.............................................................
Η αλλαγή αρχίζει από τη βάση
Αποτελεί συνήθη επαγγελματική
διαστροφή όλων των κυβερνήσεων να ευαγγελίζονται «καλύτερες μέρες» για
τους πολίτες τους, ότι χάρη σε αυτές τα πράγματα αλλάζουν και δεν θα
είναι πλέον όπως πριν.
Ποια κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε τα παρόμοια κατά τους δυο τελευταίους
αιώνες κοινοβουλευτικού βίου όχι μόνον στη χώρα μας, αλλά και στο σύνολο
των δημοκρατικών κοινωνιών του κόσμου; Ωστόσο, παρόλο που οι σελίδες
γυρίζουν, οι επίσημες δηλώσεις χάνουν πολύ εύκολα την αξιοπιστία τους
όταν έρχονται σε επαφή με τα βιώματα και τις εμπειρίες των απλών
ανθρώπων του κόσμου της εργασίας.
Σήμερα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση προαναγγέλλει «καλύτερες μέρες», ενώ
περισσότερο από 80% των πολιτών φοβούνται ότι οι επερχόμενες θα είναι
οπωσδήποτε «χειρότερες». Δεν πρόκειται για ζήτημα αισιοδοξίας των
κυβερνώντων ούτε απαισιοδοξίας των κυβερνωμένων. Πρόκειται για την
αντικειμενική τεκμηρίωση ή διάψευση του ενός ή του άλλου προαισθήματος.
Η χώρα μας, έπειτα από τον πρωτοφανή και μοναδικό στον κόσμο
αντιπαραγωγικό εγκλωβισμό της στο σκοτεινό τούνελ της τελευταίας 7ετίας
(2010-2017), βρίσκεται σήμερα βαρύτατα διαμελισμένη από την πλευρά του
παραγωγικού δυναμικού της, ώστε να στερείται πειστικότητος κάθε επίσημη
διαβεβαίωση για επερχόμενη «ρωμαλέα επανεκκίνηση», αλλά και το χρέος
της, παρά τις ρυθμίσεις του 2012, συνεχίζει να επαυξάνεται, ώστε σήμερα
να είναι ακόμη λιγότερο εξυπηρετήσιμο από ό,τι ήταν προ 7ετίας.
Οι θυσίες της κοινωνίας πραγματοποιήθηκαν με το παραπάνω, η
αναγνώρισή τους από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν παύει να τους ευλογεί,
όμως η κοινωνική δυστυχία έχει επεκταθεί και χωρίς διόλου προοπτική
ορατής βελτίωσης στη διαχείριση των προβλημάτων εν ονόματι των οποίων
αιτιολογήθηκαν αυτές.
Εφόσον η προ του 2008 ανάπτυξη και ευημερία εμπεριείχαν πυλώνες
διαπλοκής και διαφθοράς, η αποτελεσματική και επωφελής διαχείριση θα
όφειλε να τους εντοπίσει και να τους εξουδετερώσει, προστατεύοντας
παράλληλα και όχι πλήττοντας τον κόσμο της εργασίας και τους πολίτες που
δεν είχαν διόλου μετάσχει ούτε συμβάλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη
δημιουργία και συντήρηση των νοσηρών και απαράδεκτων φαινομένων.
Αντ’ αυτού, όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας 7ετίας συναγωνίζονται
μεταξύ τους στην υπερφορολόγηση εισοδημάτων όλων ανεξαιρέτως των
μισθωτών και συνταξιούχων, μεταθέτοντας έτσι το κόστος της υποθετικής
«εξυγίανσης» αποκλειστικά σε όσους δεν είχαν καμιά απολύτως ευθύνη για
τον σχηματισμό του νοσηρού φαινομένου.
Από την άλλη πλευρά, εάν οι κυβερνήσεις της 7ετίας κατόρθωσαν να
μετατρέψουν το σοβαρό δημόσιο έλλειμμα σε πλεόνασμα, αυτό έγινε δυνατόν
με κύριο εργαλείο τη μείωση κατά 33% των δημοσίων δαπανών και των
δημοσίων επενδύσεων, μέσω ανελέητων περικοπών ακόμη και στους
ευαίσθητους τομείς των κοινωνικών παροχών και υποδομών.
Στο τέλος της 7ετίας, η χώρα μας προβάλλει θύμα άγριου ακρωτηριασμού
όχι μόνον επειδή έχει απολέσει 30% του εθνικού της εισοδήματος, πράγμα
που υπονομεύει ακόμη περισσότερο την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους
της, όχι μόνον επειδή έχει παροπλίσει το 25% των εργαζομένων στην
παραγωγή του εθνικού πλούτου, αλλά και επειδή όσοι παραμένουν ακόμη
ενεργοί εργαζόμενοι βλέπουν τα ονομαστικά και τα πραγματικά εισοδήματα
τους να συρρικνώνονται σε απελπιστικά τριτοκοσμικά επίπεδα.
Πόσο αξιόπιστη είναι η κυβέρνηση όταν διαβεβαιώνει ότι με τις
υπερφορολογήσεις και με τις συνεχείς περικοπές εισοδημάτων και δημοσίων
δαπανών επέρχεται η ανάκαμψη της οικονομίας; Ενόσω το πραγματικό
διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών διατηρείται σε διαδικασία συνεχούς
συρρίκνωσης, ουδεμία έννοια ανάκαμψης είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη
στα σοβαρά.
Εάν στις ομοιοπαθείς χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η ανάκαμψη
επιστρέφει και πάλι, αυτό οφείλεται πρώτα απ’ όλα στις αυξήσεις
εισοδημάτων, μισθών και συντάξεων, στις οποίες προέβησαν τόσο η
προοδευτική κυβέρνηση της Πορτογαλίας όσο και η συντηρητική του Μαριάνο
Ραχόι στην Ισπανία.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι αυξήσεις μισθών και συντάξεων
χορηγήθηκαν με συμφωνίες των κοινωνικών εταίρων που οι αντίστοιχες
κυβερνήσεις προώθησαν και έσπευσαν να επικυρώσουν, παρά πάσα αντίδραση
από τις Βρυξέλλες και την πλευρά των δανειστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αυξήσεις αιτιολογήθηκαν όχι μόνον προς απλή
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και συνταξιούχων, αλλά
προς αποκατάσταση όλων των κατηγοριών των εισοδημάτων από τις απώλειες
που είχαν υποστεί κατά την προηγηθείσα περίοδο με διατυπωμένο στόχο την
αποκατάσταση του επιπέδου λειτουργίας της οικονομίας.
Η εργοδοτική πλευρά όχι μόνον δεν αντιτάχθηκε στις αυξήσεις, αλλά
αντίθετα πρωταγωνίστησε σε αυτές, κατανοώντας ότι αυτές συνιστούν
απαράκαμπτη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των δικών της επενδύσεων.
Συνέπεια αυτού είναι ότι σήμερα η Ισπανία πραγματοποιεί τον δεύτερο
υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη, ενώ η Ελλάδα παραμένει σε έναν
από τους χαμηλότερους και οπωσδήποτε ανεπαρκείς ρυθμούς για τις
υποχρεώσεις της έναντι των εργαζομένων, αλλά και των δανειστών της.
Κι ακόμη, πόσο σοβαρή μπορεί να θεωρείται η κυβερνητική διαβεβαίωση
ότι η ανάπτυξη βρίσκεται «προ των πυλών», όταν η ίδια έχει δεσμευτεί για
πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ κατά την επόμενη 5ετία, ενώ παράλληλα
ο ρυθμός του ΑΕΠ προαναγγέλλεται το πολύ μέχρι 2%;
Στην πράξη, ο συνδυασμός των δύο αριθμών συνεπάγεται πραγματική
περαιτέρω συρρίκνωση του ΑΕΠ, δηλαδή περαιτέρω κατολίσθηση του βιοτικού
επιπέδου των εργαζομένων, των ανέργων και των συνταξιούχων και αυτό
χωρίς από την άλλη πλευρά να προωθείται ούτε η αναγκαία «εξυγίανση» της
οικονομίας ούτε η ικανότητά της να εξυπηρετεί τα χρέη της.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι χορηγείται στη χώρα
μας γενναία διαγραφή του χρέους, αφού προηγουμένως αναγνωριστεί ότι
αυτό δεν είναι εξυπηρετήσιμο, το μέγιστο και περισσότερο κατεπείγον
πρόβλημα δεν θα έχει προωθηθεί ούτε κατ’ ελάχιστον, ενόσω διατηρείται η
περιοριστική εισοδηματική πολιτική, αφού αυτή καθορίζει τον σημερινό
βαθμό νεκροφάνειας της οικονομίας.
Σε παρόμοιες συνθήκες, πρόσθετες νέες επενδύσεις δεν προσέρχονται,
αλλά και όσες υπήρχαν στη χώρα από πριν φροντίζουν να αποσύρονται. Κι
ακόμη, ενόσω οι ελληνικές επιχειρήσεις μετατοπίζουν τις δραστηριότητές
τους όλο και περισσότερο στο εξωτερικό, πόσο σώφρον θα ήταν για την
κυβέρνηση να φαντάζεται ότι ξένες επιχειρήσεις θα σπεύσουν να
αναπληρώσουν τα κενά που αφήνουν οι εγχώριες;
Η επέκταση και συντήρηση της κοινωνικής δυστυχίας και απελπισίας δεν
βελτιώνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ούτε προοιωνίζεται
προσέλκυση σοβαρών νέων επενδύσεων, αλλά αντίθετα, στην καλύτερη
περίπτωση, καθηλώνει τη χώρα σε συνθήκες απλού γεωπολιτικού και
διαμετακομιστικού σταθμού.
Εάν πράγματι πολλά πρέπει να αλλάξουν σε αυτό τον τόπο, αυτό δεν
πρόκειται να συμβεί ούτε με ωραίες φράσεις, ούτε με κυβερνητικές
φαντασιώσεις εκ των άνω, αλλά κατά κύριο λόγο με την άμεση προσήλωση στη
βελτίωση της καθημερινότητας των καταπτοημένων πολιτών. Η αγνόηση της
κοινωνικής δυστυχίας δεν αποτέλεσε ποτέ τον σωστό οδηγό για την επιτυχία
οποιασδήποτε αλλαγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου