Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Από τις "Φανερώσεις"* - Τζέημς Τζόυς (1882 - 1941)


.............................................................





  



Τζέημς Τζόυς (1882 - 1941)















·    Από τις "Φανερώσεις"* - Τζέημς Τζόυς

(μτφ. Δημήτρης Χουλιαράκης, εκδ. "Το Ροδακιό", 1994)


                                             [2]


   Δεν έχει σχολείο αύριο: είναι νύχτα Σαββάτου και χειμώνας: κάθομαι δίπλα στη φωτιά. Όπου να ‘ναι θα γυρίσουν με προμήθειες, κρέας και λαχανικά, τσάι και ψωμί και βούτυρο, και άσπρη πουτίγκα και κάνει θόρυβο μες στο ταψί… Κάθομαι και διαβάζω μια ιστορία της Αλσατίας, γυρνώντας τις κίτρινες σελίδες,  παρατηρώντας τους άντρες και τις γυναίκες μέσα στ’ αλλόκοτα φορέματά τους. Μ’ ευχαριστεί να διαβάζω για τις συνήθειές τους· μέσα απ’ αυτές μού φαίνεται πως αγγίζω τη ζωή καποιανής χώρας πέρα απ’ αυτές πως επικοινωνώ με το γερμανικό λαό. Πολυαγαπημένη μου φρεναπάτη, φίλε καλέ της νιότης μου!... Σαν εκείνον είχα φανταστεί τον εαυτό μου. Οι ζωές μας είναι πάντα αφιερωμένες στις προσωπικές μας συμπάθειες. Είμαι μαζί του τη νύχτα όταν διαβάζει τα βιβλία των φιλοσόφων ή κάποιες ιστορίες του παλιού καιρού. Είμαι μαζί του όταν περιπλανιέται μόνος  ή με κάποιον άλλο που ποτέ δεν είχε ξαναδεί, εκείνο το νέο κορίτσι όπως τον αγκαλιάζει με τα μπράτσα του που δεν κρύβουν μέσα τους δόλο, προσφέροντας την απλή, πλούσια αγάπη της, ακούγοντας και απαντώντας στην ψυχή του κι αυτός δεν ξέρει πόσο.


                                                    [8]


   Βαριά σύννεφα έχουν σκεπάσει τον ουρανό. Εκεί που συναντιώνται τρεις δρόμοι και μπρος από μια βαλτερή αμμουδιά πλαγιάζει ένα μεγάλο σκυλί. Κάπου – κάπου σηκώνει το μουσούδι του στον αέρα κι αφήνει ένα μακρόσυρτο θλιμμένο ουρλιαχτό. Οι άνθρωποι σταματούν για να δουν και προσπερνούν· κάποιοι περιμένουν, σάμπως να τους έχει καθηλώσει αυτός ο θρήνος όπου φαίνεται να ακούν την έκφραση της δικής τους θλίψης που είχε κάποτε τη φωνή της μα τώρα είναι βουβή, ένας υπηρέτης κοπιαστικών ημερών. Βροχή αρχίζει να πέφτει.



                                                [32]

   Αυτό δεν είναι χορός. Κατέβα κάτω μπροστά στον κόσμο, μικρέ, και χόρεψέ τους… Βγαίνει έξω μαυροντυμένος, λυγερός και σοβαρός να χορέψει μπρος στο μεγάλο πλήθος. Μουσική δεν υπάρχει γι’ αυτόν. Αρχίζει να χορεύει μακριά κάτω στο αμφιθέατρο με μια αργή και αέρινη κίνηση των μελών, περνώντας από κίνηση σε κίνηση, μ’ όλη τη χάρη της νιότης και της απόστασης, μέχρι που φάνηκε να γίνεται ένα περιστρεφόμενο σώμα, μια αράχνη που κλωθογυρίζει στον αιθέρα, ένα αστέρι. Θέλω να του φωνάξω λέξεις εγκωμιαστικές, να φωνάξω υπεροπτικά πάνω από τα κεφάλια του πλήθους «Δείτε! Δείτε!»… Ο χορός του δεν είναι ο χορός των θυγατέρων της Ηρωδιάδας. Ορθώνεται πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων, απρόβλεπτος και νέος και αρρενωπός, και πέφτει πάλι ξανά στη γη με ένα τρεμουλιαστό αναφιλητό για να πεθάνει πάνω στο θρίαμβό του.

                                                 [26]

   Είναι αρραβωνιασμένη. Χορεύει μαζί τους σε κύκλο – ένα λευκό φόρεμα που ανασηκώνεται ελαφρά καθώς χορεύει, ένα λευκό κλωνί στα μαλλιά της· μάτια λίγο αποστραμμένα, αχνή φλογάδα στο μάγουλό της. Για μια στιγμή το χέρι της μες στο δικό μου, η πιο απαλή πραμάτεια.
   -Όλο και λιγότερο έρχεσαι τώρα εδώ.
   -Ναι, γίνομαι κάτι σαν ερημίτης.
   -Τις προάλλες είδα τον αδερφό σου… Σου μοιάζει πολύ.
   -Αλήθεια; -
   Χορεύει μαζί τους σε κύκλο – ουδέτερα, διακριτικά, μη δίνοντας τον εαυτό της σε κανένα. Το άσπρο κλωνί έχει ξεσκαλώσει καθώς χορεύει, κι όταν είναι στη σκιά η φλογάδα στο μάγουλό της είναι βαθύτερη.


*Σημείωση: Οι "Φανερώσεις" είναι μικρά πεζά κείμενα γραμμένα από τον Τζόυς μεταξύ 1901, 1902 και 1904.  Είναι σαράντα στον αριθμό, όσα απόμειναν από εβδομήντα ένα που ήσαν στην αρχή. Ο Τζόυς ενσωμάτωσε τις περισσότερες από τις "φανερώσεις" αυτές σε κατοπινά  του έργα είτε αυτούσιες είτε με μικρές αλλαγές και, ορισμένες, περισσότερες από μια φορά. Οι φιλόλογοι γύρω από το έργο του Τζόυς - και όχι μόνο, χρησιμοποίησαν τη λέξη "φανέρωση" (epiphany) για να προσδιορίσουν οτιδήποτε περικλείει ένα νόημα αποκαλυπτικό, είτε σχετικά μ' έναν ήρωα είτε σχετικά με την πλοκή ενός λογοτεχνικού έργου. Ο ίδιος ο Τζόυς τις περιέγραψε ως μια ξαφνική πνευματική εκδήλωση είτε μέσα στην κοινοτοπία του λόγου ή της χειρονομίας είτε μέσα σε μια αξιομνημόνευτη φάση του ίδιου του νου.  Πίστευε πως ο άνθρωπος των γραμμάτων είχε καθήκον να τις καταγράφει με άκρα φροντίδα βλέποντας ότι είναι οι πιο λεπταίσθητες και οι πιο εφήμερες στιγμές που υπάρχουν. "Μικρά σφάλματα και χειρονομίες - σωστά άχυρα στον άνεμο - απ' όπου οι άνθρωποι προδίνουν τα πράγματα εκείνα που περισσότερο προσέχουν να κρατήσουν κρυφά." Κάτι σαν "στιμιότυπες φωτογραφίες" - instantanees -, συντελεσμένες όχι μέσα στο σκοτεινό θάλαμο αλλά στο φως της πνευματικής εγρήγορσης.  (Από το σημείωμα του εκδότη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: