ παιδιὰ καὶ σέρνοντας τέσσερα. Καθένα
ἔκλαιγε ἢ ἐφώναζε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο. Ἄλλο τραβοῦσε τὸ φουστάνι της, ἄλλο τὰ μαλλιά
της. Ἕνα ἀγόρι ὡς τριῶν χρονῶν ἔτρεμε μὲ κάτι παράξενα ἀναφιλητά, χωρὶς νὰ κλαίει.
Ὅλα μαζὶ -- φριχτὴ συμφωνία -- ἐκοίταζαν τὴ μητέρα τους ὅπως οἱ μουσικοὶ τὸ μαέστρο.
Αὐτὴ ὅμως εἶχε ξεχάσει τὴν παρτιτούρα της σ᾿ ἕνα κομψὸ γραφειάκι ἀπὸ acajou.
Στάθηκε μπροστά μας μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια. Κάτι σὰν ψεύτικο γέλιο, μιὰ γκριμάτσα
οἴκτου πρὸς τὸν ἑαυτό της, ἐξηγοῦσε τὰ λόγια της. Ἦταν Ἀρμένισσα. Ὁ ἄντρας της ἐπέθανε
σ᾿ ἕνα χωριό, κ᾿ ἦρθε ἀπὸ κεῖ ζητώντας ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά της. Τώρα παρακαλοῦσε
νὰ στεγασθεῖ. Κάποιος ποὺ ἤξερε τὴ γλῶσσα της τῆς εἶπε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ θέσις.
Καὶ καθὼς δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει, τὴν ἔβγαλαν ἔξω στὸ διάδρομο. Ἔμεινε ξαπλωμένη
μὲ τὰ παιδιά της ὡς τὸ μεσημέρι. Τὴν ἄλλη μέρα, ἡ ἴδια ἱστορία. Ἦρθε πολλὲς φορὲς
ἀκόμη.
Ἐπιτέλους τὴν ἔριξαν σὲ μία ἀποθήκη. Τριάντα οἰκογένειες προσφύγων ποὺ ἔμεναν
ἐκειμέσα εἶχαν χωρίσει τὰ νοικοκυριά τους πρόχειρα, μὲ φανταστικοὺς τοίχους. Μπόγοι,
κασέλες, κουβέρτες ἁπλωμένες, ξύλα βαλμένα στὴ γραμμή, ἐσχημάτιζαν τετράγωνα, τὰ
μαχητικὰ τετράγωνα τῆς τελευταίας ἀμύνης. Σ᾿ αὐτὲς τὶς φωλιὲς ἀκινητοῦσαν ἢ ἐσάλευαν
πένθιμα σκιὲς ἀνθρώπων. Τρεῖς τρεῖς, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ἀνάμεσα σὲ ρυπαρὰ
ροῦχα καὶ ὑπολείμματα ἐπίπλων, ἦταν σὰ νὰ ψιθύριζαν παραμύθια ἢ νὰ προσπαθοῦσαν
σιγὰ ν᾿ ἀποτινάξουν τὸ σκοτάδι.
Τώρα ἡ ἀποθήκη φωτίζεται ἀπὸ ἕνα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο μὲ καθαρὸ ἄσπρο
πανὶ ἔχει τοποθετηθεῖ προσεκτικά, κάθετα πρὸς τὸν τοῖχο, χάμου. Εἶναι τὸ μικρότερο
ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς Ἀρμένισσας, ποὺ πέθανε λίγες ὧρες μετὰ τὴν ἐγκατάστασή τους.
Τ᾿ ἀδέλφια του παίζουν ἔξω στὸν ἥλιο. Ἡ μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει γιὰ τελευταία
φορὰ τὸ μωρό της. Οἱ ἄλλες γυναῖκες τὴ μακαρίζουν, γιατί θὰ μπορέσει ἀπὸ αὔριο νὰ
πιάσει δουλειά. Εἶναι σχεδὸν εὐτυχής. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀκόμη περιμένει μὲ τόση ἀξιοπρέπεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου