..............................................................
·
Από
την τριλογία της «ΠΟΛΗΣ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1928 - 2017)
α.
Από τη «Διανυκτέρευση»
…ΜΙΜΗΣ:
Ήταν βράδυ, γύρω στις οχτώ – μόλις είχα γυρίσει απ’ τη δουλειά μου. Καθόμουν
στο παράθυρο, κοιτούσα τα παιδιά που παίζαν στην πλατεία. Δεν σκεπτόμουν
τίποτα, κάπνιζα. Ένιωθα κουρασμένος, τρομερά κουρασμένος. Πονούσαν τα πόδια μου
στις κλειδώσεις – μου πονούν πάντα όταν αλλάζει ο καιρός, εδώ, χαμηλά. Και στο
γόνατο. Κάποια στιγμή μπήκε η γυναίκα μου και άναψε το φως. Κουβαλούσε μια
στίβα ρούχα και άρχισε να τα διπλώνει για να τα σιδερώσει. Και τότε ξαφνικά,
χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα και πήγα ν’ ανοίξω. Ήταν εκείνος.
ΣΟΦΙΑ:
Ποιος;
ΜΙΜΗΣ:
Εκείνος, σου λέω. Ο νεαρός! Στάθηκε στην πόρτα. «Έρχομαι από τον αδερφό σου από
το σανατόριο», μου είπε. «Δεν έχω αδερφό στο σανατόριο», του είπα, «δεν έχω
κανένα αδερφό». «Μα όχι, δεν είναι αυτή η απάντηση», μου λέει. «Το σύνθημα,
θυμήσου – το σύνθημα».
ΣΟΦΙΑ:
Ποιο σύνθημα, ποια απάντηση;
ΜΙΜΗΣ:
Η απάντηση ήταν: «Το καφενείο Η ΩΡΑΙΑ ΣΕΛΗΝΗ διανυκτερεύει ως το πρωί».
ΣΟΦΙΑ:
Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
ΜΙΜΗΣ:
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα», είπα τότε, «κάποιον άλλον θα γυρεύετε». «Δεν έχω
καιρό στη διάθεσή μου», μου είπε. «Ο Μίλτος είναι εδώ. Ο Μίλτος, και σας θέλει
εσάς τους παλιούς». Ακούς; «Εσάς τους παλιούς». «Ονομάζομαι Δημήτριος
Κιοσσόπουλος», του απάντησα. «Από δω η γυναίκα μου. Εργάζομαι σ’ ένα κατάστημα
έργων τέχνης, με ποσοστά. Δεν ξέρω τι εννοείτε». «Πολύ καλά. Θα ξανάρθω», μου
είπε και ήταν ταραγμένος. «Καταλαβαίνω, τώρα δεν μπορείς, όμως σκέψου εν τω
μεταξύ, θα ξανάρθω».
ΣΟΦΙΑ
(σηκώνεται πιάνοντας το κεφάλι της):
Θάθελα να βάλω κάτι στο στόμα μου, πεινάω κι έχω αρχίσει να νυστάζω.
ΜΙΜΗΣ
(την πάει από πίσω). Και ξανάρθε. Στο
μαγαζί τούτη τη φορά και μαζί του ήταν και η Μαρία. Τα μαλλιά της έχουν
ασπρίσει σχεδόν. Ο νεαρός έλεγε πάλι για το Μίλτο. Έλεγε: «Ο Μίλτος έλειψε
είκοσι χρόνια. Ο Μίλτος χάθηκε είκοσι χρόνια. Έχασε είκοσι χρόνια μα τώρα κάτι
πρέπει να γίνει». Και η Μαρία με κοιτούσε στα μάτια. Κι εγώ είπα: «Τι θαρρείτε
πως κέρδισα εγώ; Δεν έγινα παρά ένας φτωχός υπάλληλος». «Δε σου ζητάμε
ευθύνες», είπε η Μαρία. «Σας ζητάω εγώ», είπα «ευθύνες. Η γυναίκα μου με
βασανίζει. Μια φορά την εβδομάδα την πηγαίνω στον κινηματογράφο και τα
Σαββατόβραδα τρώμε στην ταβέρνα της γειτονιάς. Υποφέρει απ’ το στομάχι της, και
με ξυπνά τη νύχτα να της φέρω χάπια απ’ το φαρμακείο. Είναι ζωή αυτή; Είναι ζωή
αυτή, σας ρωτάω; Όχι δεν είναι ζωή. Τότε λοιπόν αφήστε με ήσυχο».
ΣΟΦΙΑ:
Πεινάω. Το στομάχι μου με τραβά.
ΜΙΜΗΣ:
«Θα περάσουμε αύριο», ήταν η απάντηση. (Υπόκωφα).
Θα φύγω, είπα τότε από μέσα μου, θα φύγω κι απ’ το σπίτι κι απ’ το μαγαζί και
δε θα με βρήτε πουθενά.
ΣΟΦΙΑ:
Φέρε μου κάτι λοιπόν, ή πες μου πού είναι να το ετοιμάσω μόνη μου.
ΜΙΜΗΣ
(άγρια): Πάψε!
ΣΟΦΙΑ:
Λίγο γάλα τουλάχιστον, λίγο ζεστό γάλα με ψωμί.
ΜΙΜΗΣ:
Πάψε, είπα!
ΣΟΦΙΑ:
Με κράτησες με το ζόρι και τώρα μ’ αφήνεις νηστικιά. Φέρε μου κάτι να φάω.
ΜΙΜΗΣ
(προχωρεί κατ’ επάνω της): Τι είπες;
ΣΟΦΙΑ: Φέρε μου κάτι
να φάω. (Οπισθοχωρεί).
ΜΙΜΗΣ:
Ξαναπέστο!
ΣΟΦΙΑ
(τρομαγμένη): Τι με κοιτάς έτσι; Δεν
είπα τίποτα κακό. (Οπισθοχωρεί) Τι θα
μου κάνεις, ε; Θα φωνάξω.
ΜΙΜΗΣ:
Σε κοιτάζω.
ΣΟΦΙΑ:
Θα φωνάξω.
ΜΙΜΗΣ:
Σε κοιτάζω.
ΣΟΦΙΑ:
Γιατί με κοιτάζεις;
ΜΙΜΗΣ:
Θέλω να δω πώς είναι να έχεις πάλι έναν άνθρωπο κοντά σου, να μοιράζεσαι το
δωμάτιό σου και να σε κουράζει με τις άσκοπες κουβέντες του, να κρυώνει, να
ζεσταίνεται, να θέλει ν’ ανοίξει το παράθυρο, να θέλει να πάει βόλτα, να
πεινάει. (Αρχίζει πάλι να προχωρεί
καταπάνω της).
ΣΟΦΙΑ
(Οπισθοχωρεί): Τρελός είσαι ή μεθυσμένος;
ΜΙΜΗΣ:
Τώρα καταλαβαίνω γιατί σ’ έφερα. Για να σε δω να φεύγεις. Περάσαμε μια ώρα
μαζί. Θα περάσουμε κι άλλες ως τα μεσάνυχτα. Έπειτα θα κοιμηθείς ως το πρωί, θα
τριγυρίσεις ακόμα λίγο με τη ρόμπα, θα μπεις στο μπάνιο, θα κάνεις θόρυβο, θα
τραβήξεις το καζανάκι, θα ρωτήσεις δέκα φορές: βρέχει ακόμα; Ή, σταμάτησε η
βροχή; Θα ρωτήσεις γιατί χώρισες τη γυναίκα σου, γιατί παράτησες την
ηλεκτρολογία…
ΣΟΦΙΑ:
Μη με πλησιάζεις!
ΜΙΜΗΣ:
…τι θα φάμε σήμερα, τι μισθό παίρνεις, τι νοίκι πληρώνεις, τι έκανες στην
Κατοχή, τι έκανες όλ’ αυτά τα χρόνια, θα ρωτάς, όλο θα ρωτάς, αλλά στο τέλος θα
πάρεις τη βαλίτσα σου και θα φύγεις. Θα κλείσω την πόρτα πίσω σου και αυτό το
δωμάτιο θα γίνει πάλι δικό μου, κανείς δε θα ‘ρχεται εδώ, κανείς δε θα με βρει,
δε θα με ξαναβρούν ποτέ πια, ποτέ.
ΣΟΦΙΑ:
Μη με πλησιάζεις, είσαι τρελός!
ΜΙΜΗΣ:
Είκοσι χρόνια είναι πολλά, όχι πάλι απ’ την αρχή.
ΣΟΦΙΑ:
Μην τολμήσεις να μ’ αγγίξεις, είμαι ανήλικη.
ΜΙΜΗΣ:
Τώρα τα ξέρεις όλα.
ΣΟΦΙΑ:
Θάχεις να κάνεις με το νόμο.
ΜΙΜΗΣ:
Τώρα τα ξέρεις όλα…
β.
Από την «Πόλη»
…ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ:
Θέλετε
πραγματικά να σας μιλήσω για τη δουλειά μου; Λοιπόν, να. Όταν άνοιξα το
φωτογραφείο δούλευα για το μεροκάματο. Δεν τολμούσα να ονειρευτώ τίποτα
περισσότερο. Έκανα επάγγελμα όπως όλοι οι συνάδελφοι. Φωτογράφιζα παιδάκια,
νεονύμφους, στρατιώτες και χρησιμοποιούσα πάντα για φόντο τα κλασικά ψεύτικα
ντεκόρ: ανθισμένους κήπους, λούνα-παρκ, αρχαία ερείπια, ώσπου μια μέρα η
ευκαιρία, η μεγάλη ευκαιρία χτύπησε την πόρτα μου. Ένας άνθρωπος μπήκε στο
μαγαζί μου.
ΚΙΜΩΝ:
Ένας άνθρωπος. Τι είδους άνθρωπος;
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ:
Ω, ένας κοινότατος άντρας, γύρω στα σαράντα, με τίποτα το ξεχωριστό στην
εμφάνισή του και μου είπε: «Θέλω να βγάλω μια ασυνήθιστη φωτογραφία».
Συζητήσαμε μερικές ιδέες μου, αλλά τελικά τις απέρριψε όλες.
ΚΙΜΩΝ:
Η Ελισάβετ μού μίλησε για κάτι πρωτότυπα τρυκ που χρησιμοποιείτε.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ:
Περιμένετε. Ακριβώς γι’ αυτό πρόκειται. Έλεγα λοιπόν πως οι ιδέες μου δεν του
άρεσαν. Ζητούσε κάτι άλλο.
ΚΙΜΩΝ:
Κάτι άλλο…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ:
Ναι. Ήθελε μια φωτογραφία που να τον δείχνει πεθαμένο. Μ’ έναν φριχτό θάνατο.
Σκεφτήκαμε διάφορες πόζες. Προτίμησε μια που τον παρουσίαζε θύμα
αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Τι να σας
πω. Κοπίασα να πετύχω το σχετικό μοντάζ και το ρετουσάρισμα, αλλά τελικά είχε
μεγάλη επιτυχία. Εκείνα τα αίματα στο πρόσωπο, τα γυάλινα μάτια. Και το χέρι…
Ένα χέρι πολτοποιημένο ως τον καρπό και παρακάτω τα ίδια του τα δάχτυλα
γαντζωμένα στο χώμα…
ΚΙΜΩΝ:
Τι ενδιαφέρον!
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ:
Ψέματα; Ο άνθρωπός μας ενθουσιάστηκε και την άλλη μέρα μού έστειλε έναν γνωστό
του που ήθελε να φωτογραφηθεί κρεμασμένος.
ΚΙΜΩΝ
και ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Κρεμασμένος;
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ:
Μάλιστα, κρεμασμένος. Με τη γλώσσα απ’ έξω. Κι έπειτα ο κρεμασμένος μού έστειλε
έναν άλλο και να μη σας τα πολυλογώ, από τότε που έγινε γνωστό πως κάνω τέτοιου
είδους φωτογραφίες δεν προφταίνω να διώχνω κόσμο. Το μαγαζί μου γέμισε από
πελάτες που ζητούν να φωτογραφηθούν κρεμασμένοι, στραγγαλισμένοι, μαχαιρωμένοι,
κεραυνοβολημένοι, εσταυρωμένοι. Δε σας κρύβω πως κοπιάζω, έχω και τις
απογοητεύσεις μου, πολλοί είναι παράλογοι. Να προχτές ένας αμερικάνος…
ΚΙΜΩΝ:
Έχετε και αμερικάνους;
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: Μάλιστα.
Συστημένος απ’ το Οχάιο. Αυτός λοιπόν έτυχε να επισκεφτεί το στρατόπεδο του
Μπούχενβαλντ στη Γερμανία, το έχετε υπ’ όψη σας. Είδε κι ένα σχετικό
ντοκιμαντέρ, κι ούτε λίγο ούτε πολύ, ζήτησε να τον φωτογραφίσω νεκρό από
ασιτία. Αλλά είχε ένα παχύ παιδικό πρόσωπο που φυσικά δεν μπορούσα ν’ αλλάξω.
Το αποτέλεσμα ήταν γελοίο. Και οι φωτογραφίες μου εμένα δεν είναι γελοίες,
είναι τραγικές.
ΚΙΜΩΝ:
Άκου Μπούχενβαλντ! Αυτό πια καταντά
συγκλονιστικό!
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
(με παλλόμενη φωνή):
Είναι ακριβώς η λέξη: συγκλονιστικό! Είναι συγκλονιστικό το πόσο οι άνθρωποι
παθαίνονται για τέτοιου είδους πόζες. Νομίζω πως η εποχή της ειδυλλιακής
φωτογραφίας έδυσε οριστικά. Και χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω εγώ είμαι αυτός
που έφερε το τέλος της. Το φωτογραφείο μου, για την ώρα τουλάχιστον, είναι το
μόνο. Διότι έχω το επαγγελματικό μου μυστικό που το κρατάω ζηλότυπα. Σημειώστε
πως οι πελάτες μου δεν ταλαιπωρούνται καθόλου. Κάθονται ήσυχα-ήσυχα στην
καρέκλα όπως θα κάθονταν για να βγάλουν μια απλή φωτογραφία αστυνομικής
ταυτότητας. Τα πάντα γίνονται μετά, στο εργαστήριο.
ΚΙΜΩΝ:
Μα τότε, εσείς, θα πρέπει να έχετε θησαυρίσει.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
(θλιμμένα): Όχι. Κάθε άλλο. Κερδίζω
βέβαια, μα όχι όσα θα μπορούσα. Και αυτό, για να επανέλθω στο σημείο που
ξεκίνησα, γιατί μου λείπει το θάρρος. Δεν τολμώ να επεκτείνω τη δραστηριότητά
μου, δεν τολμώ να γίνω πλούσιος, δεν τολμώ να γίνω διάσημος, να ξεχωρίσω από
τους άλλους. Μου λείπει το θάρρος… Τι σας έλεγα; Το θάρρος. Είμαι ένας δειλός…
Παρακαλώ, μπορώ να πιω κάτι; (Παύση.
Σκουπίζει εξουθενωμένος το πρόσωπό του με το μαντήλι του. Ο ΚΙΜΩΝ σηκώνεται και
του ετοιμάζει ένα ποτό).
ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Μένω εκστατική. Νομίζω πως θα ήθελα κι εγώ να βγάλω μια τέτοια φωτογραφία. Ναι,
το θέλω, το δίχως άλλο… Κίμων! Να κατέβουμε μια μέρα να φωτογραφηθούμε μαζί.
ΚΙΜΩΝ:
Περίφημη ιδέα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ:
Συγγνώμη, αλλά…
ΚΙΜΩΝ:
Τι αλλά, θα είναι μια σπουδαία φωτογραφία. Εγώ πεσμένος στο κρεβάτι…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: Μα, σας
παρακαλώ, ακούστε με…
ΚΙΜΩΝ: Έχετε μήπως
αντιρρήσεις;
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: Μάλιστα,
έχω αντιρρήσεις. Είμαι κι εγώ άνθρωπος…
ΚΙΜΩΝ: Δε σας
καταλαβαίνω…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτές οι
φωτογραφίες με κάνουν και υποφέρω… Το βρίσκετε τόσο απλό μόλις γνωρίσω έναν
άνθρωπο να τον φαντάζομαι νεκρό, ε; Στο τέλος καταντά έμμονη ιδέα. Και τώρα μου
ζητάτε σεις να… τόσο νέοι, τόσο συμπαθητικοί…
…ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Με
συγχωρείτε, σας άφησα μόνο… Ετοίμασα το τραπέζι και έπειτα βγήκα λίγο στο
μπαλκόνι… Μ’ αρέσει να βγαίνω στο μπαλκόνι τέτοιαν ώρα, και να χαζεύω την
κίνηση. Είναι παράξενο, όταν επιστρέφει κανείς έπειτα από χρόνια στα μέρη που
έζησε άλλοτε, έχει το συναίσθημα πως κάτι άλλαξε κι έπειτα πάλι πως τίποτα δεν
άλλαξε… Είναι λίγο όπως στα όνειρα. Να, παραδείγματος χάριν αυτός ο
κινηματογράφος είχα την εντύπωση πως υπήρχε πάντα κι όμως χθες μόλις ανακάλυψα
πως δεν πάει χρόνος που χτίστηκε. Θυμήθηκα τότε πως το οικόπεδο αυτό ήταν πρώτα
σχολείο. Ξαναείδα το δρόμο όπως ήταν ακριβώς τότε για ένα δευτερόλεπτο, οι
γραμμές του τραμ, παρακάτω ένα βιβλιοπωλείο και ξαφνικά τίποτα, μήτε τραμ μήτε
βιβλιοπωλείο. Καινούργιες πολυκατοικίες και ο κινηματογράφος. Και αυτή η
πλατεία με τα καμπαρέ και το σιντριβάνι στη μέση… Είμαι σίγουρη πως δεν υπήρχε
άλλοτε… Κι όμως το σιντριβάνι μού θυμίζει κάτι, κάτι μού θυμίζει, αλλά τι; θα
το βρω στο τέλος, δε μπορεί παρά να το βρω…
γ.
Από την «Παρέλαση»
…ΖΩΗ:
Εκείνη
τη μέρα, που η πλατεία θα είναι εντελώς άδεια, έρημη γιατί θα ‘ναι Κυριακή
πρωί, τα μαγαζιά κλειστά και θα ‘χουν φύγει αποβραδίς οι φρουτάδες και οι
κοτοπουλάδες, και οι γύφτοι με τα χαλιά και οι κουλουρτζήδες και θα ‘χει κρύο
και κανείς δε θα ‘ρχεται να καθίσει στα παγκάκια.
ΑΡΗΣ:
Και λοιπόν, λοιπόν;
ΖΩΗ:
Τι λοιπόν…
ΑΡΗΣ:
Είπες θα είναι Κυριακή πρωί…
ΖΩΗ
(με ύφος αργό και μυστηριώδες): Τότε
εγώ θ’ ανοίξω την πόρτα και θα βγω έξω. Θα κάνω τον κύκλο της πλατείας, όλο τον
κύκλο (αργά) γύρω-γύρω. Θα περάσω
μπρος απ’ τα κάρα και τα καφάσια και τα παγκάκια και την εκκλησία και μπρος απ’
τα μαγαζιά με τα μπακίρια. Κατσαρόλες, μπρίκια, τηγάνια, όλα από κοκκινωπό
μπακίρι, λαμπερό σα χρυσάφι.
(Παύση.
Ο Άρης πηγαίνει σκεφτικός στο παράθυρο)
ΑΡΗΣ:
Τι κάνουν και αργούν τόσο;
ΖΩΗ:
Έφτασε ο στρατός;
ΑΡΗΣ:
Όχι ακόμα. (Ξαναπαίρνει τα τόπια του και
ξαναδοκιμάζει με νευρικότητα).
ΖΩΗ:
Άρη…
ΑΡΗΣ:
Ναι;
ΖΩΗ:
Αυτό που σου είπα τώρα δα…
ΑΡΗΣ:
Ναι;
ΖΩΗ:
Δε θα το κάνω. (Ο Άρης σταματά να πετά τα
τόπια). Γιατί η πλατεία δεν είναι ποτέ αρκετή ώρα άδεια. Άκου, έχω μετρήσει
πόση ώρα χρειάζομαι για να τη φέρω βόλτα όλη. Τουλάχιστο ένα τέταρτο αν
περπατάω γρήγορα και μισή ώρα αν περπατάω πολύ αργά. Παρακολούθησα με το ρολόι
στο χέρι, λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το τέταρτο ή τη μισή ώρα πάντα κάποιος θα βρεθεί
να περάσει από δω έστω κι αν είναι Κυριακή, έστω κι αν έχει πολύ κρύο, παγωνιά.
ΑΡΗΣ:
Μπορεί να μέτρησες λάθος. Θες να ξαναμετρήσουμε μαζί;
ΖΩΗ:
Όχι. Είμαι σίγουρη πως μέτρησα σωστά. Πάντα κάποιος θα περάσει. Εκτός από τη
νύχτα. Αλλά τη νύχτα είναι σκοτάδι.
ΑΡΗΣ:
Το φοβάσαι το σκοτάδι;
ΖΩΗ:
Πολύ. Δεν το ‘χεις καταλάβει;
ΑΡΗΣ:
Ναι.
ΖΩΗ:
Το φοβήθηκα από κείνη τη φορά που βγήκα έξω με τον πατέρα.
ΑΡΗΣ:
Ποια φορά; Δε θυμάμαι. Δε μου ‘χεις μιλήσει ποτέ γι’ αυτό.
ΖΩΗ:
Ω, πάει πολύς-πολύς καιρός. Ίσως χρόνια. Μόλις είχαμε έρθει να μείνουμε εδώ.
Εσένα σε είχαμε αφήσει να κοιμάσαι. Βγήκαμε οι δυο μας έξω. Φυσούσε πολύ και
έβρεχε. Περπατούσαμε, περπατούσαμε, ούτε ξέρω πού πηγαίναμε. Όλοι οι δρόμοι μού
φαινόντουσαν ίδιοι. Δεν ξεχώριζα τίποτα. Τόσο πηχτό ήτανε το σκοτάδι, κανένα
φως πουθενά και τα σπίτια όλα κλειστά, τα παράθυρα κλειστά, χωρίς φως. (Αφήνει ένα αναστεναγμό, σα για να πάρει
αναπνοή και συνεχίζει.) Ο πατέρας έψαχνε κάποιον, έτσι κατάλαβα. Χτυπήσαμε
τέσσερις-πέντε πόρτες, αλλά κανείς δεν άνοιξε. Τέλος φτάσαμε σ’ ένα ξέφωτο,
μήτε σπίτια πια μήτε τίποτα. Σταθήκαμε. «Εδώ», είπε ο πατέρας, «θα τον
περιμένουμε». Έπειτα μού φάνηκε πως σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο. Πίσσα
σκοτάδι. Γύρεψα και βρήκα το χέρι του και το ‘πιασα σφιχτά γιατί φοβόμουν πάρα
πολύ και ξαφνικά (πιάνει το λαιμό της) ξαφνικά
μού μπήκε μια ιδέα τρομερή: αν το χέρι που κρατούσα δεν ήταν του πατέρα… αλλά…
κάποιου άλλου, άγνωστου, και φοβήθηκα ακόμα περισσότερο και έτρεμα τώρα μη
φέξει. Κι έβρεχε, έβρεχε… (Κρύβει το
πρόσωπό της στις παλάμες της)
(Μικρή παύση)
ΑΡΗΣ:
Δε μού ‘χες μιλήσει ποτέ γι’ αυτό.
ΖΩΗ
(ξεσκεπάζοντας το πρόσωπό της): Όχι.
ΑΡΗΣ
(βηματίζει): Τότε, πρέπει να σου πω
πως ούτε κι εγώ θα κάνω αυτά που έλεγα.
ΖΩΗ:
Δεν θα κατεβείς στο λιμάνι για τα καράβια;
ΑΡΗΣ:
Όχι.
ΖΩΗ:
Και τη ναυμαχίας
ΑΡΗΣ:
Όχι. Και ούτε θα πάω στον κινηματογράφο. Και ξέρεις γιατί; Γιατί το ίδιο κιόλας
βράδυ που τα πρωτοσκέφτηκα είδα ένα όνειρο.
ΖΩΗ:
Όνειρο; Εγώ δε βλέπω ποτέ όνειρα. Δεν έχω δει κανένα όνειρο.
ΑΡΗΣ:
Είδα πως πήρα το κλειδί. (της δείχνει το
κλειδί) και άνοιξα την πόρτα. Την εξώπορτα. (Το διηγείται παραστατικά με χειρονομίες). Αλλά από πίσω δεν ήταν
το πεζοδρόμιο και η πλατεία, παρά ένα μεγάλο δωμάτιο επιπλωμένο.
ΖΩΗ:
Τι έπιπλα είχε;
ΑΡΗΣ:
Είχε ένα μεγάλο μπουφέ, ψηλό ίσαμε το ταβάνι. Στη μέση ένα μεγάλο στενόμακρο
τραπέζι, μα πολύ μεγάλο με δώδεκα καρέκλες γύρω-γύρω. Το τραπέζι είχε ένα
κάλυμμα βυσσινί και οι καρέκλες ήταν κι αυτές σκεπασμένες με βυσσινιά καλύμματα
ως κάτω. Κι ακόμα ήταν ένα μεγάλο παράθυρο, που έπιανε σχεδόν όλο τον τοίχο και
μπροστά του έπεφτε μια μεγάλη βυσσινιά κουρτίνα. Στο βάθος το δωμάτιο είχε μια
πόρτα. Χωρίς να καταλάβω πώς, άνοιξα αυτή την πόρτα και…
ΖΩΗ:
Ναι;
ΑΡΗΣ:
Βρέθηκα σ’ ένα άλλο δωμάτιο όμοιο με το προηγούμενο, μόνο που αυτό ήταν πολύ
μεγαλύτερο από το πρώτο και από τα έπιπλά του έλειπε ο μπουφές, άδειος ο τοίχος
και ξασπρισμένος εκεί…
ΖΩΗ:
Ήταν δηλαδή μόνο το μεγάλο τραπέζι και οι καρέκλες.
ΑΡΗΣ:
Ναι, και η μεγάλη βυσσινιά κουρτίνα, που σκέπαζε όλο το παράθυρο. Και απέναντι
ήταν πάλι μια πόρτα και το κλειδί στην κλειδαριά.
ΖΩΗ:
Και την άνοιξες κι αυτή;
ΑΡΗΣ:
Την άνοιξα. Και ήταν ένα τρίτο δωμάτιο, ασύγκριτα πιο μεγάλο από τα προηγούμενα
και το τραπέζι στη μέση μοναχό, τώρα έλειπαν οι καρέκλες με το βυσσινί κάλυμμα·
μόνο η βυσσινιά κουρτίνα στο παράθυρο και η πόρτα απέναντι με το κλειδί, την
ανοίγω και τώρα το δωμάτιο είναι άδειο, τελείως άδειο και μεγάλο δυο φορές σαν
την πλατεία. Τι λέω; Τρεις, πέντε και μόνο η κουρτίνα κρεμόταν πάντα εκεί στο
παράθυρο και η πόρτα με το κλειδί στο βάθος – η πόρτα, καταλαβαίνεις;
ΖΩΗ
(τρομαγμένη και συνεπαρμένη) : Όχι…
ΑΡΗΣ:
Δεν καταλαβαίνεις; Στο επόμενο δωμάτιο η κουρτίνα θα ‘λειπε και κείνη, θα ‘ταν
το παράθυρο σκέτο και πίσω απ’ το παράθυρο… Έβαλα τις φωνές και ξύπνησα.
Κατάλαβες τώρα;
ΖΩΗ:
Όχι, δεν κατάλαβα.
ΑΡΗΣ
(τρίβει μηχανικά το πρόσωπό του):
Ναι, ίσως έχεις δίκιο. Τι να καταλάβεις. Θαρρώ πως… ήταν ένα ανόητο όνειρο.
Ναι, τώρα που στο διηγήθηκα το βλέπω, ήταν αστείο.
ΖΩΗ:
Ούτε συ μου ‘χες μιλήσει ποτέ γι’ αυτό.
ΑΡΗΣ:
Δε μιλάμε πολύ οι δυο μας, ε; Κι όμως δεν έχουμε παρά ο ένας τον άλλον. Είμαστε
μόνο οι δυο μας.
ΖΩΗ:
Δεν είμαστε μόνο οι δυο μας. Είναι και ο πατέρας. Είμαστε τρεις σ’ αυτό το
σπίτι. (Αρχίζει να μετρά τους πόντους στο πλεχτό της) Ένα, δύο, τρία,
τέσσερα, πέντε… (Συνεχίζει μουρμουριστά).
ΑΡΗΣ:
Ναι, μα εκείνος λείπει όλη μέρα και όταν γυρίζει πάει κατ’ ευθείαν και
κοιμάται. Ώρες-ώρες μου φαίνεται πως του είμαστε ξένοι, βάρος. Εσένα;
ΖΩΗ:
Δεκαπέντε, δεκάξι, δεκαεφτά, δεκαοχτώ…
ΑΡΗΣ:
Εσένα; Σε ρωτάω.
ΖΩΗ:
Εικοσιεφτά, εικοσιοχτώ – άσε με τώρα – μετράω, δε βλέπεις;
ΑΡΗΣ:
Κάθε
βράδυ πηγαίνω στο δωμάτιό του και τον κοιτάζω, που ετοιμάζεται να πέσει στο
κρεβάτι. Ξέρω πως αυτό τον ενοχλεί, τον βλέπω που προσπαθεί να κάνει πιο
γρήγορα, όμως εγώ, επίτηδες, κάθομαι εκεί και τον κοιτάζω, που βγάζει το σακάκι
του, το πουκάμισο, το παντελόνι, το διπλώνει προσεχτικά, φοράει τις πιτζάμες
του, ξαπλώνει στο κρεβάτι τραβάει το σεντόνι ως το λαιμό. Όλα, όλα τα
παρακολουθώ, δε μου ξεφεύγει τίποτα. Κι έπειτα: «Σβήσε το φως», μου λέει κι εγώ
το σβήνω και βγαίνω. Αυτό είναι. Δε μου μιλά ποτέ. Δε μου λέει τίποτα. Μια φορά
που έλειπε μ’ έπιασε μια μανία! Άρχισα να ψάχνω το δωμάτιό του. Άνω-κάτω το
‘κανα. Τα συρτάρια, τα ντουλάπια, το κομοδίνο, τα στρώματα, τα μαξιλάρια.
Αναποδογύρισα όλες τις τσέπες του, ως και μέσα στα παπούτσια του έψαχνα, ως και
μέσα στις παντόφλες του, αλλά δε βρήκα τίποτα. Σάμπως ξέρω και γιατί έψαχνα;
Έτσι. Μόνο μια φωτογραφία. Τη φύλαξα, δεν την ξανάβαλα στη θέση της. Θα ‘ναι
παλιά γιατί έχει κιτρινίσει στις άκρες της και τον δείχνει πολύ νέο. Είναι με
γένια, μια γενειάδα τόση. Κάθεται πάνω σ’ ένα βράχο και κοιτάζει τη θάλασσα. (Μικρή παύση). Δε μου λες, σου πέρασε
ποτέ η ιδέα πως δεν είναι πατέρας μας; Ε! Σε ρωτάω κάτι, γιατί δεν απαντάς;
(Η
ΖΩΗ συνεχίζει το μέτρημα ανοιγοκλείνοντας τώρα μόνο τα χείλη της).
ΑΡΗΣ:
Σου
πέρασε ποτέ αυτή η ιδέα απ’ το μυαλό; Εμένα, ναι! Πολλές φορές. Μα, μίλα
λοιπόν. Γιατί δε μιλάς; Σε ρωτάω! (Ουρλιάζει
στ’ αυτί της. Η ΖΩΗ κάνει μια εκνευρισμένη κίνηση να τον αποφύγει). Ε,
λοιπόν, ξέρεις τι άλλο μού πέρασε απ’ το μυαλό; Πως ούτε συ είσαι αδερφή μου.
Και γιατί να είσαι άλλωστε; Δε μοιάζουμε σε τίποτα. Θες να φέρω τον καθρέφτη να
κοιταχτούμε πλάι-πλάι; Κι έπειτα, ενώ είσαι έξι ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερη από
μένα και θα ‘πρεπε να σε θυμάμαι και από πολύ παλιότερα, γιατί οι μικροί
θυμούνται τους μεγάλους, εγώ δε σε θυμάμαι καθόλου. Δε σε θυμάμαι δέκα χρονών,
ούτε δώδεκα, ούτε δεκαπέντε, παρά μόνο αργότερα, πολύ αργότερα. Ακούς τι σου
λέω; (Φωνάζει). Δεν απαντάς; Μα μίλα,
μίλα, μίλα λοιπόν! Θα με τρελάνει αυτή η σιωπή εδώ μέσα. (Φωνάζει δυνατά, όπως ο Ταρζάν) Ούααα…
…ΖΩΗ:
Τι
είναι; Τι είδες;
ΑΡΗΣ:
Φοβάμαι…
ΖΩΗ
(τρέμοντας σιγά). Γιατί φοβάσαι;
ΑΡΗΣ:
Αυτός ο άνθρωπος…
ΖΩΗ:
Λέγε, λέγε…
ΑΡΗΣ:
Φοράει μπλε σακάκι και από κάτω κίτρινο πουλόβερ…
(Η
ΖΩΗ σκαρφαλώνει).
ΖΩΗ:
Άνοιξε το παράθυρο, θέλω να δω καλά…
ΑΡΗΣ:
Περίμενε…
(Κοιτάζονται).
ΖΩΗ
(τον ρωτάει σιγά). Είναι ο πατέρας;
ΑΡΗΣ:
Τι γυρεύει στην πλατεία;
ΖΩΗ:
Δε μας το ‘χε πει πως θα ‘ρχοταν στην παρέλαση.
(Παύση.
Ο ΑΡΗΣ γυρίζει σιγά-σιγά προς το παράθυρο).
ΑΡΗΣ:
Να, τώρα του ξεσκεπάζουν το πρόσωπο!
(Παύση
μεγάλη ενώ κοιτάζουν και οι δύο έξω).
ΖΩΗ:
Δεν είναι αυτός…
ΑΡΗΣ:
Είναι ξένος! Μας μπέρδεψαν τα ρούχα του.
ΖΩΗ:
Τον γνωρίζεις;
ΑΡΗΣ:
Όχι. Πρώτη φορά τον βλέπω.
ΖΩΗ:
Τι χλωμός που είναι. Το πρόσωπό του είναι πιο άσπρο απ’ το πανί που φορούσε.
ΑΡΗΣ:
Κοίτα! Τα χέρια του είναι δεμένα…
ΖΩΗ:
Και τα πόδια του!
ΑΡΗΣ:
Γι’ αυτό σκοντάφτει έτσι… Τι θα του κάνουν;
ΖΩΗ:
Να! Ξεσκεπάζουν το άγαλμα! Το ξεσκεπάζουν!
ΑΡΗΣ:
Δεν είναι άγαλμα!
ΖΩΗ:
Όχι δεν είναι άγαλμα… Τι είναι; Πες μου τι είναι;
ΑΡΗΣ:
Είναι μια αγχόνη… Όχι δεν είναι αγχόνη, είναι λαιμητόμος. Σαν αυτή που είχαν
στη Γαλλική Επανάσταση, θυμάσαι το βιβλίο της ιστορίας… (Κατεβαίνει, αρπάζει ένα βιβλίο και το ξεφυλλίζει ψάχνοντας για τη
ζωγραφιά, να βεβαιωθεί).
ΖΩΗ:
Άρη, αυτός με τα μακριά μαλλιά, τον πιάνει, τον βάζει εκεί… εκεί Άρη! Θα τον
σκοτώσουν… Τον γονάτισαν για να του κόψουν το κεφάλι… (Ο Άρης ορμά στο παράθυρο). Κι ο κόσμος δε λέει τίποτα… Άνοιξε το
παράθυρο, φώναξε, κάνε κάτι…
(Ο
ΑΡΗΣ χαμένος, ανοίγει το παράθυρο. Βουητό).
ΑΡΗΣ:
Ε, σεις!... Ε!...
ΖΩΗ:
Δεν ακούν!
ΑΡΗΣ:
Φεύγουν… Φεύγουν από την πλατεία να κρυφτούν. Δε βλέπεις; Τους κυνηγούν με τ’
άλογα, τους πυροβολούν… Ε, μη φεύγετε! Θα τον σκοτώσουν!
(Κλαίει
σχεδόν ενώ ακούγεται βουητό, καλπασμός).
ΑΡΗΣ:
Στο πρόσωπό του έχει αίματα!
ΖΩΗ:
Άρη, τα σκυλιά! Αμολούν απάνω του τα σκυλιά, όλα τα σκυλιά ρίχτηκαν απάνω του,
τον κομματιάζουν…
ΑΡΗΣ:
Δε βλέπω πια τίποτα, δεν ξεχωρίζω…
ΖΩΗ:
Τον κομματιάζουν!...
ΑΡΗΣ:
Δε βλέπω τίποτα… Δε ξεχωρίζω…
ΖΩΗ:
Άρη, φύγε! Φύγε απ’ το παράθυρο… Αυτός με τα μακριά μαλλιά μάς κοιτάζει…
ΑΡΗΣ:
Ναι. Μας κοιτάζει. Μας είδε…
ΖΩΗ:
Κάνει νόημα στους άλλους!... Θα ‘ρθουν εδώ, θα ‘ρθουν! Να, κοιτάζουν κι άλλοι!
Έρχονται… Άρη, έρχονται… Μη, μην ανεβαίνετε, μη… (Οπισθοχωρεί)
(Ο
ΑΡΗΣ σα να συνέρχεται, κοιτάζει γύρω του).
ΖΩΗ:
Ανεβαίνουν τις σκάλες… Θα σπάσουν την πόρτα… (Οπισθοχωρεί) Έρχονται… Έρχονται… Έρχονται…
ΑΡΗΣ
(χυμά στην πόρτα, ακουμπά την πλάτη του,
ουρλιάζει) Όχι, όχι, όχι!
ΖΩΗ
(οπισθοχωρεί πάντα σαν αυτόματο, βάζοντας
τα χέρια της μπροστά, σα για να προφυλαχτεί).
ΑΡΗΣ:
Όχι, όχι, όχι!...
(Οι
φωνές του πλήθους αρχίζουν να σκεπάζονται από θριαμβικά εμβατήρια που
κυριαρχούν εντελώς, ενώ στο κορυφαίο τους σημείο κόβονται απότομα. Σκοτάδι).
ΑΥΛΑΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου